Απεβίωσε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης σε ηλικία 88 ετών, σήμερα τις πρώτες πρωινές ώρες. Σύμφωνα με πληροφορίες βρισκόταν στο εξοχικό του στους Αγίους Θεοδώρους. Όπως ανέφερε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διοικητής του Νοσοκομείου Κορίνθου, Γρηγόρης Καρπούζης, ο πρώην πρωθυπουργός διακομίστηκε στις 07:31 χωρίς τις αισθήσεις του και ο θάνατός του διαπιστώθηκε στις 8 παρά 10, μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες ανάνηψης.
Μετά την πτώση της Χούντας το 1974, ο Κ. Σημίτης υπήρξε από τους ιδρυτές του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) και ανέλαβε αρκετές υπουργικές θέσεις, όταν το κόμμα του ανέλαβε την εξουσία.
Εγινε ταυτόσημος με τον όρο «εκσυγχρονισμός» με τον οποίο κάλυψε την εισβολή του νεοφιλελευθερισμού στην πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας. Αυτός ήταν και ο πρώτος που λάνσαρε τον όρο “απασχολήσιμος” σε μια εποχή που η εργασία εξελισσόταν γοργά ως ελαστική και “απελευθερωμένη” από κάθε εργατικό δικαίωμα και κατάκτηση.
Αφού αποκαλύφθηκε ο ρόλος του στη σωστή (για τη διαπλοκή) πλευρά της Ιστορίας, καταγράφηκε ως ο πρωθυπουργός που έβλεπε τις μίζες να περνούν. Το Χρηματιστήριο, η Siemens, η ταφόπλακα που έβαλε για τις διεκδικήσεις αποζημιώσεων από τη Γερμανία , η αγάπη για τις Τράπεζες και τις φαρμακοβιομηχανίες και οι υποχωρήσεις στα εθνικά θέματα είναι η πραγματικοί σταθμοί στην πολιτική του πορεία.
Κατηγορίες από τη Χούντα για εκρηκτικά
Ζώντας στην Αθήνα ως δικηγόρος πρωτοστάτησε το 1965 στην ίδρυση του Ομίλου Πολιτικής Έρευνας «Αλέξανδρος Παπαναστασίου», του οποίου διετέλεσε γραμματέας. Ο Όμιλος Παπαναστασίου είχε ως στόχο τη συστηματική μελέτη των σημαντικότερων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπισή τους. Το 1967 ο όμιλος μετεξελίχθηκε στην αντιδικτατορική οργάνωση «Δημοκρατική Άμυνα», η οποία επτά χρόνια αργότερα συμμετείχε στην ίδρυση του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Στη διάρκεια της δικτατορίας διέφυγε παράνομα στο εξωτερικό και παραπέμφθηκε ερήμην στο Στρατοδικείο για απόπειρα εμπρησμού και παράβαση του νόμου περί εκρηκτικών υλών. Σε αντίποινα συνελήφθη η σύζυγός του, Δάφνη Σημίτη και κρατήθηκε επί δύο μήνες σε απομόνωση. Από το 1970 ο Κώστας Σημίτης συμμετείχε στο Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.) ως μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του.
ΠΑ.ΣΟ.Κ. και υπουργικά πόστα
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και συμμετείχε στην πρώτη Κεντρική Επιτροπή και στο πρώτο Εκτελεστικό Γραφείο του Κινήματος.
Στις 13 Ιουνίου 1979, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ανακοινώνει την παραίτηση του Κώστα Σημίτη από το Εκτελεστικό Γραφείο. Θεωρήθηκε υπεύθυνος προπαγάνδας του κόμματος και συγκεκριμένα για την αφίσα που είχε κυκλοφορήσει με το σύνθημα «Όχι στην Ευρώπη των μονοπωλίων, ναι στην Ευρώπη των λαών», όταν επίσημη θέση του Κινήματος ήταν η έξοδος της χώρας από την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).
