Ενα σχέδιο απαλλαγής των υπευθύνων για ζημίες πολλών εκατομμυρίων, τις οποίες έχουν υποστεί οι ανακεφαλαιοποιημένες από τους πολίτες τράπεζες, εξυφαίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Τραπεζίτες με τις πλάτες της κυβέρνησης, η οποία φρόντισε να νομοθετήσει έτσι ώστε να τους απαλλάξει από πιθανές ποινικές ευθύνες τους για σοβαρά αδικήματα, μοιάζουν πια να λειτουργούν ως κράτος εν κράτει, χωρίς να υπόκεινται σε κανέναν απολύτως θεσμικό έλεγχο.
Ως αποτέλεσμα, εκτός από το να χαρίζουν δάνεια εκατομμυρίων σε φίλους επιχειρηματίες, συνεχίζοντας ακαταδίωκτοι πλέον την τακτική που είχε φέρει τις τράπεζες στο χείλος του γκρεμού, καταφέρνουν να κρύβουν κάτω από το χαλί σκάνδαλα, ακόμη και σοβαρές καταγγελίες για διακίνηση μαύρου χρήματος. Συμπτωματικά ίσως, βασική πρωταγωνίστρια των υποθέσεων που αποκαλύπτονται είναι η Τράπεζα Πειραιώς. Το σκάνδαλο Πηλαδάκη –το αποκάλυψε το Documento την περασμένη Κυριακή ξεσηκώνοντας ακόμη και τους οπαδούς της ΑΕΛ, οι οποίοι τον κατηγορούν ότι εκμεταλλεύτηκε το όνομα της ιστορικής ομάδας για να επενδύσει με δανεικά χρήματα που δεν έχει αποπληρώσει– είναι, όπως φαίνεται, μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Και τούτο διότι την ώρα που η τράπεζα πράττει το αδιανόητο αρνούμενη με διάφορα προσχήματα να απαντήσει, όπως οφείλει, στους χιλιάδες μικρούς και μεγάλους μετόχους της στα εύλογα ερωτήματα αναφορικά με το «κούρεμα» του χρέους για δάνεια σχεδόν 150 εκατ. ευρώ τα οποία δεν έχει αποπληρώσει ο Κώστας Πηλαδάκης, και ο ίδιος ο επιχειρηματίας απαντά στις αποκαλύψεις ότι στην πραγματικότητα δεν θα αποπληρώσει μόνο 11,1 εκατ. ευρώ αλλά συνολικά 23,6 εκατ., στην επιφάνεια έρχεται νέο σκάνδαλο που αναμένεται να ταρακουνήσει τα θεμέλια της Τράπεζας Πειραιώς.
Συγκεκριμένα, καταγγελίες που φτάνουν στο Documento κάνουν λόγο ακόμη και για πιθανή διακίνηση μαύρου πολιτικού χρήματος μέσω εικονικών τιμολογίων, υπόθεση που η τράπεζα υπό τη διοίκηση του Χρήστου Μεγάλου (φωτογραφία δεξιά) επιλέγει –διά της άρνησής της να οδηγήσει τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς στη Δικαιοσύνη– να συγκαλύψει.
Καταγγελίες για μαύρο πολιτικό χρήμα
Ειδικότερα, καταγγελίες που έχει στη διάθεσή του το Documento περιγράφουν ότι εν γνώσει της διοίκησης της τράπεζας και μέσω εικονικών τιμολογίων και πακτωλού χρημάτων που εισπράχτηκαν, μεταξύ άλλων και από εταιρεία με έδρα στο Χαλάνδρι την οποία διαχειρίζεται άνθρωπος γνωστός για τη σχέση του με τη ΝΔ, έχει διακινηθεί μαύρο χρήμα προς τουλάχιστον ένα σημαίνον πολιτικό πρόσωπο. Πρόκειται για το ένα μόνο μέρος ενός μεγάλου τραπεζικού σκανδάλου το οποίο είδε το φως όταν οι αρχές αποκάλυψαν ότι την πενταετία 2011-15 έξι εταιρείες –οι πέντε ανήκουν σε άτομο γνωστό για την εμπλοκή του και σε μεγάλο παραδικαστικό κύκλωμα, ενώ η έκτη είναι εκείνη που καταγγέλλεται για τη διακίνηση μαύρου χρήματος– απέσπασαν μέσω εικονικών τιμολογίων από την Τράπεζα Πειραιώς πάνω από 20 εκατ. ευρώ.
