Την περασμένη εβδομάδα το Documento δέχτηκε τηλεφωνήματα διαμαρτυρίας από δύο αναγνώστες του με στεγαστικά δάνεια τα οποία είχαν υπαχθεί στο πρόγραμμα «Γέφυρα Ι». Με το πρόγραμμα αυτό, που έληξε τον Σεπτέμβριο, επιδοτήθηκε για εννέα μήνες η μηνιαία δόση στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων για 73.000 πληγέντες από την πανδημία, με ενέχυρο την πρώτη κατοικία.
Στις 11 Σεπτεμβρίου στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε την παράταση του προγράμματος «Γέφυρα Ι» για τρεις μήνες ακόμη, συνεπώς οι αναγνώστες μας περίμεναν ότι η επιδότηση θα συνεχιζόταν κανονικά. Με μεγάλη έκπληξη ωστόσο στις ειδοποιήσεις πληρωμής που έλαβαν στα τέλη Σεπτεμβρίου –15 μέρες μετά τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού– διαπίστωσαν ότι σύμφωνα με τις τράπεζές τους το πρόγραμμα έχει διακοπεί και η κρατική επιδότηση της δόσης τους για τον μήνα Σεπτέμβριο ήταν μηδενική.
«Δηλαδή ή οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού ήταν αέρας κοπανιστός ή δεν ακούσαμε καλά» μας έθετε το… ρητορικό ερώτημα δανειολήπτης, ο οποίος συγχρόνως μας πληροφόρησε με απόγνωση ότι είναι και γονιός και γι’ αυτόν ο Σεπτέμβριος είναι ο πιο πολυδάπανος μήνας, ενώ πληρώνει ήδη το στεγαστικό του επί 20 χρόνια!
Μέχρι να γίνει νόμος
Βεβαίως, όπως ενημερώσαμε τους αναγνώστες μας, η τρίμηνη παράταση θα δοθεί, αφού πάρει και την έγκριση των θεσμών. Απλώς επειδή ως συνήθως μεσολαβεί χρόνος ανάμεσα στις επικοινωνιακές εξαγγελίες και τη νομοθέτηση, μέχρι να γίνει η τελευταία, την επόμενη εβδομάδα, οι τράπεζες δεν την εφαρμόζουν.
Η παράταση ωστόσο θα έχει αναδρομική ισχύ και θα καλύψει τη δόση μηνός Σεπτεμβρίου. Η οικονομική βοήθεια που θα προσφέρει όμως στους δανειολήπτες θα έχει περιορισμένο χαρακτήρα, αφού το ποσοστό κρατικής επιδότησης θα περιοριστεί κι άλλο: σε 40% για τα ενήμερα, 35% για τα μη εξυπηρετούμενα και 20% για τα καταγγελμένα δάνεια.
Ασφυκτικοί όροι
Η πραγματική αγωνία ωστόσο των δανειοληπτών, ιδιαίτερα εκείνων που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα «Γέφυρα Ι» έχοντας δάνεια σε καθυστέρηση ή και καταγγελμένα (δηλαδή «κατακόκκινα»), αφορά το αν και πώς θα καταφέρουν να συνεχίσουν να εξυπηρετούν τα δάνειά τους από τον Δεκέμβριο, μετά το τέλος και της τρίμηνης παράτασης. Αυτό γιατί βασικός όρος του προγράμματος είναι ότι όσοι εντάχθηκαν σε αυτό, μετά τη λήξη του θα πρέπει να πληρώνουν ολόκληρη τη μηνιαία δόση του δανείου τους για χρονικό διάστημα 6-18 μηνών, ανάλογα με την κατηγορία του δανείου τους.
Διαφορετικά οφείλουν να επιστρέψουν όλη την κρατική επιδότηση κι αν δεν το κάνουν, όπως και οι άλλες κρατικές ενισχύσεις έτσι κι αυτή θα μετατραπεί σε οφειλή προς το δημόσιο, δηλαδή στην εφορία.
Αν όμως τα πράγματα φτάσουν εκεί, το πρόγραμμα «Γέφυρα Ι», που υποτίθεται ότι στόχευε να βοηθήσει τα νοικοκυριά που επλήγησαν από την πανδημία αποτρέποντας τους πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας, θα έχει μεν καθυστερήσει τους πλειστηριασμούς αλλά δεν θα τους έχει αποτρέψει.
