Κώστας Θωμαΐδης: «Ημουν πάντα εκτός λογικής καριερίστα»

Κώστας Θωμαΐδης: «Ημουν πάντα εκτός λογικής καριερίστα»
«Το τραγούδι πλέον πλασάρεται από ορισμένα mainstream ραδιόφωνα. Ξέρετε με πόσα τραγούδια συντηρούνται αυτά τα ραδιόφωνα; Γύρω στα 350, που ανακυκλώνονται συνέχεια» (Φωτογραφία: Κώστας Τζούμας/Eurokinissi)

Ο ερμηνευτής με τη λυρική και συγχρόνως δωρική φωνή και αγαπημένος ραδιοφωνικός παραγωγός Κώστας Θωμαΐδης μιλάει για τη σχέση του με τον Μικρούτσικο, τη γνωριμία με τον Χατζιδάκι και τον Ρίτσο, την αδερφική φιλία με την Τσανακλίδου.

Αγαπημένη φωνή στις μεγαλύτερες μουσικές σκηνές και στα ερτζιανά. Ενας απ’ τους πιο στενούς συνεργάτες του αείμνηστου Θάνου Μικρούτσικου, που του εμπιστεύτηκε σπουδαία έργα. Και θα κάνω μια μικρή εξομολόγηση: άρχισα να μελετώ τις μουσικές του κόσμου, τα φάντο, τα τάνγκο και τα ιρλανδικά παραδοσιακά ακούγοντας τις δικές του ραδιοφωνικές εκπομπές κάποτε. Ο Κώστας Θωμαΐδης συνεχίζει να κάνει ραδιόφωνο από τη συχνότητα της ΕΡΑ και να ηχογραφεί καινούργια τραγούδια. Ανάμεσά τους δύο σε δική του μουσική και σε στίχους της ποιήτριας από την Ξάνθη Στέλλας Δενδηλιάρη. Επίσης, ένα ανέκδοτο τραγούδι του Θάνου Μικρούτσικου σε ποίηση Γιάννη Σκαρίμπα. «Και που θα βγουν, τι έγινε;» τον άκουσα να μου λέει, εμφανώς απελπισμένος με την κατάσταση που επικρατεί ως προς τη διανομή του νέου ελληνικού τραγουδιού. Μια καλή αφορμή για να ξεκινήσει η συζήτησή μας.

Ενώ είστε πολύ αγαπητός καλλιτέχνης, έχω την εντύπωση πως δεν υπήρξατε καριερίστας.

Συμφωνώ, αν και το καριερίστας εγώ δεν μπορώ να το μεταφράσω, γιατί πάντα ήμουν έξω απ’ αυτήν τη λογική. Από πολύ νωρίς υπήρξε ένα σημείο καμπής στην πορεία μου και αναφέρομαι στο 1982, όταν κάναμε με τον Θάνο Μικρούτσικο τον «Γέρο της Αλεξάνδρειας». Η βοήθεια του Θάνου σ’ αυτή μου την καμπή ήταν καταλυτική, αν σκεφτούμε πως λίγο μετά έκανα έναν πολύ νεανικό ποπ δίσκο. Ηταν μια εποχή που ψαχνόμουν και κατάλαβα ότι εκεί θα παίξω σ’ ένα γήπεδο με πολλούς άλλους, όπου δεν μετράει αν έχεις καλή φωνή, παρά μόνο η εμφάνιση. Ο Θάνος μού είπε σε μια συζήτηση: «Κώστα, εσύ έκανες τον Καβάφη και πήρες εξαιρετικές κριτικές στις γαλλόφωνες χώρες. Αυτός είναι ο προνομιακός σου χώρος και, κατά τη γνώμη μου, δεν σε αντιπροσωπεύει το άλλο». Συμφώνησα απόλυτα.

Η Τσανακλίδου όταν σας προλόγισε στη συναυλία της στο Ηρώδειο αναφέρθηκε στο ότι ξεκινήσατε μαζί στη Θεσσαλονίκη.

