Ενοχλούνταν πολύ με όσους εμφανίζονταν καθυστερημένα στα ραντεβού τους. «Αν δεν γνωρίζεις πού βρίσκεται κάποιος όταν σου λέει ότι θα είναι κάπου και δεν είναι, πώς μπορείς να τον εμπιστευτείς για οτιδήποτε άλλο;» είχε δηλώσει στο «Vanity Fair» το 2005, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του. Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι είχε πει τα μεγάλα «όχι» στη ζωή του από πολύ νωρίς. Ηταν παροιμιωδώς μοναχικός, στεκόταν από άποψη μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, δεν μιλούσε στα ΜΜΕ, δεν έκανε δημόσιες εμφανίσεις, δεν συμμετείχε στις παρουσιάσεις των βιβλίων του και του άρεσε περισσότερο να κάνει παρέα με επιστήμονες παρά με συγγραφείς – ο φυσικός κόσμος τον γοήτευε σε τέτοιο βαθμό ώστε ήξερε απέξω τις λατινικές ονομασίες εκατοντάδων ζώων και φυτών.
Ο Τσάρλι έγινε Κόρμακ
Γεννήθηκε στο Ρόουντ Αϊλαντ το 1933, το τρίτο από τα έξι παιδιά της καθολικής οικογένειάς του, η οποία είχε ρίζες στην Ιρλανδία. Οταν ήταν τεσσάρων ετών εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στο νότιο Νόξβιλ του Τενεσί, μια περιοχή όπου η φτώχεια περίσσευε. Οποιος δεν ζούσε σε παράγκα θεωρούνταν πλούσιος, πόσο μάλλον η οικογένεια ΜακΚάρθι η οποία έμενε σε ευρύχωρο σπίτι και είχε στη δούλεψή της οικιακές βοηθούς. Ο ΜακΚάρθι σιχάθηκε το σχολείο από την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του σε σχολική αίθουσα. Στο Πανεπιστήμιο του Τενεσί σπούδασε φυσική, ωστόσο ποτέ δεν πήρε πτυχίο. Παρότι το κανονικό όνομά του ήταν Τσάρλι, το άλλαξε σε Κόρμακ για να μην τον μπερδεύουν με τον εγγαστρίμυθο Τσάρλι ΜακΚάρθι. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το άλλαξε ως φόρο τιμής σε έναν Ιρλανδό βασιλιά.
Αγάπησε τη γραφή τόσο που για να της αφιερωθεί στερήθηκε για πολλά χρόνια τα υλικά αγαθά. Η δεύτερη σύζυγός του Ανι ΝτεΛάιλ περιγράφοντας τα οκτώ πρώτα χρόνια της κοινής ζωής τους στα τέλη της δεκαετίας του 1960 –τα οποία πέρασαν σε ακραία φτώχεια– είχε πει ότι ζούσαν σε στάβλο έξω από το Νόξβιλ και έκαναν μπάνιο στην κοντινή λίμνη. Ακόμη και τότε όμως ο ΜακΚάρθι δεν δεχόταν τα υπέρογκα ποσά που του πρόσφεραν για να μιλήσει για τα βιβλία του. Το πρώτο του ήταν το «The orchard keeper» (εκδόθηκε το 1965 από τον οίκο Random House) και το έγραψε την εποχή που εργαζόταν σε αποθήκη ανταλλακτικών για αυτοκίνητα στο Σικάγο.
Ωμή βία και σκοτάδι
Σε συνέντευξη που είχε δώσει το 1973 σε μια μικρή εφημερίδα, τη «The Kingsport Times-News» (την εποχή πριν από τη βράβευσή του με το Πούλιτζερ και το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ έδινε συνεντεύξεις σε μικρής εμβέλειας ΜΜΕ), είχε πει ότι η γραφή ήταν κάτι που του συνέβαινε σχεδόν ασυνείδητα: «Τα χέρια μου είναι αυτά που σκέφτονται, δεν πρόκειται περί συνειδητής διαδικασίας». Θεωρούσε ότι οι λέξεις έβγαιναν από μέσα του όταν ερχόταν η ώρα τους. «Δεν μπορώ να εξηγήσω» έλεγε «πώς γράφεται ένα μυθιστόρημα. Είναι σαν την τζαζ. Αποτέλεσμα της στιγμής».
Εφτιαξε το δικό του λογοτεχνικό σύμπαν στο οποίο εφάρμοσε τους προσωπικούς του γλωσσικούς κανόνες, οι οποίοι παρεμπιπτόντως προκαλούν πονοκέφαλο στους απανταχού μεταφραστές του. Μαζί με τον Ντον ΝτεΛίλο, τον Φίλιπ Ροθ και τον Τόμας Πίντσον αποτελούν την άτυπη αγία τετράδα της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Τα μυθιστορήματά του αποτελούν σπουδή στις ακραίες συνθήκες που επικρατούσαν στην Αγρια Δύση και στο γκροτέσκο πρόσωπο του αμερικανικού νότου (η «Τριλογία των συνόρων»: «Ολα τα όμορφα άλογα», με το οποίο έγινε γνωστός, «Το πέρασμα», «Πεδινές πολιτείες») και διακρίνονται για την αριστοτεχνική γραφή και την ωμή περιγραφή της βίας («Ματωμένος μεσημβρινός», «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους») σε κάθε μορφή: από βιασμούς και ξυλοδαρμούς μέχρι αποκεφαλισμούς, νεκροφιλία και κανιβαλισμό. Οχι από εντυπωσιοθηρία, αλλά ως ανάγκη για καταβύθιση στα σκοτάδια της ψυχής.
Ηρωές του όσοι από παιδιά γνώριζαν την προδιαγραμμένη μοίρα τους. Οσοι γεννήθηκαν στο περιθώριο ενός κόσμου που τους είχε αποκλείσει από την πρώτη κιόλας στιγμή που είδαν το φως του. «Δεν νοείται ζωή χωρίς αιματοχυσία. Πιστεύω πως η ιδέα ότι το ανθρώπινο γένος μπορεί να βελτιωθεί με κάποιον τρόπο, ότι όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά, είναι πραγματικά επικίνδυνη» είχε δηλώσει στους «New York Times» το 1992, αφήνοντας να διαφανεί μια κάποια μισανθρωπία – ή μήπως ένα είδος πικρής ειλικρίνειας για την ανθρώπινη φύση;
Ο Χάρολντ Μπλουμ θεωρούσε τον «Ματωμένο μεσημβρινό» το καλύτερο βιβλίο μετά το «Καθώς ψυχορραγώ» του Φόκνερ, ενώ ο κριτικός λογοτεχνίας Τζέιμς Γουντ έχει χαρακτηρίσει τον ΜακΚάρθι κολοσσιαία χαρισματικό συγγραφέα, τονίζοντας τον τρόπο που ενσωματώνει στη γραφή του την παράδοση του Σαίξπηρ, του Μέλβιλ, του Κόνραντ και του Φόκνερ. Το έργο του έγινε ευρέως γνωστό με τις κινηματογραφικές μεταφορές των μυθιστορημάτων του. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το κενό βλέμμα και τη φονική κουπ (αξεπέραστο το ισιωμένο καρέ με τη φράντζα) του Χαβιέ Μπαρδέμ στον ρόλο του ψυχρού εκτελεστή στο «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»; Ωστόσο, όσο καλογυρισμένη κι αν είναι η ταινία των Κόεν, δεν μπορεί να συγκριθεί με το νοσηρό παιχνίδι των προσεκτικά διαλεγμένων λέξεων του ΜακΚάρθι στο πρωτότυπο κείμενο.
Στα ελληνικά τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη, Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος (τα περισσότερα εξαντλημένα), ενώ πριν από λίγους μήνες εκδόθηκαν από τον οίκο Gutenberg τα δύο τελευταία βιβλία του, ο «Επιβάτης» και το «Stella Maris». Στις 3 Ιουλίου από τον ίδιο οίκο αναμένεται το «Τέκνο του Θεού».