Φέτος συμπληρώνονται πέντε χρόνια χωρίς τον Θάνο Μικρούτσικο και η κόρη του, Κωνσταντίνα Μικρούτσικου, μοιράζεται μνήμες από τον σπουδαίο συνθέτη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 28 Δεκεμβρίου 2019.
Η πρώτη μνήμη που έχω από τον πατέρα μου είναι στο στούντιο στα Βριλήσσια να είμαστε μικρά με τη Σεσίλ, την αδερφή μου, και να μας κρατάει αγκαλιά τα πρωινά. Αργότερα όλοι οι τραγουδιστές και οι μουσικοί, οι συνεργάτες του, έρχονταν στο σπίτι μας για να δουλέψουν μαζί του. Θυμάμαι τον Σάκη Μπουλά να με κρατάει για να με ταΐσει, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου να μας χορεύει μπαλέτο στο σαλόνι, αλλά και μια Πρωτοχρονιά που περάσαμε με τον Βλάσση Μπονάτσο στο σπίτι της Αλίκης Βουγιουκλάκη, την εποχή του «Βίκτωρ – Βικτώρια».
Δεν ήταν καθόλου αυστηρός, αλλά είχε συγκεκριμένο τρόπο να βάζει τα όριά του. Παράδειγμα: Φώναζε η μάνα μου, η ηθοποιός Ειρήνη Ιγγλέση, να κοιμόμαστε τα μεσημέρια κι εκείνος έλεγε: «Γιατί να κοιμηθούν τα μεσημέρια; Αλλά το βράδυ, κορίτσια, να κοιμηθείτε νωρίς». Στην εφηβεία ήταν πολύ δίπλα μας και μας έδειχνε τι είναι σωστό και τι λάθος μέσα από τη δική του ζωή. Εκανα χρόνια χορό και ήθελα να γίνω χορεύτρια – χορογράφος. Με έβλεπε σε ερασιτεχνικές παραστάσεις που δίναμε ως παιδιά και ήταν πάντα πολύ ενθαρρυντικός. Αρκεί αυτό που θα αποφασίζαμε να κάνουμε να το κάναμε καλά.
Οταν ήταν υπουργός
Οταν είχε υπουργοποιηθεί ήταν δύσκολη περίοδος. Εγώ είχα λιποθυμήσει στο σχολείο. Ισως ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά είχε να κάνει και με το άγχος των ημερών. Ολο αυτό ήταν κάτι πολύ έξω απ’ ό,τι ήταν ο ίδιος. Θεσμικά όμως το «είχε», καθώς υπήρξε ο οραματιστής του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας. Ξέραμε ότι διέθετε δημιουργικό και ηγετικό τάλαντο στον πολιτισμό. Αυτό
όμως τον έβγαζε έξω απ’ το πρόγραμμα των προβών και των συναυλιών του. Την περίοδο που ήταν υπουργός Πολιτισμού είχε κανονίσει την Πρωταπριλιά να αποσταλεί δελτίο Τύπου ότι ανακαλύφθηκε ο τάφος του Σωκράτη. Μέναμε τότε στην οδό Μητσαίων στο Κουκάκι, όπου δίπλα μας υπήρχε «Η Ταβέρνα του Σωκράτη». Υποστήριζε πως εκεί ανακαλύφθηκε ο τάφος του. Πλάκωσαν δημοσιογράφοι έξω απ’ το σημείο και τράβαγαν βίντεο την ταμπέλα «Η Ταβέρνα του Σωκράτη». Εκείνη ακριβώς την περίοδο τον είχα ζήσει και σε απίστευτες εντάσεις, με το να προσπαθεί να δώσει στους άλλους να καταλάβουν τι ήθελε ακριβώς. Το έκανε με το κύρος του και τη σταθερότητα των απόψεών του. Ηταν γλεντζές και καλοφαγάς. Ξόδευε πολλά σε τραπεζώματα με φίλους, αφού πάντα κέρναγε. Ηθελε φουλ φαγητά και τα καλύτερα κρασιά. Δεν ήθελε να λείπει τίποτε.
Ολα τα μυστικά στον μπαμπά
Μνήμες τρομερές είχα κι από το Θέατρο Τέχνης, όπου έκανε πρόβες με τη μαμά μας. Η Ρένη Πιττακή, αδερφική φίλη της μητέρας μου, είναι η νονά της Σεσίλ, της μεγάλης αδερφής μου. Ο Θάνος έκανε άλλα δύο παιδιά με τη Μαρία Παπαγιάννη, την Αλεξάνδρα και τον Στέργιο, με τους οποίους μεγαλώσαμε μαζί. Ηταν εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους οι γονείς μου. Η μάνα μου ήταν αυστηρή και γι’ αυτό έλεγα όλα τα μυστικά μου στον μπαμπά μου. Συζητούσαμε ακόμη και τα αισθηματικά μας μαζί του, αλλά ποτέ δεν παρενέβαινε στις σχέσεις μας. Είχε έναν δικό του τρόπο να μας προστατεύει, χωρίς να μας ελέγχει.