Οχτώ χρόνων! Στο σπίτι όπου μέναμε έβγαινα στο μπαλκόνι και μου φώναζαν από απέναντι: «Κωστάκη, τραγούδησέ μας» κι εγώ τραγουδούσα. Ενας θείος της μαμάς μου με πήρε μια Κυριακή πρωί και είδαμε στο θέατρο Παλλάς της Θεσσαλονίκης παιδική παράσταση της Μαίρης Σοΐδου. Στην Ελλάδα δεν είχε ξαναϋπάρξει ολόκληρο θέατρο μόνο με παιδιά που τις Κυριακές γέμιζε με πάνω από χίλια άτομα. Εκεί τραγουδούσε ο Χρήστος Λεττονός, μεγαλύτερος από μένα. Απ’ την πρώτη στιγμή ένα κοριτσάκι ήρθε και με βρήκε και τακιμιάσαμε. Ηταν η Τάνια Τσανακλίδου! Ολα τα παιδικά μας χρόνια μόνο ένα παιχνίδι είχαμε: το θέατρο και το τραγούδι. Μεγαλώσαμε μαζί, κοιμόμασταν αγκαλιά στο σπίτι της, ήταν η αδερφή μου κι έτσι παραμένει μέχρι σήμερα. Δεν λέμε μεταξύ μας ονόματα, αλλά «αδερφέ μου» και «αδερφούλα μου». Και πάντα «Κωστάκη», ποτέ «Κώστα». Οσοι μ’ αγαπάνε –ας μην το ξέρουν– ξαφνικά το γυρίζουν στο «Κωστάκη». Ποιος ξέρει τι εκπέμπω.

Πότε μπήκατε στη δισκογραφία;

Λίγο μετά την εφηβεία, τυχαία, με τα «Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας» του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Είχα κατέβει στην Αθήνα κάπως τυχοδιωκτικά, με έναν πατέρα που εκείνη την εποχή, όταν του είπα ότι θα φύγω για να βρω την τύχη μου, μου είπε κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ: «Στενοχωριέμαι που θα φύγεις από μας, αλλά προχώρα και να ξέρεις ότι είμαι δίπλα σου». Του το χρωστάω αιώνια! Ενα χρόνο πριν από τον Λουκιανό, περίοδο μεταπολίτευσης, έμενα κοντά στην πλατεία Αττικής, σ’ ένα υπόγειο όπου δίπλα υπήρχε ένα φωτογραφείο που το είχε ένας Θεσσαλονικιός. Ενα μεσημέρι ήρθε ένας γνωστός του μαζί με τον Ανδρέα Μικρούτσικο που έφεραν κάποια φιλμ για εμφάνιση. Το απόγευμα της ίδιας μέρας μπαίνουμε στο σπίτι αυτού του γνωστού του –Αύγουστος του 1975 ήταν– όπου βλέπω μπροστά μου τη Μαρία Δημητριάδη. Πιάνει ο Ανδρέας την κιθάρα, αυτή αρχίζει να τραγουδάει και δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Ενας απ’ την παρέα κάνει: «Κώστα, πες κι εσύ ένα τραγούδι», οπότε πιάνω την κιθάρα και λέω το «Γωνιά γωνιά» του Μίκη. Βγάζω την κορόνα και δεύτερο τραγούδι δεν είπα. Ο Ανδρέας μου λέει: «Αύριο το απόγευμα θα έρθεις να σε γνωρίσει ο αδερφός μου». Πάω σ’ ένα ρετιρέ πέμπτου ορόφου, όπου κάνανε πρόβα για ένα πρόγραμμα σε μπουάτ με τραγούδια Θεοδωράκη και Μπρεχτ. Ο Θάνος μου ζητάει να τραγουδήσω κάτι και ξαναλέω το «Γωνιά γωνιά» με κλειστά μάτια. Τελειώνοντας, προτού δω τις αντιδράσεις τους, ακούστηκαν χειροκροτήματα απ’ τα απέναντι διαμερίσματα.

