Κόμπι Μπράιαντ: «Θέλω να καταφέρω πολλά στη ζωή μου» – Μια εισαγωγή στη βιογραφία του

Κόμπι Μπράιαντ: «Θέλω να καταφέρω πολλά στη ζωή μου» – Μια εισαγωγή στη βιογραφία του

Ο βετεράνος δημοσιογράφος Ρόλαντ Λέιζενμπι γνώριζε τον Κόμπι Μπράιαντ όσο ελάχιστοι άλλοι. Πριν από 4 χρόνια, έγραψε τη βιογραφία του με τίτλο Showboat, η οποία, όπως μαρτυρά και ο τίτλος της (σημαίνει «φιγουρατζής»), δεν θυμίζει σε τίποτε αγιογραφία. 

Το Documento δημοσιεύει τον πρόλογο του βιβλίου, μέσα από τον οποίο φωτίζεται εύγλωττα ο χαρακτήρας του αδικοχαμένου αστέρα. 

Το βιβλίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά με τίτλο: «Kobe Bryant – Στον Κόσμο Του», από τις εκδόσεις MVPublications:

«Στην αρχή έμοιαζε με παιδί που του άρεσε μόνο η πλάκα. Αυτή η εντύπωση ήταν φυσικά απατηλή. Ο Κόμπι Μπιν Μπράιαντ χρειάστηκε να δουλέψει σκληρά μέχρι να αποδείξει ότι δεν σήκωνε χωρατά.

Ιδίως στην παρθενική του χρονιά στο ΝΒΑ.

Ήμουν παρών, τη βραδιά που πέτυχε το πρώτο του καλάθι, ένα τρίποντο, στο Σάρλοτ Κολισέουμ, τον Δεκέμβριο του 1996.

Μπήκε χοροπηδώντας στα αποδυτήρια μετά το ματς και με χαιρέτισε με κάτι τσαλιμάκια, μία μάγκικη χειραψία, ένα τραβολόγημα και μία χειρονομία σαν νύχια γάτας. Δεν ήξερε ούτε το όνομά μου. Μπροστά του είχε έναν άγνωστο τύπο με σημειωματάριο και κασετοφωνάκι. Ένιωθε όμως έτοιμος για να συστηθεί στον υπόλοιπο κόσμο.

Αργότερα την ίδια σεζόν, καθίσαμε οι δυό μας σε ένα άδειο αποδυτήριο στο Κλίβελαντ, όσο σκότωνε την ώρα, μέχρι να ξεκινήσει ο διαγωνισμός καρφωμάτων του επετειακού, 50ού All-Star Weekend του ΝΒΑ. Συζητήσαμε το στάτους του ως εικονίσματος μίας γενεάς νέων ταλέντων που έμπαιναν στο ΝΒΑ, σε τρυφερή πολλές φορές ηλικία, της νεαρότερης φουρνιάς στην ιστορία της Λίγκας. Μου μίλησε για τις δυσκολίες, τις προσδοκίες, τους κινδύνους και τους πολλούς υφάλους που καραδοκούσαν στο απέραντο, κακόφημο Λος ‘Άντζελες για να εκτροχιάσουν έναν αθλητή μόλις 18 ετών.

Ομολόγησε ότι επηρεάστηκε βαθιά στα 13 του από την ανακοίνωση του Μάτζικ Τζόνσον σχετικά με τον ιό ΗIV και υποσχέθηκε να αποφύγει τους πειρασμούς που οδήγησαν τον Τζόνσον στο ίδιο κρεβάτι με 300-500 άτομα ετησίως.

«Για εμένα, τα πράγματα είναι απλά», μου είπε ο Μπράιαντ. «Θέλω να καταφέρω πολλά στη ζωή μου».

Και πράγματι, λίγα λεπτά αργότερα διέκοψε τη χαλαρή και περισπούδαστη συζήτησή μας, για να ξεκινήσει τις εναέριες πτήσεις που θα του χάριζαν τον τίτλο του πρωταθλητή των καρφωμάτων. Αυτή η διάκριση άναψε το φιτίλι της ήδη πυρωμένης φιλοδοξίας του.

Την επόμενη σεζόν ψηφίστηκε στην αρχική πεντάδα του All-Star Game, μολονότι δεν ήταν καν βασικός στους Λέικερς. Ακολούθησε η καταστροφική περίοδος του 1999, όταν ο ιδιοκτήτης της ομάδας, Τζέρι Μπας, διέλυσε μια προικισμένη με εξαιρετικό ταλέντο ομάδα, η οποία φαινόταν να βαδίζει προς αδιέξοδο.

