Συζήτηση με τον διδάσκοντα Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και συντονιστή του κύκλου πολιτικής ανάλυσης του ΕΝΑ Κώστα Ελευθερίου σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία των κομμάτων.
Με αφορµή το νέο του βιβλίο «Το πολιτικό κόµµα», το οποίο θα κυκλοφορήσει αυτή την εβδοµάδα από το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, αναζητήσαµε τον Κώστα Ελευθερίου, διδάσκοντα Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και συντονιστή του κύκλου πολιτικής ανάλυσης του ΕΝΑ, για να συζητήσουµε σχετικά µε το δαιµονοποιηµένο πολιτικό υποκείµενο των καιρών µας.
Τι είναι το πολιτικό κόµµα;
Μια διαρκής και καταστατικά τυπική οργάνωση η οποία διαρθρώνεται από το κεντρικό στο περιφερειακό επίπεδο, στρατολογεί µέλη και προσελκύει υποστηρικτές, αναδεικνύει το κατάλληλο πολιτικό προσωπικό και διαµορφώνει τις κατάλληλες πολιτικές προτάσεις για να διεκδικήσει και να ασκήσει την πολιτική εξουσία. Λίγο ως πολύ σε αυτό τον ορισµό εµπεριέχονται όλα τα στοιχεία που συνέχουν τη φυσιογνωµία και κατοχυρώνουν τη λειτουργική ιδιαιτερότητα του κοµµατικού θεσµού. Είναι ο κατεξοχήν εκφραστής της πολιτικής εκπροσώπησης, συνδέοντας το κράτος (και το πολιτικό σύστηµα) µε την κοινωνία και τα αιτήµατά της, άλλοτε ως παράγοντας ενσωµάτωσης και άλλοτε ως παράγοντας ανατροπής. Η γένεση του κοµµατικού φαινοµένου είναι συνυφασµένη µε την ανάπτυξη της νεωτερικής πολιτικής και των κοινοβουλευτικών θεσµών και µε τον συνακόλουθο εκδηµοκρατισµό τους, καθώς και µε την ανάπτυξη της οργανωµένης συλλογικής δράσης και των καπιταλιστικών κοινωνιών εν γένει.
Μπορεί ένα κόµµα να υπηρετεί το συµφέρον του συνόλου σε µια βαθιά ταξική κοινωνία;
Ναι, µπορεί. Λόγω της ικανότητας που έχει να ενοποιεί τα διάχυτα αιτήµατα σε πολιτικά προγράµµατα. Τα κόµµατα πάντοτε επιδίωκαν να διαµορφώσουν τις κατάλληλες κοινωνικές συµµαχίες που θα τους επέτρεπαν να διεκδικήσουν την εξουσία ή να διευρύνουν την εκλογική τους επιρροή. Ωστόσο οποιοδήποτε κυβερνητικό αίτηµα για να είναι νοµιµοποιηµένο και εντέλει βάσιµο πρέπει να συνιστά µια προγραµµατική πρόταση που αναφέρεται στη γενική κατάσταση µιας δοσµένης κοινωνίας, ακόµη κι αν στην υλοποίησή του λειτουργήσει λίγο περισσότερο υπέρ µιας συγκεκριµένης κοινωνικής συµµαχίας. Για να το πούµε αλλιώς, το κόµµα οφείλει να παρουσιάζει στην κοινωνία µια ιδεολογικά θεµελιωµένη ερµηνεία του γενικού συµφέροντος, προβάλλοντας ένα συγκεκριµένο όραµα περί του τι είναι «δίκαιη κοινωνία».
Στη µελέτη σας αναφέρετε ότι «δεν µπορεί να υπάρξει δηµοκρατία χωρίς πολιτικά κόµµατα». ∆εν θα µπορούσε να υπάρξει δηµοκρατία χωρίς κόµµατα;
Τα κόµµατα είναι δεµένα µε την εµπειρία της νεωτερικής δηµοκρατίας. Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι η διαµόρφωση των φιλελεύθερων δηµοκρατικών θεσµών αλλά και η εµβάθυνση της συµµετοχής των πολιτών στις διαδικασίες τους διήλθαν µέσα από την κοµµατική παρέµβαση, µέσα από την προνοµιακή θέση του κοµµατικού θεσµού στη σχέση κράτους και κοινωνίας. Προφανώς και τα πράγµατα δεν είναι στατικά ούτε αµετακίνητα. Ο κοµµατικός θεσµός εξακολουθεί να αναπαράγεται διαµέσου των υλικών προϋποθέσεων της νεωτερικότητας· παρά ταύτα, ο µετασχηµατισµός αυτών των προϋποθέσεων µπορεί να µεταβάλει και τον τρόπο µε τον οποίο τελείται η εκπροσώπηση ή οργανώνεται η δηµοκρατία. ∆εν υπάρχει κάποιο ουσιοκρατικό περιεχόµενο στον ρόλο του κόµµατος· είναι προϊόν ιστορικών συνθηκών και εάν αυτές εκλείψουν, είναι πιθανό να εκλείψει και το ίδιο και να πάρει τη θέση του κάποια άλλη πολιτική ή συλλογική µορφή.