«Ελα έξω» μου λέει ο Θάνος και βγαίνουμε σε μια γωνιά στο μπαλκόνι. Τον θυμάμαι να ακουμπάει στην κουπαστή και να λέει: «Γαμώτο, έχω κλείσει πρόγραμμα»… Και έπειτα από λίγο: «Στ’ αρχίδια μου, θα ’σαι κι εσύ!» Ετσι ξεκινάμε στην μπουάτ Ορίζοντες: εγώ, η Δημητριάδη, η Μάνου, ο Δημήτριεφ και ο Γιάννης Συρρής, ένας καλός τραγουδιστής που πέθανε νωρίς. Φτάνουμε στο 1982 και μπαίνω στις συναυλίες του Θάνου με Δημητριάδη, Βασίλη Παπακωνσταντίνου και Γιώργο Μεράντζα. Τελειώνοντας από μια συναυλία στο Μεσολόγγι γυρνάει και μας λέει με τον Μεράντζα ο Θάνος: «Θα φτιάξω Καβάφη για μια παράσταση και θα πάμε στις Βρυξέλλες». Ο ίδιος ο Θάνος είχε πει πως αν δεν έφευγα φαντάρος, εγώ θα τραγουδούσα στον «Σταυρό του νότου», αλλά θέλω να ξεκαθαρίσω πως ο Γιάννης Κούτρας ήταν εξαιρετικός ερμηνευτής του έργου. Πήγαμε στις Βρυξέλλες και παίρνω τα καλύτερα credits από τον Βέλγο σκηνοθέτη. Τρία χρόνια αργότερα ο Θάνος ανέβασε στο ίδιο θέατρο τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Ρίτσου και μου τηλεφωνεί από ένα ξενοδοχείο της Γαλλίας: «Γυρίζω την Κυριακή στην Αθήνα, Δευτέρα ξεκινάμε πρόβες για τη “Σονάτα του σεληνόφωτος” που θα τραγουδήσεις εσύ στις Βρυξέλλες»! Ηξερα το έργο αυτό με τον Βουτσίνο και δεν πίστευα ότι θα τα καταφέρω. Το δουλέψαμε νότα νότα ώσπου θα το παρουσιάζαμε σε μια εκδήλωση για τον Ρίτσο. Πάμε κι είναι ο Ρίτσος από κάτω. Αρχίζω και τρέμω. Το είπα κι ήρθε ένας Ρίτσος με μια μεγάλη αγκαλιά. Εκτοτε πήγαινα συχνά σπίτι του και μιλούσαμε – ή μάλλον δεν μιλάς όταν έχεις απέναντί σου τον Γιάννη Ρίτσο, αλλά απλώς ακούς. Ο Ρίτσος μου είπε απίστευτα πράγματα με μια καλοσύνη μοναδική. Ηταν ο πιο ευγενής άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου.

Επίσης ηχογραφήσατε σε πρώτη εκτέλεση το «Καραντί» του Καββαδία. Με το χέρι στην καρδιά, σας ενόχλησε που αυτό καθιερώθηκε με τη φωνή του Νταλάρα;

Οχι, δεν με ενόχλησε, αφού αν το έλεγα σήμερα σε δίσκο, θα το έλεγα αλλιώς. Κατά τον Κώστα Γανωσέλλη, που έκανε την ενορχήστρωση, το είχα πει πολύ καλά, του άρεσε κι ακόμη όποτε με βλέπει μου μιλάει γι’ αυτό. Δεν με ενόχλησε, γιατί βρήκα τη φωνή μου πάρα πολύ στη «Γυναίκα», την «Εσμεράλδα», στο «Cambay’s water» και το «Μαχαίρι».