Το πλέον ενδιαφέρον είναι ότι η διοίκηση της τράπεζας αρνείται πεισματικά να αναζητήσει την ποινική ευθύνη εκείνων που μέσω παράνομων διαδικασιών τής προκάλεσαν ζημία πολλών εκατομμυρίων ευρώ, παρά αρκείται μόνο στη διεκδίκηση διά της αστικής οδού των χρημάτων που έχασε. Με άλλα λόγια, ενώ έχει προχωρήσει σε αγωγή εναντίον όσων την εξαπάτησαν πλουτίζοντας σε βάρος της, η διοίκησή της δεν καταθέτει έγκληση, όπως ορίζει πλέον ο κατάπτυστος νόμος της κυβέρνησης της ΝΔ, ώστε τα στοιχεία που πιστοποιούν τη διάπραξη ποινικού αδικήματος να διερευνηθούν από την εισαγγελία, οι πιθανοί δράστες να οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και να διακριβωθούν οι σοβαρότατες καταγγελίες περί διακίνησης μαύρου πολιτικού χρήματος.
Μοίραζαν χρήμα χωρίς να παραλαμβάνουν έργα
Μόλις τον περασμένο Ιανουάριο η Τράπεζα Πειραιώς, κατόπιν σχετικής έρευνας του τμήματος Φορολογικής Αστυνόμευσης της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, στράφηκε με αγωγή της εναντίον οκτώ εταιρειών αλλά και φυσικών προσώπων, είτε υπαλλήλων της είτε εκπροσώπων των επιχειρήσεων που εμφανίζονται να έχουν εκδώσει εικονικά τιμολόγια.
Οπως προκύπτει, η Τράπεζα Πειραιώς –εν γνώσει στελεχών της– έγινε αποδέκτρια εικονικών τιμολογίων την πενταετία 2011-15 που δεν αντιστοιχούσαν σε πραγματικές εργασίες. Η ζημία που προέκυψε ξεπερνάει μάλιστα τα 20 εκατ. ευρώ. Παρά την αγωγή ωστόσο, μέσω της οποίας διεκδικούνται πρακτικά τα ασφάλιστρα, η διοίκηση δεν απέστειλε τα στοιχεία στην εισαγγελία. Ως εκ τούτου, ακόμη κι αν εισπράξει τα χρήματα που παρανόμως βγήκαν από τα ταμεία της, θα επιτρέψει στους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς που διακίνησαν το χρήμα να μείνουν στο απυρόβλητο, χωρίς ποτέ να βρεθούν απέναντι από τον φυσικό δικαστή τους.
Μεταξύ εκείνων που εμφανίζονται να έχουν εισπράξει χιλιάδες ευρώ μέσω εικονικών τιμολογίων για έργα που ουδέποτε πραγματοποίησαν είναι και γνωστή συμβουλευτική εταιρεία, η οποία κατά καιρούς έχει εισπράξει χρήματα και για δημόσια έργα. Πρόκειται για επιχείρηση της οποίας διαχειριστής εμφανίζεται κάποιος Α.Γ., γνωστός για τις σχέσεις του με πρόσωπα που κατέχουν θέσεις στο κυβερνών κόμμα, ενώ είναι η μοναδική από τις συνολικά έξι εταιρείες που πράγματι έχει δραστηριότητα.
Ο διαχειριστής της εν λόγω εταιρείας με τα εικονικά τιμολόγια, για την οποία υπάρχουν καταγγελίες διακίνησης μαύρου πολιτικού χρήματος, εμφανίζεται μάλιστα την επίμαχη περίοδο να συνδέεται με Μη Κυβερνητική Οργάνωση στο Λουξεμβούργο, η πραγματική δραστηριότητα της οποίας είναι άγνωστη.
66 εικονικά τιμολόγια σε μια πενταετία
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αγωγή της Τράπεζας Πειραιώς και όπως αποκαλύφθηκε από τακτικό έλεγχο, την πενταετία 2011-15 εκδόθηκαν συνολικά 66 εικονικά τιμολόγια. Τα έξι από αυτά, συνολικού ποσού 547.965 ευρώ, εκδόθηκαν από την εταιρεία που διαχειρίζεται ο Α.Γ. τη διετία 2011-12. Ολα ήταν εικονικά, ωστόσο τα χρήματα εισπράχτηκαν με αποτέλεσμα αφενός τον παράνομο πλουτισμό της εταιρείας, αφετέρου τη ζημία της τράπεζας. Τα έργα που δήθεν έφερε σε πέρας η συγκεκριμένη εταιρεία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Από την αγωγή της Τράπεζας Πειραιώς προκύπτει ασφαλώς το συμπέρασμα ότι «τα αναφερόμενα στα τιμολόγια αυτά ως εκτελεσθέντα έργα και οι αναφερόμενες σε αυτά ως παρασχεθείσες υπηρεσίες ουδέποτε εκτελέσθηκαν, ούτε παραδόθηκαν και ούτε παρασχέθηκαν στην τράπεζα».