Αμέσως μετά την εκλογική νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ, τον Οκτώβριο του 1981, με τον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης, κλήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβει:
-υπουργός Γεωργίας, από το 1981 ως το 1985,
-υπουργός Εθνικής Οικονομίας, από το 1985 ως το 1987,
-υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κατά τη διάρκεια της οικουμενικής κυβέρνησης, υπό την προεδρία του καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα (Νοέμβριος 1989 – Φεβρουάριος 1990),
-υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και υπουργός Εμπορίου ταυτόχρονα, από το 1993 ως το 1995.
Κυβερνητικά ηνία
Στις 18 Ιανουαρίου 1996 εξελέγη Πρωθυπουργός από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου από το αξίωμα για λόγους υγείας.
Στις 30 Ιουνίου 1996, στο 4ο Συνέδριο του ΠΑ.ΣΟ.Κ., λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, αναδείχθηκε πρόεδρος του κινήματος και με τη νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στις κοινοβουλευτικές εκλογές της 22 Σεπτεμβρίου 1996 ανακηρύχθηκε πρωθυπουργός. Ως αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κέρδισε και την επόμενη εκλογική αναμέτρηση στις 9 Απριλίου 2000.
Υπό τον Κώστα Σημίτη η χώρα προετοιμάστηκε ουσιαστικά για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Στις 7 Ιανουαρίου 2004 ανακοίνωσε την παραίτησή του από την προεδρία του ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Στη θέση αυτή τον διαδέχθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου την 8η Φεβρουαρίου 2004. Διετέλεσε πρωθυπουργός ως τις 10 Μαρτίου 2004.
1996-1999: Η προσπάθεια ένταξης στην ΟΝΕ
Την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του (1996-2000) ο κύριος στόχος της οικονομικής πολιτικής ήταν η εξασφάλιση της συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ. Πέρα από την επίτευξη των κριτηρίων του Μάαστριχ, στόχος ήταν και η κινητοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, η εξασφάλιση ενός σταθερού οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος με ευρύτερο κλίμα εμπιστοσύνης στις επιχειρήσεις και την κοινωνία, και μέσα από αυτό η ενίσχυση των επενδύσεων (μέσω αξιοποίησης και των κοινοτικών κονδυλίων), της παραγωγικότητας και η σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στα πλαίσια αυτά η νομισματική και συναλλαγματική πολιτική είχαν ως πρωταρχικό σκοπό τη σταθερότητα και τη στήριξη της αντιπληθωριστικής πολιτικής με επιβολή σκληρών οικονομικών μέτρων.
Η συμμετοχή στο ευρώ και την ΟΝΕ θεωρήθηκε πολιτική και οικονομική αναγκαιότητα. Η Ελλάδα έπρεπε να συμμετέχει στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. όπου θα παίρνονταν οι σημαντικές αποφάσεις. Από οικονομικής άποψης, η πορεία προς την ΟΝΕ ήταν το μέσο για να αντιμετωπίσει η χώρα την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της ώστε να επιτύχει την αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη της και να βελτιώνει συνεχώς το βιοτικό της επίπεδο. Αποτυχία της Ελλάδας να συμμετάσχει στην ΟΝΕ: «… θα οδηγήσει ευθέως τις πιο αδύναμες χώρες σε σχηματισμούς δεύτερων και τρίτων κύκλων υποβάθμισης. Αν διστάσουμε και αμφιταλαντευτούμε, δειλιάζοντας μπροστά στις ανάγκες της προσαρμογής, θα βρεθούμε πριν τα τέλη του αιώνα αντιμέτωποι μ’ ένα πολλαπλάσιο κόστος προσαρμογής στο βιοτικό μας επίπεδο και με σοβαρές επιπτώσεις για τα εθνικά μας θέματα.»