Πώς και δεν συνεργαστήκατε με τον Μάνο Χατζιδάκι;

Φταίω εγώ γι’ αυτό. Στη Σχολή Σταυράκου είχα καθηγητή τον Παντελή Βούλγαρη όταν έκανε ταινία τον «Μεγάλο ερωτικό». Ο Βούλγαρης μου λέει μια μέρα: «Ο Χατζιδάκις ετοιμάζει ένα πρόγραμμα στο Πολύτροπον της Πλάκας με τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Του έχω μιλήσει και θα περάσεις από την οντισιόν». Πάω και βλέπω περίπου 150 άτομα στην αναμονή. Ο Χατζιδάκις καθόταν σε μια πολυθρόνα με τον καφέ του και τα τσιγάρα του –συνέχεια κάπνιζε– μέχρι που έρχεται η σειρά μου. «Γεια σας» λέω, «με στέλνει ο Παντελής Βούλγαρης». Εκείνος το θυμήθηκε και με ρώτησε τι θα τους τραγουδήσω. Είπα το «Μίλησέ μου» και αμέσως μετά ζήτησε να με ξανακούσει. Λίγες μέρες αργότερα δώσαμε ραντεβού στον Μαγεμένο Αυλό. Παρήγγειλα ένα τσάι και προτού αρχίσει να μου μιλάει τον τρέλανα στις ερωτήσεις για τον «Κύκλο του CNS», για το «Reflections» κ.λπ. Τα έχασε με ένα παιδάκι 19-20 ετών που γνώριζε λεπτομέρειες για έργα κορυφαίου επιπέδου. Απέναντι απ’ το άγαλμα του Τρούμαν είχε ένα δώμα που ήταν σαν στούντιο. Πήγαμε εκεί και είδα όλους τους τοίχους γεμάτους δίσκους κλασικής μουσικής. Του ξανατραγούδησα και μου λέει: «Εσύ θα είσαι με την Νταντωνάκη». Κόπηκαν τα πόδια μου. «Θέλω να μάθεις το αντρικό μέρος από τα “Λιανοτράγουδα” και από τη “Μυθολογία”, το “Αερικό” και το “Hσουν παιδί σαν τον Χριστό”». Μιλάμε για τον Οκτώβρη του 1973. Ο Νοέμβριος του ’73 με βρίσκει κλεισμένο στο Πολυτεχνείο. Κάποια μέρα που κατάφερα να γυρίσω στο σπίτι μου βρήκα σημειώματα: «Σε ζητάει ο Χατζιδάκις». Το πρόγραμμα στην μπουάτ που ετοίμαζε δεν έγινε. Κι εγώ έκανα τη μεγάλη βλακεία να μην πάω να του χτυπήσω την πόρτα. Πέρασαν τα χρόνια, είκοσι για την ακρίβεια, και φτάνουμε στο 1993 που έκανα ένα δίσκο από παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής. Σύμβουλος στη συναυλία αυτή ήταν ο Μονεμβασίτης και στέλνουμε μια επιστολή στον Χατζιδάκι, ζητώντας άδεια για πέντε έξι τραγούδια του. Δεν πήραμε απάντηση και οι μέρες περνούσαν. Ενα μεσημέρι τού τηλεφωνεί ο Μονεμβασίτης και τον βρίσκει καλοδιάθετο. Δεν είχε ιδέα, δεν παρέλαβε ποτέ καμία επιστολή. Οταν άκουσε για μια συναυλία του Κώστα Θωμαΐδη ρώτησε: «Μισό λεπτό. Είναι το παιδί που τραγουδάει τον Καβάφη του Μικρούτσικου; Εχει ενδιαφέρουσα φωνή και θα του πρότεινα να έλεγε το “Αερικό’” και το “Hσουν παιδί σαν τον Χριστό”». Σιγά μη με θυμόταν, αλλά η φωνή μου στον Καβάφη κάτι του θύμισε σίγουρα. Εκεί με έπιασε δέκα φορές το παράπονο. Hθελα να του πήγαινα τον δίσκο με μια αγκαλιά λουλούδια, αλλά λίγες μέρες μετά πέθανε. Βέβαια, τώρα που πέρασαν τα χρόνια κατάλαβα πως έχω συνομιλήσει πολύ με τον Χατζιδάκι και το έργο του.