Αφού δεν είναι δυνατό να περιμένει κανείς πως εκείνοι που είχαν δάνεια σε καθυστέρηση ή «κόκκινα» πριν από την πανδημία και κατά τη διάρκειά της υποχρεώθηκαν να κλείσουν τα μαγαζιά τους ή βρέθηκαν εκτός εργασίας θα ενισχύσουν από τον Δεκέμβριο τους τζίρους ή τα έσοδά τους τόσο πολύ ώστε να καταφέρουν να ανταποκριθούν κανονικά στις δόσεις τους για τον επόμενο ένα με ενάμιση χρόνο με βάση τους όρους του προγράμματος.
Έρχεται η μεγάλη μπίζνα με τα «σπίτια των φτωχών»
Πλησιάζει η ώρα της έναρξης της μεγάλης μπίζνας με τα «σπίτια των φτωχών», που θα περάσει μέσα από τη συγκρότηση ενός ιδιωτικού φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης της πρώτης κατοικίας των ευάλωτων νοικοκυριών, τα οποία θα οδηγούνται σε πτώχευση με βάση τις διατάξεις του νέου πτωχευτικού νόμου.
Ως γνωστόν, μέσα στον νέο πτωχευτικό υπάρχει μια ειδική πρόβλεψη για την πρώτη κατοικία των ευάλωτων νοικοκυριών, που στοχεύει στην αποτροπή του πολιτικά ριψοκίνδυνου φαινομένου μαζικών εξώσεων δανειοληπτών. Με βάση αυτήν, οι πρώτες κατοικίες των ευάλωτων νοικοκυριών που οδηγούνται από τράπεζες και servicers σε πτώχευση, αντί να βγαίνουν σε πλειστηριασμό θα αγοράζονται από έναν ειδικό φορέα και οι ευάλωτοι θα μπορούν να παραμείνουν στο σπίτι τους πληρώνοντας ενοίκιο –και λαμβάνοντας στεγαστικό επίδομα από το κράτος– στον φορέα αυτό για δώδεκα χρόνια, ενώ μετά τη συμπλήρωση δωδεκαετίας εάν θέλουν κι έχουν τα χρήματα, θα έχουν προτεραιότητα να αγοράσουν ξανά το σπίτι τους στις τότε ισχύουσες τιμές της αγοράς.
Παρότι ο πτωχευτικός νόμος ψηφίστηκε τον Νοέμβριο του 2020, η κυβέρνηση μέχρι το περασμένο καλοκαίρι δεν είχε κάνει καμιά προετοιμασία για τη σύσταση του φορέα, με αποτέλεσμα τον Ιούνιο που άρχισαν οι πλειστηριασμοί να μην υπάρχει δυνατότητα να αγοραστούν από κάποιον οι πρώτες κατοικίες των ευάλωτων νοικοκυριών και να γίνουν οι πρώτοι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας ευάλωτων νοικοκυριών, μέχρι που τους μπλόκαραν οι δικηγορικοί σύλλογοι μέσω της αποχής των μελών τους.
Επειδή όμως πλέον πιέζουν οι δανειστές, οι προετοιμασίες για τη σύσταση του φορέα επισπεύδονται. Και ποιοι είναι εκείνοι οι ιδιώτες που σύμφωνα με πληροφορίες της αγοράς θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον και θα αναλάβουν τη σύσταση και λειτουργία του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και θα πάρουν τα «σπίτια των φτωχών»;
Είναι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων Intrum, doValue, Cepal και Qquant Master Services που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι οποίες διαχειρίζονται τα «κόκκινα» δάνεια.
Και ενώ η χρηματοδότηση που θα χρειαστεί η όποια εταιρεία αναλάβει τον φορέα για να αγοράσει τα σπίτια είναι πολύ μεγάλη –σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις ίσως και να ξεπεράσει τα 2 δισ. ευρώ σε βάθος πενταετίας–, τα λεφτά δεν θα είναι «πρόβλημα», αφού το σχέδιο είναι αποδοτικό και χωρίς ρίσκο χάρη στις σίγουρες ροές εσόδων από τα ενοίκια που κατά ένα μέρος τους θα πληρώνονται με κρατική επιδότηση.