Μέσα στο χάος της τρίτης του χρονιάς, ο Μπράιαντ ήταν ένας χαμένος στο διάστημα, μοναχικός και απογοητευμένος νέος 20 χρονών.

«Δεν θέλω τίποτε άλλο, παρά μόνο να γίνω το αφεντικό», μου είπε, επιβεβαιώνοντας τη στοχοπροσήλωσή του προς την κατάκτηση της κορυφής του ΝΒΑ. «Δεν ξέρω πώς θα το κατορθώσω, αλλά πρέπει να βρω τον τρόπο».

Και τον βρήκε, όσο απίθανο και αν ακουγόταν κάτι τέτοιο τότε. Καθώς πλησίαζε στο φινάλε της καριέρας του το 2016, ο Μπράιαντ μελέτησε τα στατιστικά που συσσώρευσε σε βάθος εικοσαετίας και δήλωσε ότι είχε κερδίσει «μία θέση στο ίδιο τραπέζι με τους κορυφαίους του αθλήματος». Το 2015 ξεπέρασε το είδωλό του, τον Μάικλ Τζόρνταν, και αναρριχήθηκε στην τρίτη θέση των σκόρερς όλων των εποχών, πίσω από τον Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ και τον Καρλ Μαλόουν. Το πιο σημαντικό, οδήγησε τους Λέικερς σε 5 τίτλους, εμφανίστηκε 18 φορές στις ομάδες Αll-Star και κέρδισε δύό χρυσά μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες.

Παρ’ όλο που εκείνο το βράδυ στο Κλίβελαντ τόνισε ότι δεν γνώριζε τον δρόμο προς την κορυφή, υιοθέτησε την κατεύθυνση που εξαρχής υποψιαζόταν ως σωστή. Θα έφτανε στην πρωτιά μέσα από σκληρή δουλειά. Απτόητος από τις δυσκολίες και ακούραστος μπροστά στις προκλήσεις, θα έδινε τα πάντα κάθε βράδυ, σε κάθε αγώνα, ώσπου να κυριαρχήσει. Ήταν αποφασισμένος να χύσει περισσότερο ιδρώτα από οποιονδήποτε ανταγωνιστή.

Το ρεκόρ της αδιάλειπτης, 20ετούς παραμονής στην ίδια ομάδα του ΝΒΑ αποδεικνύουν ότι ο Μπράιαντ, απόμακρος και ασυμβίβαστος, αποτελεί το μεγάλο αίνιγμα του επαγγελματικού αθλητισμού της Αμερικής. Είναι μακράν του δεύτερου ο πιο ανταγωνιστικός αθλητής στην ιστορία του μπάσκετ, ένας άνθρωπος που με το πέρασμα των χρόνων απέκτησε φήμη ως απόλυτος μετρ της μελέτης και εντατικής προετοιμασίας.

Το μυαλό του επικεντρωνόταν σε λεπτομέρειες που άφηναν άφωνους όσους τον περιτριγύριζαν. Η προσωπική του ζωή εξελίχθηκε με τη σειρά της σε μηχανή που παρήγαγε ατέρμονες συγκρούσεις, σχεδόν όλες προϊόντα της επιθυμίας του για απόλυτη κυριαρχία στο παρκέ.

Με κάθε μέρα και με κάθε αγώνα που περνούσε, για δύο ολόκληρες δεκαετίες, μέσα από τραυματισμούς, βάσανα και αμέτρητες κατεστραμμένες προσωπικές σχέσεις, δεν υπήρξε τίμημα ικανό να τον πτοήσει μπροστά στον στόχο του μεγαλείου.

Στην πορεία, ο Μπράιαντ άκουσε ξανά και ξανά να τον περιγράφουν ως «τον μπασκετμπολίστα που διχάζει περισσότερο από κάθε άλλον». Στη λαϊκή βάση του ΝΒΑ, τεράστια πλήθη φιλάθλων τον λάτρεψαν και τον μίσησαν σε ίσο βαθμό.

Από τα παιδικά χρόνια του Κόμπι, ο πατέρας του, παλαίμαχος παίκτης του ΝΒΑ Τζο «Τζέλιμπιν» Μπράιαντ, φρόντισε να του εμφυσήσει εξαιρετική αυτοπεποίθηση. Αυτή έμελλε να γίνει το σήμα κατατεθέν του, πάνω από ο,τιδήποτε άλλο.