Πάμε και στο ραδιόφωνο, μια άλλη ενασχόληση που σας έκανε τρομερά δημοφιλή σ’ ένα μεγάλο κοινό.

Το ραδιόφωνο ανέκαθεν το λάτρευα, αφού έμαθα μουσική από τον αγαπημένο μου Γιώργο Παπαστεφάνου. Οπως και από τη Σοφία Μιχαλίτση, που ήταν αυστηρή και βοηθητική παράλληλα. Ξεκίνησα το 1984 και κάνω ανελλιπώς ραδιόφωνο από τότε. Αρχικά στο Τέταρτο Πρόγραμμα για λίγο, πέρασα έπειτα από τον Top FM του Λαμπράκη, ώσπου βρέθηκα στον 902 τον πρώτο του χρόνο, τότε που τον άκουγε όλη η Αθήνα. Μόλις είχε πάρει τον Σκάι ο Αλαφούζος κι εμείς τραγουδούσαμε στο Κύτταρο με τον Ανδρέα Μικρούτσικο. Ηρθε ο Αλαφούζος στο Κύτταρο κι εκεί ζήτησε να με πάρει στο ραδιόφωνο κατευθείαν. Ο Σκάι τότε ήταν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι σήμερα. Σταμάτησα απ’ τον 902, συνέχισα στον Σκάι και λίγο μετά έκανα παράλληλα καθημερινό στον Μελωδία. Σύνολο περίπου 24 χρόνια έμεινα στον όμιλο αυτό κι ήμουν απ’ τους πρώτους που έστησαν τον Μελωδία. Οταν μεταμορφώθηκε σε τζουκ μποξ και μας διώξανε πέρασα από διαγωνισμό ραδιοφωνικών παραγωγών της ΕΡΤ. Πήραν 14 άτομα, ήμουν ανάμεσά τους κι εγώ. Εκανα εκπομπές από το 2011 στο Δεύτερο, στον Κόσμο και στη Φωνή της Ελλάδας. Το ’13 πέφτει το μαύρο και μιλήσαμε με τον Κώστα Αρβανίτη. Πήγα στο Κόκκινο ώσπου με ζήτησαν από την ΕΡΤ και είμαι εκεί από το 2018. «Πλανόδιες μουσικές» 10 με 11 κάθε βράδυ.

Εχοντας γαλουχηθεί σε μεγάλες στιγμές του ελληνικού τραγουδιού, πώς το βλέπετε σήμερα;

Οι συνθέτες με την έννοια που τους μάθαμε είναι είδος προς εξαφάνιση, αν δεν έχουν εξαφανιστεί ήδη. Το να βγάζεις δίσκους σήμερα δεν λέει τίποτε. Ολα στις πλατφόρμες ανεβαίνουν, σε μια ζούγκλα σαν το YouTube. Το τραγούδι πλέον πλασάρεται από ορισμένα mainstream ραδιόφωνα. Ξέρετε με πόσα τραγούδια συντηρούνται αυτά τα ραδιόφωνα; Γύρω στα 350 τραγούδια, που ανακυκλώνονται συνέχεια. Φωνάζουν μερικούς ακροατές σ’ ένα meeting room και τους ρωτάνε ποιο τραγούδι τους αρέσει. Κι αυτοί καθορίζουν τι θα παίξει το ραδιόφωνο. Πρόκειται για αμερικανιά. Ξέρετε τι κρατάω από τον Μελωδία; Μόνο το σήμα του, από το «Επέστρεφε» του Μικρούτσικου, που παίζω μαντολίνο.

Documento Newsletter