Σύμφωνα με τα οικονομικά δεδομένα του 1996 η Ελλάδα θεωρούταν αδύνατο να καταφέρει να είναι στον πρώτο κύκλο των χωρών, που θα επιλέγονταν για να προχωρήσουν στην τρίτη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Προκειμένου να αποτελέσει τμήμα της υπό διαμόρφωση ΟΝΕ, η Ελλάδα έπρεπε να πραγματοποιήσει μεγάλη πρόοδο και μάλιστα κάτω από πιεστικά χρονικά περιθώρια. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Έκθεσης Σύγκλησης του Μαΐου 2000 με βάση την οποία εγκρίθηκε η υιοθέτηση του Ευρώ από την Ελλάδα: «…. η Ελλάδα πραγματοποίησε εντυπωσιακή πρόοδο προς τη σύγκλιση και η αξιολόγηση της παρούσας έκθεσης είναι θετική».
Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός από το 8,9% το 1995 μειώθηκε στο 2,1% το 1999. Ως το 1996, η αντιπληθωριστική στρατηγική βασιζόταν πρωταρχικά στην καλούµενη πολιτική της σκληρής δραχµής: πρωταρχικός στόχος της νοµισµατικής πολιτικής ήταν η µείωση του πληθωρισµού βάσει ενός ενδιάµεσου στόχου διατήρησης της σχετικά σταθερής µέσης συναλλαγµατικής ισοτιµίας της δραχµής έναντι του ECU. Στα τέλη του 1996, ξεκίνησε ένα νέο στάδιο, όταν φάνηκε ότι χρειαζόταν αυστηρότερος συνδυασµός οικονοµικών πολιτικών. Η χρήση της συναλλαγµατικής ισοτιµίας ως ονοµαστικής “άγκυρας” απεδείχθη επιτυχής στρατηγική για τη µείωση του πληθωρισµού στην Ελλάδα, ωστόσο, µε την επιτάχυνση της δραστηριότητας, αυξήθηκαν οι πιέσεις του κόστους εργασίας που οδήγησαν σε σηµαντική ανατίµηση της πραγµατικής συναλλαγµατικής ισοτιµίας και άρα απώλεια ανταγωνιστικότητας.
Η δημοσιονομική εξυγίανση προχώρησε με εντυπωσιακούς ρυθμούς αφού επιβλήθηκε πολιτική λιτότητας. Το έλλειμμα και το χρέος μειώθηκαν σημαντικά. Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της Eurostat την περίοδο αυτή το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε από το 9,1% του ΑΕΠ το 1995 στο 3,1% το 1999. Το δημόσιο χρέος μειώθηκε από 97% του ΑΕΠ το 1995 στο 94% το 1999. Η Ελλάδα αύξησε σημαντικά τα φορολογικά της έσοδα την περίοδο αυτή και συγκράτησε τις πρωτογενείς δαπάνες, καταφέρνοντας να έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Το πρωτογενές πλεόνασμα αυξήθηκε από 2,2% του ΑΕΠ το 1995 σε 4,3% το 1999. Έτσι και σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, από 11,2% του ΑΕΠ το 1995 στο 7,4% το 1999, κατάφερε τη σημαντική μείωση ελλειμμάτων και χρέους.
Αλχημείες με στατιστικά στοιχεία
Η κυβέρνηση που ακολούθησε (της Νέας Δημοκρατίας, με αρχηγό τον Κώστα Καραμανλή και υπουργό Οικονομικών το Γ. Αλογοσκούφη) αμφισβήτησε την εγκυρότητα των οικονομικών στοιχείων που παρουσιάστηκαν για να γίνει η Ελλάδα μέλος της ΟΝΕ. Η κριτική εστιάστηκε κυρίως στο ύψος του ελλείμματος και αποτέλεσε κύριο επιχείρημα για τη θεώρηση ως λάθους την αποδοχή της εισόδου της Ελλάδας στο ευρώ. Το έλλειμμα του 1999, έτος αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, παρουσιάζεται να είναι 3,1% του ΑΕΠ, μεγαλύτερο του κριτηρίου του Μάαστριχτ για έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ και του 1,6% βάσει του οποίου αξιολογήθηκε η ελληνική οικονομία.