Η αδιάσειστη, αδιαπέραστη σιγουριά του ήταν το ένα προσόν στο οποίο ο Κόμπι υπερτερούσε καθαρά των συνομηλίκων του: «Δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να συγκριθεί μαζί του σε αυτόν τον τομέα», τόνισε ο ψυχολόγος Τζορτζ Μάμφορντ, ο οποίος συνεργάστηκε εντατικά όχι μόνο με τον Μπράιαντ, αλλά και με τον Τζόρνταν.

Αυτή η υπεροψία βοήθησε τον Μπράιαντ να υπερνικήσει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στο ΝΒΑ ως τινέιτζερ, να κερδίσει τις μάχες που έδινε με συμπαίκτες και προπονητές, να αφήσει πίσω του τις κατηγορίες για βιασμό που αντιμετώπισε το 2003, να αντέξει τις συγκρούσεις και την αποξένωση με τους γονείς του και να ξεπεράσει τους σοβαρούς τραυματισμούς που τον έπληξαν τα τελευταία χρόνια της καριέρας του.

Ήταν η ραχοκοκκαλιά της παράστασης που τον οδήγησε στους 81 πόντους, το λίπασμα για τα ουκ ολίγα νικητήρια καλάθια που πέτυχε, η εξήγηση για τα πολυάριθμα σουτ που επιχειρούσε ακόμα και στην κακή του βραδιά. Σύμφωνα με τον Μάμφορντ, στην ίδια αυτοπεποίθηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η ανοσία του Μπράιαντ στον πόνο, όταν άλλοι παίκτες, με παρόμοιους τραυματισμούς, παρακολουθούσαν τους αγώνες με πολιτικά.

Από αυτήν προέκυψε και ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας: «Showboat», φιγουρατζής, μπριόζος, επιδειξιομανής, αρτίστας. Ήταν το παρατσούκλι που του κόλλησε ο Σακίλ Ο’Νηλ, όταν ο Μπράιαντ ήταν ακόμα ένας ρούκι, πρόθυμος να επιδείξει τις ικανότητές του στα καρφώματα και στο σκοράρισμα μέσα από το «ζωγραφιστό».

Ο Μπράιαντ μισούσε με πάθος αυτό το παρατσούκλι. Πίστευε ότι ήταν υποτιμητικό και ότι τον παρουσίαζε ως αθλητή δίχως ακεραιότητα, περιγραφή που παλαιότερα συνόδευε ψιθυριστά το βιογραφικό του πατέρα του. Ωστόσο, το ίδιο προσωνύμιο προδίδει και την έρωτα για το μπάσκετ που μοιράζονταν ο Κόμπι με τον μπαμπά του, καθώς και την αγάπη τους προς το θέαμα και την επίδειξη.

«Ο πατέρας μου ήταν μπασκετμπολίστας, οπότε μεγάλωσα με την πορτοκαλί μπάλα στο αίμα μου από μικρό παιδί», εξήγησε ο Κόμπι. «Μου άρεσαν και άλλα σπορ, αλλά κανένα δεν μου προξενούσε την ίδια ευχαρίστηση με το μπάσκετ»

Μικρό παιδί, ο Κόμπι ξόδεψε ατελείωτες ώρες παρακολουθώντας τις παραστάσεις του πατέρα του στο ιταλικό Πρωτάθλημα, όπου κατέφυγε ο «Τζέλιμπιν» Μπράιαντ μετά την πρόωρη κατάρρευση της επαγγελματικής του καριέρας στην Αμερική.

«Μου άρεσε να παρακολουθώ τις αντιδράσεις των φιλάθλων στις χαρισματικές ενέργειές του όταν έπαιζε», μου είπε κάποτε ο Κόμπι. «Και ήθελα να μοιραστώ μαζί του αυτό το συναίσθημα».

Ο Σαμ Ράινς, προπονητής του Κόμπι στα πρώτα, ερασιτεχνικά βήματά του, κατάλαβε ότι ο μικρός ξεχείλιζε από πάθος.

«Τρελαινόταν να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ντυνόταν σαν μπασκετμπολίστας, περπατούσε σαν μπασκετμπολίστας, μιλούσε σαν μπασκετμπολίστας. Το καλοκαίρι μετά τη δεύτερη χρονιά του, ήταν πια ένας απίστευτος σόουμαν, ειδικευμένος στην ψυχαγωγία του πλήθους».

Το alter ego του Φιγουρατζή ήταν το «Μαύρο Μάμπα», το παρατσούκλι που ο Μπράιαντ σκαρφίστηκε για τον εαυτό του, ως αντίδοτο στην λαϊκή κατακραυγή όταν του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση. Ο Μπράιαντ χρησιμοποίησε το φονικό φίδι από τις ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο ως ιδανική ενσάρκωση της δικής του, εξίσου αδυσώπητης, επιθετικότητας.