Ειδικότερα, σημειώνεται στην αγωγή της τράπεζας ότι «η υπογραφή των τιμολογίων υποδηλώνει ότι οι υπηρεσίες και τα έργα που αναφέρονται σε κάθε τιμολόγιο έχουν παραληφθεί και ως εκ τούτου δημιουργήθηκε ευθύνη για την πληρωμή τους, πράγμα το οποίο και έγινε, δεδομένου ότι τα τιμολόγια αυτά πληρώθηκαν στις εκδότριες αυτών εταιρείες, είτε με εξερχόμενα εμβάσματα σε λογαριασμούς άλλων τραπεζών είτε με τραπεζικές επιταγές είτε με μεταφορά χρημάτων σε λογαριασμούς εταιρειών της Τράπεζας Πειραιώς».
Από τα συνολικά 66 τιμολόγια προκύπτει ότι τα 63 έχουν υπογραφεί από κοινού από τον πρώην γενικό διευθυντή της τράπεζας και ακόμη ένα στέλεχος που έχει αποβιώσει, ενώ τα τρία έχουν υπογραφεί από κοινού από τον πρώην γενικό διευθυντή και τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο. Πρόκειται για τρία από τα έξι τιμολόγια της εταιρείας που διαχειρίζεται ο Α.Γ. Φαίνεται ακόμη ότι πολλά από τα εισηγητικά δαπάνης δεν έχουν υπογραφεί από τα πρόσωπα των οποίων η υπογραφή εμφανίζεται σε αυτά αλλά από τρίτους, ενώ υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες υπογράφηκαν σχετικά έντυπα κατόπιν πιέσεων και παρουσία στελεχών της τράπεζας.
Βαριές καμπάνες στην Τράπεζα Πειραιώς
Για την πληρωμή των εικονικών τιμολογίων πραγματοποιήθηκε φορολογικός έλεγχος από το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ). Σύμφωνα με όσα επικαλείται στην αγωγή της η Τράπεζα Πειραιώς, από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι τα τιμολόγια ήταν εικονικά, εξού και επιβλήθηκαν στο πιστωτικό ίδρυμα πρόστιμα συνολικού ύψους άνω του 1,3 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, το ΚΕΜΕΕΠ δεν έλεγξε τα τιμολόγια της εταιρείας μέσω της οποίας φέρεται, σύμφωνα με τις καταγγελίες που έχει στη διάθεσή του το Documento, να έχει διακινηθεί μαύρο πολιτικό χρήμα. Αιτία, σύμφωνα με την τράπεζα, ήταν το γεγονός ότι ο έλεγχος αφορούσε τις χρονιές από το 2013 κι έπειτα.
Παρά ταύτα, προκύπτει ότι και τα τιμολόγια εκείνα που εκδόθηκαν το 2011 και το 2012, μεταξύ των οποίων και τα έξι της εταιρείας την οποία διαχειρίζεται ο Α.Γ., είναι εικονικά. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αγωγή ότι και τα έργα που δεν ελέγχθηκαν από το ΚΕΜΕΕΠ «ουδέποτε εκτελέστηκαν, ούτε παραδόθηκαν και ούτε παρασχέθηκαν».
Απόδοση δόλου στους υπευθύνους
Επιπλέον ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο η σημερινή διοίκηση Μεγάλου της Τράπεζας Πειραιώς διαχειρίζεται το σκάνδαλο, επιλέγοντας να μην προχωρήσει σε μηνύσεις σε βάρος των εμπλεκομένων καλύπτοντας τους φυσικούς και τους ηθικούς αυτουργούς, προκαλεί το γεγονός ότι από την αγωγή που η ίδια έχει καταθέσει προκύπτει δόλος των καταγγελλομένων. Κατά την τράπεζα, όσοι εξέδωσαν τα τιμολόγια γνώριζαν ότι τα αναφερόμενα ως εκτελεσθέντα έργα δεν είχαν πραγματοποιηθεί, ενώ υπογράφηκαν από αρμόδιους, υψηλά ιστάμενους υπαλλήλους του πιστωτικού ιδρύματος και υποβλήθηκαν στους αρμοδίους ώστε να πληρωθούν.
Η αγωγή της Τράπεζας Πειραιώς δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο παρερμηνείας ως προς τον δόλο των εμπλεκόμενων προσώπων. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι τόσο οι εκπρόσωποι των εταιρειών όσο και οι υπάλληλοι που έβαλαν την υπογραφή τους στα εικονικά τιμολόγια «έπεισαν τους υπαλλήλους της τράπεζας να προβούν στην εξόφληση των τιμολογίων, καταβάλλοντας σε κάθε εταιρεία το αντίστοιχο ποσό κάθε τιμολογίου».
«Με τον τρόπο αυτό» επισημαίνεται περαιτέρω, «έβλαψαν την περιουσία της τράπεζας με το ποσό των 20.625.747 ευρώ, από τη βλάβη δε αυτή της περιουσίας της τράπεζας αποκόμισαν οι εκδότριες των τιμολογίων εταιρείες αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος».
Ως εκ τούτου, η Πειραιώς απαιτεί κάθε εναγόμενος, δηλαδή τόσο οι εταιρείες όσο και τα στελέχη της που κατηγορεί για εμπλοκή τους στην υπόθεση, να της καταβάλουν ως αποζημίωση το οφειλόμενο από το καθένα ποσό.
Θολώνει τα νερά η Τράπεζα Πειραιώς
Να θολώσει τα νερά, ακριβώς όπως έπραξε και με την ήξεις αφήξεις απάντησή της για το σκάνδαλο Πηλαδάκη, επιχειρεί εκ νέου η Τράπεζα Πειραιώς. Χωρίς πρακτικά να απαντάει στα σαφή ερωτήματα του Documento αναφορικά με το γιατί δεν έχει καταθέσει έγκληση σε βάρος των εμπλεκoμένων στην υπόθεση των εικονικών τιμολογίων ώστε να διερευνηθεί η υπόθεση σε βάθος και να διακριβωθεί αν πράγματι διακινήθηκε μαύρο πολιτικό χρήμα, η διοίκηση της τράπεζας αναφέρει ότι αφενός έχουν ασκηθεί διώξεις για φορολογικές παραβάσεις, αφετέρου ότι από την έκθεση φορολογικού ελέγχου και την εσωτερική διερεύνηση της υπόθεσης δεν προέκυψαν στοιχεία για τη διακίνηση μαύρου χρήματος.
Εκείνο βέβαια που τεχνηέντως αποφεύγει να εξηγήσει είναι ότι εξαιτίας του εξαμβλωματικού νόμου της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που θεσπίζει το ακαταδίωκτο για τους τραπεζίτες, αν δεν ασκήσει έγκληση η τράπεζα, δεν μπορεί να διωχτεί κανένα στέλεχός της. Επιπλέον, προκαλεί ερωτήματα η βεβαιότητά της αναφορικά με τη μη ύπαρξη στοιχείων για μαύρο πολιτικό χρήμα, αφού είναι ευκόλως εννοούμενο ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εντοπιστεί μόνο μέσω ενδελεχούς έρευνας που θα διεξήγαγε η Δικαιοσύνη.
Είναι τέλος εντυπωσιακό για την Τράπεζα Πειραιώς ότι αντιμετωπίζει μια περίπτωση διαφθοράς με την ευθύνη και τη δράση στελεχών της, τα οποία ξόδεψαν εκατομμύρια δημόσιου χρήματος, ως μια απλή υπόθεση φοροδιαφυγής χωρίς άλλες προεκτάσεις. Από μόνη της αυτή η αντιμετώπιση είναι αρκούντως συγκαλυπτική του σκανδάλου.
Η απάντηση
«Σε απάντηση της από 10/9/2020 επιστολής σας, σας γνωρίζουμε ότι η Τράπεζα Πειραιώς έλαβε γνώση της υπόθεσης με αφορμή σχετικό φορολογικό έλεγχο που διατάχθηκε στο πλαίσιο εισαγγελικής έρευνας, επομένως τα στοιχεία αυτά ήταν και είναι σε γνώση των αρμόδιων δικαστικών αρχών. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες μας, έχουν ασκηθεί και διώξεις για φορολογικές παραβάσεις.
Η Τράπεζα προχώρησε, όπως όφειλε, σε δικαστικές ενέργειες έναντι όλων των εμπλεκομένων στην υπόθεση επιδιώκοντας την αποκατάσταση της ζημίας της. Οι υποθέσεις αυτές είναι σε εξέλιξη.
Προς αποφυγήν παρανοήσεων και δημιουργίας ανακριβών εντυπώσεων, υπογραμμίζουμε ότι ούτε από την έκθεση φορολογικού ελέγχου ούτε από την εσωτερική διερεύνηση της υπόθεσης από την Τράπεζα προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο “διακίνησης μαύρου πολιτικού χρήματος”, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία της Τράπεζας».