Η πανδημία έχει εισβάλει στη ζωή μας περισσότερο από έναν χρόνο, αφήνοντας πρωτόγνωρο αποτύπωμα σε όλους τους τομείς της καθημερινότητάς μας. Ως πολίτες είχαμε πρώτα από όλα να διαχειριστούμε μια επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία κρίση που μας επέφερε απροσδόκητο εγκλεισμό, χάσιμο της ελευθερίας, φόβο, οικονομική και εργασιακή επισφάλεια, αλλά και φοβερή ανασφάλεια στα νέα παιδιά τα οποία σε έναν μήνα περίπου ρίχνονται στη μάχη των πανελλήνιων εξετάσεων.
Πιστεύω ότι είναι άδικο, άνισο και απολύτως πιεστικό γι’ αυτά τα παιδιά να εξετάζονται με δυσμενείς όρους λόγω ελλιπούς προετοιμασίας – με ευθύνη της κυβέρνησης. Επιπλέον, η ανάλγητη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση αποφάσισε με το έτσι θέλω και εν μέσω πανδημίας αλλαγές στο σύστημα των πανελλαδικών και θέσπιση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, κάτι που θα πετάξει εκτός πανεπιστημίων 25.000 υποψήφιους, τα παιδιά
της πανδημίας, τα αδικημένα παιδιά. Αγνοώντας τις έντονες αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας, είναι από μόνο του απόδειξη της έγνοιας που έχουν για τους μαθητές και την ψυχολογική πίεση που έχουν υποστεί τα δύο τελευταία σχολικά έτη. Προβάλλουν δε ως ισχυρισμό ότι με αυτό τον τρόπο εισάγονται στο πανεπιστήμιο φοιτητές που πληρούν ελάχιστες ακαδημαϊκές προϋποθέσεις και κατευθύνουν τους υπόλοιπους στην ιδιωτική εκπαίδευση αφού πρώτα εξίσωσαν τα πτυχία των πανεπιστημίων με κάθε είδους κολέγια.
Φυσικά από όλο αυτό το νεοφιλελεύθερο αφήγημα απουσιάζει παντελώς η μέριμνα για τον μαθητή και για ισότητα ευκαιριών και στη συγκεκριμένη περίοδο απουσιάζει πλήρως η αυτοκριτική για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης σε όλα τα παιδιά.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η διδασκαλία διά ζώσης είναι αναντικατάστατη, ενώ η τηλεκπαίδευση είναι υποβοηθητικό εργαλείο και λύση ανάγκης. Σε έρευνα του ΚΕΜΕΤΕ το 61,4% των εκπαιδευτικών δηλώνει ότι η τηλεκπαίδευση έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογία των μαθητών και επιπλέον να μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν παιδιά τα οποία δεν έκαναν μάθημα γιατί δεν είχαν τον αναγκαίο εξοπλισμό ή τον απέκτησαν πολύ καθυστερημένα. Είναι επίσης γεγονός ότι το υπουργείο Παιδείας κατέστησε τη χώρα μας πρωταθλήτρια στα κλειστά σχολεία, ξεκινώντας από τον Μάρτιο του 2020 την αναστολή λειτουργίας τής διά ζώσης εκπαίδευσης και το ξεκίνημα της εξ αποστάσεως, το οποίο στην ουσία συνεχίζεται μέχρι σήμερα με μικρά διαλείμματα επιστροφής στην τάξη. Από τις 39 σχολικές εβδομάδες έχουν μείνει κλειστά τα σχολεία μέχρι και 22, ανάλογα και με τη βαθμίδα εκπαίδευσης.
Τα παιδιά δικαίως νιώθουν αδικημένα και λίγο πολύ πειραματόζωα εμμονικών και στενόμυαλων που δεν νοιάζονται πώς νιώθει και σκέφτεται ένας/μια μαθητής/τρια που δίνει πανελλήνιες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μεγεθύνουν το άγχος τους και διαλύουν την ψυχολογία τους.
Αυτή η τελευταία «παροχή» τους στα παιδιά μαζί με τις προηγούμενες γιγάντωσαν τα μαθησιακά κενά και τις εκπαιδευτικές ανισότητες, αμφισβητώντας έμπρακτα το δικαίωμα της ισότιμης πρόσβασης στην εκπαίδευση. Ποτέ δεν νοιάστηκαν για επίλυση των αυτονόητων, όπως μείωση των μαθητών στις τάξεις αντί των 25 ή και 27, επιπλέον αίθουσες διδασκαλίας, απαραίτητους διορισμούς σε προσωπικό καθαριότητας και τους 10.000 μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών.
Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά η κυβέρνηση επιλέγει να εκδικείται τα παιδιά δημιουργώντας ένα σχολείο αποκλεισμών, ανισοτήτων και ακραίου ανταγωνισμού. Είναι μια ακραία αυταρχική και δογματική κυβέρνηση, που στο όνομα της δήθεν αριστείας και των προσόντων τσαλαπατά νέα παιδιά, τους κόβει το μέλλον, δημιουργεί και δεν επιλύει προβλήματα.
Απέναντι στο νεοφιλελεύθερο αποκορύφωμά τους αγωνιζόμαστε για το σχολείο που σκέφτεται πρώτα τον μαθητή, την ευαίσθητη ηλικία του και το δικαίωμα στο όνειρο και στην ελπίδα.
H Ευαγγελία Μανιτσούδη είναι εκπαιδευτικός