Οταν έκανα σχέση με τον Χρήστο Θηβαίο δεν ήταν καθόλου αρνητικός, ίσα ίσα που με τον καιρό γίναμε κανονική οικογένεια. Από τη σχέση μου με τον Χρήστο ο Θάνος απέκτησε το πρώτο του εγγόνι, που του δώσαμε και το όνομά του. Γελούσαμε γιατί ήταν «Θου-Θου», «Θάνος Θηβαίος». Μεγάλο τσακωμό είχαμε όταν θέλησα να αφοσιωθώ περισσότερο στα προσωπικά μου και να αφήσω το επαγγελματικό κομμάτι. Πίστευε πως είχα πολλά να δώσω στην τέχνη του χορού και ότι δεν έπρεπε να ασχολούμαι με αμελητέα προσωπικά θέματα. Μου είχε γράψει ένα μεγάλο γράμμα στο οποίο έλεγε ότι τα μεγάλα πράγματα στη
ζωή είναι να είμαστε δημιουργικοί και παραγωγικοί. Ημουν πολύ μικρή όταν χώρισαν με τη μαμά, αλλά εκείνος ζούσε τα καλοκαίρια στην Πάτρα και πιο πριν στις Βρυξέλλες. Με το που γύρισε το ’86 έγινε το Φεστιβάλ Πάτρας, άρα έλειπε καθημερινά απ’ το σπίτι. Ηταν πάντα παρών με τον τρόπο του. Κράτησαν αδερφικές σχέσεις με τη μάνα μου, αφού πάντα ήταν δίπλα της στα δύσκολα. Οταν γέννησε η Μαρία Παπαγιάννη την ετεροθαλή αδερφή μου, την Αλεξάνδρα, το 1996, πολλές φορές έκανε babysitting στη μικρή η δική μου μαμά μαζί με εμάς. Οταν αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί, ήρθε φυσιολογικά το όλο πράγμα, αφού είχαμε συνηθίσει τη Μαρία κοντά μας.
Νέα πνοή στον Καββαδία
Σίγουρα ήμουν παρούσα σε πολλές ηχογραφήσεις, όπως σε κάποια session με τον Παπακωνσταντίνου και τον Ιωάννου όταν έγραφαν τη «Θάλασσα στη σκάλα». Κυρίως ήμουν σε όλη τη διεργασία με τον «Αμλετ της Σελήνης», καθώς μόλις τα είχαμε φτιάξει με τον Θηβαίο. Είχε και έχει μεγάλο αρχείο κασετών, όχι μόνο με δικά του κομμάτια. Μας έβαζε κι ακούγαμε το «The wall» των Pink Floyd, όπως και τους Dire Straits και τους Jethro Tull. Ηταν αμιγώς ροκάς, αφού μας έβαζε λιγότερο ν’ ακούσουμε κλασική μουσική ή έντεχνα ελληνικά.
Λάτρευε τον «Σταυρό του Νότου», το θεωρούσε το μεγαλύτερο έργο του ή ένα από τα σημαντικότερά του. Τον είχα ρωτήσει πως και το έγραψε τόσο νέος και μου απάντησε πως όλη του την έμπνευση την είχε προξενήσει το ποιητικό έργο του Νίκου Καββαδία. Του άρεσε που ξανάδινε ζωή στο έργο αυτό ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενορχηστρωτικά, ερμηνευτικά αλλά και με καινούργιες μελοποιήσεις του. Το κομμάτι «Μαρέα», ας πούμε, το είχε προσθέσει στο έργο μόλις το 2006.
Η αρχή του τέλους
Από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεών του μας φώναξε σπίτι και τα τέσσερα παιδιά του και μας το είπε με ψυχραιμία: «Εχω καρκίνο». Είχε τη βαθιά πίστη ότι θα νικούσε και όσο μπορούσε θα το πάλευε χωρίς αυτό να του αλλάξει τη ζωή. Τον Σεπτέμβρη του 2019, τρεις μήνες προτού «φύγει», καταλάβαμε πως θα ερχόταν το μοιραίο. Εκανε μια μικροεπέμβαση και τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά. Υπήρξαν μεταστάσεις και χρειάστηκε να νοσηλευτεί για πρώτη φορά, μια νοσηλεία που κράτησε τρεις μήνες μέχρι να «φύγει». Δεν θα ξεχάσω το χιούμορ που έδειχνε αναφορικά με την κατάστασή του. Τον Ιανουάριο του ’19 τού τηλεφωνώ στη γιορτή του και του λέω «έλα, μπαμπά, χρόνια πολλά» και μου λέει μειδιώντας: «Ε, δεν νομίζω»… Οπότε, όσο πλησίαζε στο τέλος, είχε το σθένος να αυτοσαρκάζεται κιόλας. Δεν το έμαθα απ’ άλλον ότι «έφυγε». Ενώ ζω στα Χανιά, ήμουν κάθε μέρα στο πλευρό του. Την ώρα που άφηνε την τελευταία του πνοή τον κρατούσα. Είναι κάθε μέρα, κάθε δευτερόλεπτο στη σκέψη μου. Ενα περίεργο πράγμα, επειδή ήταν αυτός που ήταν, ακούω στο ραδιόφωνο το ένα στα δέκα τραγούδια να είναι δικό του. Τυχαίνει ν’ ακούω συνέχεια τη φωνή του. Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου που μπορώ ν’ ακούω κάθε στιγμή ηχογραφημένη τη φωνή του πατέρα μου. Στην τελευταία συναυλία του τον άκουγα να τραγουδάει και να παίζει στο πιάνο τούς «Εφτά νάνους στο S/S Cyrenia» κι ήθελα να κρατήσω τη στιγμή ως τη δική του ύστατη στιγμή.