Η νέα μετάλλαξη του κορονοϊού SARS-CoV-2 που πρωτοεμφανίσθηκε στη Βρετανία και αργότερα ανιχνεύθηκε σε αρκετές ακόμη χώρες, αν και μεταδίδεται πιο εύκολα, δεν φαίνεται να προκαλεί πιο σοβαρή νόσο Covid-19 σε σχέση με τις άλλες μεταλλάξεις του ιού, σύμφωνα με μια νέα έρευνα Βρετανών επιστημόνων.
Η μελέτη του αγγλικού οργανισμού δημόσιας υγείας Public Health England συνέκρινε 1.769 ανθρώπους που μολύνθηκαν με τη νέα μετάλλαξη, με ισάριθμα άτομα που μολύνθηκαν από άλλα στελέχη του κορονοϊού. Οι δύο ομάδες, με διάμεση ηλικία τα 35 χρόνια, είχαν μεγάλες ομοιότητες από άποψη ηλικίας, φύλου, τόπου διαμονής και χρόνου διενέργειας διαγνωστικού τεστ.
Από τους 42 ανθρώπους που εισήχθησαν στο νοσοκομείο, οι 16 (ποσοστό 0,9%) ανήκαν στην πρώτη ομάδα της νέας μετάλλαξης, ενώ οι 26 στη δεύτερη (ποσοστό 1,5%). Από άποψη σοβαρότητας της λοίμωξης, η οποία μελετήθηκε σε 1.340 και 1.360 άτομα των δύο ομάδων αντίστοιχα, δεν υπήρχε ιδιαίτερη διαφορά, καθώς πέθαναν 12 άτομα της πρώτης ομάδας (ποσοστό 0,89%), έναντι δέκα της δεύτερης (0,73%).
«Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης δεν βρήκαν στατιστικά σημαντική διαφορά στις νοσηλείες και στη θνητότητα σε βάθος 28 ημερών ανάμεσα στις δύο ομάδες», συμπέραναν οι ερευνητές, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters. Επίσης, δεν διαπιστώθηκε σημαντική διαφορά, όσον αφορά την πιθανότητα επαναλοίμωξης με τη νέα μετάλλαξη, σε σχέση με τις υπόλοιπες (δύο περιπτώσεις στην πρώτη ομάδα, έναντι τριών στη δεύτερη).
Από την άλλη, το ποσοστό δευτερογενών λοιμώξεων ή η αναλογία των στενών επαφών των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων που στη συνέχεια μολύνονται και οι ίδιοι, είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση όσων έχουν μολυνθεί με τη νέα μετάλλαξη του κορονοϊού (15,1%), σε σχέση με τις άλλες μεταλλάξεις (9,8%) γεγονός που συνιστά ένδειξη για αυξημένη μεταδοτικότητα της νέας μετάλλαξης.
ECDC
Στο μεταξύ, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) έδωσε στη δημοσιότητα μια νέα έκθεση του σχετικά με τον κίνδυνο εξάπλωσης της νέας μετάλλαξης στην Ευρώπη. Μεταξύ άλλων, η έκθεση αναφέρει ότι:
* Οι ιοί υφίστανται συνεχώς μεταλλάξεις, συνεπώς η εμφάνιση νέων μεταλλάξεων στον κορονοϊό είναι κάτι αναμενόμενο και από μόνο του δεν αποτελεί πηγή ανησυχίας, καθώς ο SARS-CoV-2 δεν αποτελεί εξαίρεση.
* Πολλές χιλιάδες μεταλλάξεις του νέου κορονοϊού ήδη κυκλοφορούν στον κόσμο και περισσότερες θα εμφανισθούν στο μέλλον, οι περισσότερες από τις οποίες πιθανότατα δεν θα έχουν την παραμικρή επίπτωση στη μεταδοτικότητα ή στη σοβαρότητα της νόσου.
* Έως τις 28 Δεκεμβρίου, η νέα μετάλλαξη (VOC 202012/01) βρέθηκε σε 13 ευρωπαϊκές χώρες και άλλες 11 εκτός Ευρώπης. Δεν συνδέονταν όλες οι περιπτώσεις με ταξίδια από/προς τη Βρετανία, συνεπώς δεν μπορεί να αποκλεισθεί πλέον η διαρκής κυκλοφορία της μετάλλαξης διεθνώς. Αναμένεται έτσι ότι τις επόμενες εβδομάδες θα ανακοινωθούν περισσότερες περιπτώσεις (σ.σ. ήδη οι ΗΠΑ μόλις βρήκαν το πρώτο κρούσμα στο Κολοράντο). Μέχρι στιγμής δεν έχει εντοπισθεί στην Ελλάδα.
* Μια άλλη μετάλλαξη (501.V2), η οποία συνδέεται με ταξίδια στη Νότια Αφρική, έχει επίσης βρεθεί στην Ευρώπη, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό (δύο μόνο επιβεβαιωμένα κρούσματα στη Βρετανία και ένα στη Φινλανδία).
* Πολλές μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη για να δοθούν απαντήσεις στα έως τώρα αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τις νέες μεταλλάξεις, όπως η επίπτωση τους στην πορεία της νόσου και στην αποτελεσματικότητα των εμβολιασμών.
* Τα ευρωπαϊκά κράτη καλούνται να κάνουν γενετικές αναλύσεις αντιπροσωπευτικών δειγμάτων από άτομα που έχουν διαγνωσθεί θετικά στον κορονοϊό, προκειμένου να εντοπίζουν έγκαιρα νέες μεταλλάξεις. Επίσης να συνεχίσουν να επιτηρούν τυχόν απότομες αλλαγές στη μεταδοτικότητα ή στη σοβαρότητα της Covid-19. Ακόμη, να συνιστούν την αποφυγή όλων των μη αναγκαίων ταξιδιών από και προς τις χώρες με πολλά περιστατικά της νέας μετάλλαξης.
Ο επικεφαλής επιστήμονας του ECDC Μάικ Κάτσπολ δήλωσε ότι «μολονότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι νέες μεταλλάξεις που ανιχνεύθηκαν, προκαλούν πιο σοβαρή νόσο, τα προκαταρκτικά ευρήματα δείχνουν πως μπορεί αυτές να είναι πιο μεταδοτικές. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος ότι θα υπάρξει περαιτέρω εξάπλωση αυτών των νέων μεταλλάξεων στην Ευρώπη, οδηγώντας σε περισσότερες νοσηλείες και θανάτους, καθώς και σε αυξημένη πίεση στα συστήματα υγείας. Είναι συνεπώς ουσιώδη τα μέτρα όπως η συνέχιση των μη φαρμακευτικών παρεμβάσεων, καθώς και οι βελτιωμένοι μηχανισμοί επιτήρησης, διάγνωσης, ιχνηλάτησης και ανίχνευσης».