Για πολλούς τα κόµµατα δεν είναι παρά απρόσωποι µηχανισµοί που αποκλείουν τους πολίτες από κρίσιµες αποφάσεις που αφορούν τη ζωή τους.
Αυτή ήταν µια βασική αντικοµµατική κριτική που λειτούργησε σαν βάση για τον λεγόµενο σιδερένιο νόµο της ολιγαρχίας του Ρόµπερτ Μίχελς, όπου χαρακτηριστικό των κοµµατικών οργανώσεων είναι η αναπόφευκτη συγκρότηση ενδιάµεσων και επαγγελµατοποιηµένων γραφειοκρατικών στρωµάτων µε ιδιοτελή συµφέροντα, που διαµεσολαβούν τη σχέση κοµµάτων και κοµµατικών βάσεων. Από την άλλη πλευρά, τα κόµµατα επειδή δεν επιθυµούν να ασκήσουν πίεση στην εξουσία όπως θα έκανε ένα συνδικάτο, αλλά διεκδικούν την άσκηση της εξουσίας λειτουργούν σαν µηχανισµός εµπλοκής των πολιτών στη διαµόρφωση πολιτικών προγραµµάτων ή και πολιτικών και εντέλει στην άσκηση εξουσίας. Το κλειδί είναι η εσωκοµµατική δηµοκρατία. Εφόσον αυτή οργανώνεται λειτουργικά, περιεκτικά και ουσιαστικά, τότε διαµέσου του κόµµατος ο πολίτης µπορεί να επηρεάσει καταστάσεις. Βέβαια, τις τελευταίες δεκαετίες η τάση είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση, της συρρίκνωσης της εσωκοµµατικής δηµοκρατίας. Αυτό αποτελεί βασική εκδήλωση της λεγόµενης κρίσης των κοµµάτων που τα καθιστά αποδέκτες µιας ολοένα διευρυνόµενης κοινωνικής δυσπιστίας.
Συναντάµε την «ελληνική ιδιαιτερότητα» και στην περίπτωση των κοµµάτων;
Είναι γεγονός πως η προσέγγιση περί «ελληνικής ιδιαιτερότητας» ή «ελληνικού εξαιρετισµού» προσηµειώνει (και όχι πάντοτε προς ωφέλειά της) την εγχώρια κοινωνική επιστήµη. Είναι σαφές ότι υπάρχουν εθνικές ιδιαιτερότητες –όχι µόνο στην Ελλάδα– που καθορίζουν τον χαρακτήρα του κοµµατικού φαινοµένου. Στα καθ’ ηµάς, η ανάπτυξη µαζικών κοµµατικών οργανώσεων είναι ύστερο φαινόµενο που συνδέθηκε µε τη µετάβαση στη δηµοκρατία το 1974 και εν γένει µε το εγχείρηµα του εκδηµοκρατισµού. Ή ο ιδιαίτερος τρόπος κατοχύρωσης της καθολικής αντρικής ψηφοφορίας τον 19ο αιώνα, διαµέσου της θεσµοποίησης των προεπαναστατικών δικτύων πατρονίας, καθυστέρησε για πολλές δεκαετίες την ανάδειξη οργανωµένων κοµµάτων. Παρά ταύτα, θα ήταν λάθος να επικρατήσει απόλυτα µια αντίληψη περί ελληνικού εξαιρετισµού, καθώς τα σχήµατα της θεωρίας των κοµµάτων συνιστούν αυτονόητες και γόνιµες αφετηρίες για τη µελέτη του ελληνικού κοµµατικού φαινόµενου. Τα ελληνικά κόµµατα µοιράζονται πολύ περισσότερα πράγµατα µε τα κόµµατα του εξωτερικού απ’ ό,τι νοµίζουµε.
Το βιβλίο «Το πολιτικό κόμμα» του Κώστα Ελευθερίου θα κυκλοφορήσει αυτή την εβδομάδα από τις εκδόσεις του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