Πιο παλιά ήταν η Μυρτώ. Μετά ήταν η Ελένη. Τώρα είναι η Σοφία.
Η αναγνωρισμένη Κεφαλονίτισα πρωταθλήτρια. Που πήρε το θάρρος να μιλήσει για κάτι που έγινε στα βάθη του χρόνου. Τότε που η καριέρα της συνεχώς γνώριζε δόξες και τιμές σε μια εποχή που η Ελλάδα «φούσκωνε» από υπερηφάνεια για τις ολυμπιακές τις επιδόσεις. Και κρατούσε την ανάσα της μπροστά στα νέα κατορθώματα των παιδιών της.
Οι εποχές αυτές-από πολλές απόψεις- έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Και τα πράγματα αισίως έχουν αλλάξει. Σχεδόν σύσσωμη η κοινωνία συντάσσεται με τις γυναίκες που εκφράζονται για την βιωματική πληγή της εξουσιομανούς και υδροκέφαλης ανδρικής βίας. Ευτυχώς θα πεί κανείς. Άραγε αναλογιζόμαστε τι θα γινόταν άλλοτε; Τέτοιες πράξεις θα έμεναν αφανείς, προκειμένου «να μην ξεσπάσει σκάνδαλο»… Διαπομπεύοντας το θύμα, μέσα σε έναν κυκεώνα αμφιβολιών και κατασυκοφάντησης, αφήνοντας ταυτόχρονα ανεξέλεγκτο τον θύτη.
Αλίμονο, πόσες τέτοιες ανάλογες επιθέσεις μένουν και σήμερα στην σιωπή; Πόσο αυτό το «πείραγμα που πειράζει» μένει μέσα σε τέσσερις τοίχους; Είτε οι θύτες είναι δημοφιλείς είτε όχι. Και αυτό γιατί στον κόσμο των καθημερινών ανθρώπων τα «θύματα» νιώθουν πολύ περισσότερο αδύναμα μπροστά στην εκδικητική μανία των αντίποινων του «δράστη».
Η κουλτούρα του βιασμού ίσως έχει έρθει η ώρα να αντιμετωπιστεί ως κοινωνική μάστιγα και όχι ως ένα απλό «πρόβλημα» διαπροσωπικών σχέσεων. Ως μια παγιωμένη εξουσιαστική αντίληψη «δυνατών-αδυνάτων» και όχι σαν μια συγκυριακή λανθάνουσα κατάσταση στην οποία μπορεί να έφταιγαν τα προκλητικά ντυσίματα ή το αλκοόλ.
Η δημόσια τοποθέτηση αφανών ή επιφανών θυμάτων είναι μια καλή αρχή.
Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός και εργάζεται στην δευτεροβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση