Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη της «Χορευτικής πανούκλας», το επισφαλές σήμερα και το δυστοπικό αύριο.
Το καλοκαίρι του 1518 και για διάστηµα µερικών εβδοµάδων σχεδόν ολόκληρη η πόλη του Στρασβούργου βρέθηκε –χωρίς ιδιαίτερο λόγο ή αφορµή– να χορεύει ανέλεγκτα στους δρόµους µέχρι θανάτου. Μετά τη βασισµένη σε αληθινή ιστορία «Απαγωγή της Τασούλας» ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μάρκελλος παρουσιάζει το δεύτερο έργο του «Χορευτική πανούκλα» στο Σύγχρονο Θέατρο, εµπνεόµενος από αυτό το πραγµατικό γεγονός, το οποίο παραµένει µέχρι σήµερα ένα από τα άλυτα µυστήρια της Ιστορίας.
Τι σας κίνησε το ενδιαφέρον σε σχέση µε το µυστηριώδες ιστορικό γεγονός;
Πριν από τέσσερα χρόνια διάβασα για πρώτη φορά στο διαδίκτυο ένα περιληπτικό άρθρο που αναφερόταν στο γεγονός. Αργότερα ήρθε στα χέρια µου ένα αγγλόφωνο βιβλίο του ιστορικού Τζον Γουόλερ, ο οποίος έχει ερευνήσει και επαναφέρει στο προσκήνιο το φαινόµενο της χορευτικής πανούκλας. Η ιδέα για τη συγγραφή του έργου ωρίµασε µέσα µου λίγους µήνες µετά την εµφάνιση της Covid-19. Πρόκειται για ένα από τα πλέον ακατανόητα και άλυτα µυστήρια της Ιστορίας, για το οποίο οι ιστορικοί και οι µελετητές δεν µπορούν ακόµη να δώσουν καµία πειστική εξήγηση. Το φαινόµενο υποχώρησε από µόνο του όσο άξαφνα είχε παρουσιαστεί. Στο µεταξύ η θρησκευτική και πολιτική εξουσία µε τη βοήθεια των γιατρών έκανε τα πάντα για να το καταστείλει, καθώς θεωρούσαν ότι διατάρασσε την κοινωνική γαλήνη και την ευταξία.
Ποιες ήταν οι πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις της χορεοµανίας;
Κατά το πέρασµα των αιώνων η εκκλησία, η ιατρική, η κοινωνιολογία και η ψυχολογία έχουν κατά σειρά επιχειρήσει να δώσουν µια οριστική ή έστω πειστική εξήγηση: µαγική επιρροή, θεϊκή τιµωρία, φιλόθρησκη µανία, ανωµαλία των σωµατικών υγρών, δηλητηρίαση από µύκητα που αποικεί στα σιτηρά και προκαλεί παραισθήσεις. Καµία όµως δεν έχει επικρατήσει. Η πλέον σύγχρονη ερµηνεία του φαινοµένου είναι πως η χορευτική πανούκλα του Στρασβούργου ήταν µια µαζική ψυχογενής αντίδραση στην καταπίεση, την ανέχεια, την εκµετάλλευση του λαού από την εκκλησία και τους ευγενείς.
Στο έργο αναπαριστάτε τα γεγονότα του Στρασβούργου;
Οχι, είναι µια προσωπική ανάγνωση του µεσαιωνικού συµβάντος, εστιασµένη στην εξέταση της δυναµικής των σχέσεων εξουσίας, την κριτική της αλληλεπίδρασης του ατόµου ως κοινωνικού και πολιτικού όντος, την οντολογική διάσταση µεταξύ της επιθυµίας της ελευθερίας και της αναγκαιότητας του συνανήκειν.
Την περίοδο της πανδηµίας ανέκυψαν ζητήµατα στον δηµόσιο λόγο σε σχέση µε την πολιτική εξουσία και τις απαγορεύσεις/περιορισµούς, την επιστήµη, τον ορθολογισµό των συστηµάτων του σύγχρονου κόσµου. Υπάρχουν οµοιότητες και αλληγορικά στοιχεία;
Εξαιτίας των αναλογιών της ιστορίας τού τότε και της σύγχρονης πραγµατικότητας (επιδηµία, φόβος, καταπίεση, ανέχεια) οι συνδηλώσεις που µπορεί να εκδηλωθούν στο κοινό προτού έρθει στην παράσταση διαβάζοντας ότι θα παρουσιαστεί µια τέτοια ιστορία στη θεατρική σκηνή είναι αναπόφευκτες. Ζώντας τα τελευταία χρόνια σε ένα εξίσου ακατανόητο και σκληρό κοινωνικό σκηνικό, βιώνοντας κάτι σαν πολιορκία του σώµατος (είτε από βιολογική είτε από πολιτική σκοπιά), δεν θα µπορούσε αυτή η ιστορία παρά να συνθέσει στον νου µου κάποιες αναλογίες. Ενιωσα λοιπόν την ανάγκη να µιλήσω µε όρους του ιστορικού χθες για το επισφαλές σήµερα και ίσως για το δυστοπικό αύριο. Εχοντας χάσει την εµπιστοσύνη µας στην πολιτική εξουσία ή την αυθεντία της επιστήµης ταυτιζόµαστε περισσότερο από ποτέ µε τους ακατάτακτους για την Ιστορία χορευτές του Στρασβούργου, οι οποίοι είδαν το σώµα τους να προβαίνει αυτοβούλως και ανέλεγκτα σε µια πράξη αντίστασης –έστω αντίδρασης– στην οποία η σκέψη ή η συνείδησή τους δεν θα τολµούσε να τους σπρώξει.
Τι σας γοητεύει στο θέατρο που συνοµιλεί µε τη σύγχρονη πραγµατικότητα;
Εχω την πεποίθηση ότι το καλό και ωφέλιµο θέατρο είναι εκείνο που αφουγκράζεται την εποχή µες στην οποία γεννιέται, που τη λαµβάνει υπόψη, που της απευθύνεται ευθέως, υπαινικτικά ή αλληγορικά, που την αναθεωρεί και την ανατέµνει µε αφορµή το οποιοδήποτε κλασικό, µοντέρνο ή µεταδραµατικό κείµενο. Ισως θα πρέπει να απαλλάξουµε το θέατρο από τις συλλογικές κορόνες που του αποδίδουν τον τίτλο της τέχνης της εντεταλµένης να «αλλάξει» ή να «βελτιώσει τον κόσµο», όµως την ίδια στιγµή δεν µπορούµε να παραγνωρίσουµε το γεγονός ότι στον µικρόκοσµο της σκηνής (καλλιτέχνες) και λίγο πέριξ αυτής (θεατές) έχει δοθεί ή θα δοθεί τουλάχιστον µια ευκαιρία να συνοµιλήσουµε µε ειλικρίνεια και µε ουσία για ζητήµατα κοινού ενδιαφέροντος. ∆εν απορρίπτω την έννοια του θεάµατος ούτε πιστεύω σε υψηλές αποστολές. ∆ιαισθάνοµαι πως το θέατρο ως τόπος αναπαράστασης/αφήγησης απλώς ενδιαφερουσών ιστοριών δεν έχει µέλλον σε µια κοινωνία που βιώνει αυτήν τη στιγµή που µιλάµε την αποτυχία του µοντέλου της σε ανθρωπιστικό και ιδεολογικό επίπεδο. Πιστεύω σε ένα θέατρο πάντοτε αναγκαίο, ευφραντικό, σκεπτόµενο, ειλικρινές και αντιληπτό, µακάρι προκλητικό και ανατρεπτικό.
INF0
Από τις 22/10 στο Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Γκάζι)