Αργότερα, βάλθηκε να παρομοιάζει τον εαυτό του ως «κακό», που διοχετεύει την ανταγωνιστική του φύση σε δημιουργικά μονοπάτια. Ο Κόμπι γέλασε σαρδόνια, όταν άκουσε τον τέως συμπαίκτη του, Στηβ Νας, να τον χαρακτηρίζει «γαμημένο καριόλη», στην εκπομπή Real Sports του ΗΒΟ.

«Αυτή η περιγραφή είναι ακριβής», παραδέχθηκε.

Μολονότι ο Κόμπι υιοθετούσε πρόθυμα την ταυτότητα του δύστροπου και απαιτητικού ανταγωνιστή, μαλάκωσε αισθητά στη διάρκεια της εξαιρετικά δύσκολης σεζόν 2015-6, όταν το παρατεταμένο του κατευόδιο προς το ΝΒΑ βρήκε τους Λέικερς να χάνουν το ένα παιχνίδι μετά το άλλο.

Αν μη τι άλλο, ο τελευταίος αγώνας του Μπράιαντ στο ΝΒΑ τον Απρίλιο του 2016 συνδύασε τον έρωτα του για το παιχνίδι με το «φιγουρατζίδικο» στοιχείο. Ακατάβλητος από την εξάντληση, ολοκλήρωσε την καριέρα του με ένα ηχηρό θαυμαστικό, σκοράροντας απανωτά καλάθια και οδηγώντας με 60 προσωπικούς πόντους τους Λέικερς σε μία εκπληκτική ανατροπή απέναντι στη Γιούτα Τζαζ.

Σε πρώτη ανάγνωση, δεν ήταν παρά ένας αδιάφορος αγώνας στο τέλος μίας απογοητευτικής σεζόν, για δύο ομάδες αποκλεισμένες από τα πλέι-οφ. Με κάποιον μαγικό τρόπο, η στιγμή έλαβε ξεχωριστή διάσταση και μεταμορφώθηκε σε εορτασμό της ερωτικής σχέσης ανάμεσα στον Μπράιαντ και τους φιλάθλους των Λέικερς.

Το κοινό στο Λος Άντζελες τον λάτρεψε για την ικανότητά του να παράγει μαγεία ανά πάσα στιγμή. Για πολλά χρόνια, αυτός ήταν το έμβλημα του αθλητισμού της πόλης. Τώρα που τα προσόντα του είχαν αισθητά περιοριστεί, βρήκε τρόπο για να κλείσει το αποχαιρετιστήριο κεφάλαιο με το πλέον θεατρικό ανκόρ, ντυμένος με το μανδύα του απόλυτου σόουμαν, σε μία πόλη που εξιδανικεύει το γκλάμουρ περισσότερο από κάθε άλλην.

Στις σελίδες που ακολουθούν, θα προσπαθήσω να καταγράψω τη συναρπαστική του ιστορία, προς γνώση και συμμόρφωση πολλές φορές, μέσα από τα βλέμματα πολλών ανθρώπων που στάθηκαν δίπλα του στο πέρασμα των χρόνων.

Ο Μπράιαντ ήταν μόλις 38 ετών όταν κυκλοφόρησε αυτή η βιογραφία, το 2016. Μπροστά του ανοιγόταν μία νέα καριέρα μετά το μπάσκετ. Δημιούργησε αρκετές εταιρίες επικοινωνίας, ελπίζοντας ότι θα διοχετεύσει τη δημιουργικότητά του στη συγγραφή και την παραγωγή. Όποιο μονοπάτι και αν ακολουθήσει, ασφαλώς θα παραμείνει φιλόδοξος, ατρόμητος μπροστά στις κραυγαλέες προκλήσεις, αποφασιστικός στις επιδιώξεις του.

Ελπίζω λοιπόν, ότι θα ξεκινήσει κάθε εγχείρημα με τον ίδιο τρόπο που γιόρτασε εκείνο το πρώτο του τρίποντο, στη Σάρλοτ. Με ένα επινίκιο τσαλιμάκι και με τα λαμπερά του μάτια ανοιχτά προς το μέλλον.»

Διαβάστε επίσης: Κόμπι Μπράιαντ: Αυτά είναι τα εννέα θύματα της τραγωδίας

Διαβάστε επίσης: Σοκ στο ΝΒΑ: Σκοτώθηκε ο Κόμπι Μπράιαντ σε συντριβή ελικοπτέρου – νεκρή και μία κόρη του (videos – εικόνες)

Documento Newsletter