Χρηματιστήριο: Ανοδος και… ξεφούσκωμα
Αυτή η οικονομική πολιτική επισκιάστηκε εν μέρει από το λεγόμενο «Σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου», για το οποίο ο Κ. Σημίτης, μαζί με τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γιάννο Παπαντωνίου, κατηγορήθηκαν ότι φέρουν ευθύνες, με το σκεπτικό ότι δηλώσεις τους περί ισχυρής οικονομίας και λαϊκού καπιταλισμού προέτρεψαν τους μικροκαταθέτες να επενδύσουν τα λεφτά τους σε μετοχές του Ελληνικού Χρηματιστηρίου. Σε συνδυασμό με την έλλειψη των σύγχρονων ελεγκτικών μηχανισμών και εν μέσω διαδόσεων και φημών από πολλά ΜΜΕ, που υπηρετούσαν κομματικά ή στενά οικονομικά συμφέροντα, το Χ.Α.Α. οδηγήθηκε σε μια ανεξέλεγκτη άνοδο (φούσκα) στις 6.350 μονάδες με αποτέλεσμα στη συνέχεια να καταρρεύσει και πολλοί μικροεπενδυτές να χάσουν τα λεφτά τους.
Η αντιπολίτευση άσκησε τότε δριμεία κριτική στον κ. Σημίτη, ο οποίος (υπαινισσόμενος την έλλειψη χρηματιστηριακής κουλτούρας και τη βιαστική γοητεία της κερδοσκοπίας) είχε επιρρίψει την ευθύνη επενδυτές λέγοντας “Ας πρόσεχαν”. Υποστηρίχθηκε οτι ο δείκτης μετά την αρχή της πτώσης επιχειρήθηκε να ανέβει τεχνηέντως με μαζικές αγορές με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, μέσω της γνωστής ΔΕΚΑ, κρατικών τραπεζών, αλλά και των ασφαλιστικών ταμείων. Για τη διαχείριση των κεφαλαίων της ΔΕΚΑ αυτό το διάστημα παραπέμφθηκε σε δίκη η τότε διοίκησή της έπειτα από μήνυση του πρώην πρωθυπουργού Μ. Έβερτ. Τελικά η διοίκηση αθωώθηκε.
2000-2003: Τα πρώτα χρόνια στο ευρώ
Τη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του (2000-2003) ήταν και τα πρώτα χρόνια της Ελλάδας στο ευρώ. Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες 11 χώρες. Τα οφέλη από την ένταξη στο ευρώ έγιναν αισθητά τα πρώτα αυτά χρόνια. Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι επενδύσεις για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα.
Η νομισματική πολιτική είναι πλέον αποκλειστική ευθύνη της ΕΚΤ. Η δημοσιονομική πολιτική όφειλε να τηρεί της δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας για χαμηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και μειούμενο δημόσιο χρέος. Την ίδια στιγμή όμως η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη περιόρισε τα παραδοσιακά εργαλεία μακροοικονομικής πολιτικής και ανέδειξε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε πολιτική προτεραιότητας.
Η περίοδος αυτή σφραγίστηκε από την προσπάθεια ανατροπής του ασφαλιστικού συστήματος με την περίφημη «μεταρρύθμιση Γιαννίτση» η οποία ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και μεγάλων απεργιών με αποτέλεσμα να μην περάσει και να παραιτηθεί ο υπουργός Εργασίας.
Ο πληθωρισμός την περίοδο εκείνη συνέχισε να είναι υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τότε ιδιωτικοποιήθηκε η αγορά των τηλεπικοινωνιών.
Διαβάστε επίσης
Πέθανε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης
Πέντε καμπανάκια από Κομισιόν για την οικονομία – Η κυβέρνηση αγνοεί τα σήματα κινδύνου
Αρχιμανδρίτης στην κόλαση του ΑΤ Ομόνοιας – Στο Documento που κυκλοφορεί – Μαζί το Docville
ΗΠΑ: Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοινώνει την πώληση όπλων στο Ισραήλ ύψους 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων