«Είμαστε μια πολύ δυναμική και πολύ ζωντανή δημοκρατία και μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως η ελευθερία του Τύπου είναι η πραγματικότητα εδώ και πολλές δεκαετίες στην Ελλάδα» δήλωνε ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου ο πρωθυπουργός, τονίζοντας πως περιμένει και θα δει «με μεγάλη προσοχή» την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου. Η έκθεση, λοιπόν, βγήκε και είναι καταπέλτης για τη «δυναμική και πολύ ζωντανή δημοκρατία» που επικαλείται ο κ. Μητσοτάκης.
Στην έκθεση επισημαίνεται χωρίς περιστροφές η στοχοποίηση των Κώστα Βαξεβάνη και Γιάννας Παπαδάκου σε σχέση με το σκάνδαλο Novartis, όπως επίσης ότι «οι επιθέσεις και οι απειλές κατά δημοσιογράφων συνεχίζονται». Υπογραμμίζεται ακόμα πως έχουν κατατεθεί 16 αναφορές στη σχετική πλατφόρμα του Συμβουλίου της Ευρώπης που αφορούσαν «την προστασία της δημοσιογραφίας και την ασφάλεια των δημοσιογράφων». Ειδικότερα, σύμφωνα πάντα με την έκθεση, πρόκειται για επιθέσεις έως απειλές ή αυθαίρετη κράτηση.
Στηλιτεύεται δε το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμηση ή παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Μάλιστα, στην έκθεση συμπεριλαμβάνονται οι παρατηρήσεις της MFRR (συνομοσπονδία επτά διεθνών δημοσιογραφικών οργανώσεων) για το έλλειμμα ελευθερίας στη λειτουργία των Μέσων στην Ελλάδα εξαιτίας των SLAPPs κατά «ΜΜΕ και δημοσιογράφων που στέκονται κριτικά έναντι της κυβέρνησης και αποκαλύπτουν υποθέσεις διαφθοράς».
«Τέτοιες νομικές απειλές μπορεί να οδηγήσουν σε αυτολογοκρισία και να θέτουν πρόσθετο οικονομικό κίνδυνο για τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους που ήδη δεν διαθέτουν πόρους» σημειώνεται στην έκθεση, ενώ νωρίτερα έχει γίνει ξεκάθαρη αναφορά στην περίπτωση της κρατικής παρακολούθησης των δημοσιογράφων, Θανάση Κουκάκη και Σταύρου Μαλιχούδη.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση παρατίθενται τα εξής: «Αναφέρθηκε ότι ένας Έλληνας δημοσιογράφος έχει γίνει στόχος λογισμικού παρακολούθησης spyware ισοδύναμου με το Pegasus (Predator), ενώ ένας άλλος δημοσιογράφος φέρεται να παρακολουθούνταν από την εθνική υπηρεσία πληροφοριών (ΕΥΠ)».
«Αδιαφάνεια» στη λίστα Πέτσα
Περνώντας στη λίστα Πέτσα, η έκθεση καταγράφει πως η κατανομή της κρατικής διαφήμισης στα ΜΜΕ εγείρει ανησυχίες. Οι οργανισμοί MFRR και MPM (Media Pluralism Monitor) κατέληξαν στο συμπέρασμα πως υπάρχει «έλλειψη διαφάνειας στην κατανομή των κρατικών επιχορηγήσεων στα μέσα ενημέρωσης», κάνοντας ξεκάθαρη αναφορά στη «μη διαφανή κρατική χρηματοδότηση που αφορούσε εκστρατεία ευαισθητοποίησης για την υγεία κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19».
Επ΄ αυτού, γίνεται αναφορά στην Εξεταστική Επιτροπή που συστήθηκε με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης, αλλά κατέληξε σε κοινοβουλευτική παρωδία εξαιτίας των θεσμικών ακροβασιών της πλειοψηφίας. Στην έκθεση γίνονται αναφορές επί τη βάσει του πορίσματος της ΝΔ, όμως, δεν παραλείπεται η διευκρίνιση για τα αδιευκρίνιστα κριτήρια διανομής του κρατικού χρήματος.
«Το αρμόδιο όργανο της Βουλής των Ελλήνων, που συστάθηκε στις 12 Νοεμβρίου 2021, δήλωσε ότι η καμπάνια ανατέθηκε με αντικειμενικά κριτήρια όπως ποσοτικά κριτήρια προβολής κοινού, κυκλοφορία, δείκτες συγγένειας σε ομάδες-στόχους καθώς και ποιοτικά κριτήρια όπως η ασφάλεια της επωνυμίας. Ωστόσο, οι λεπτομερείς πληροφορίες για τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν αναφορικά με τη διανομή των κεφαλαίων και το ποσό που έλαβαν τα διάφορα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν αποκαλυφθεί πλήρως» αναγράφεται στην έκθεση.
Σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα, στην έκθεση αναφέρεται η περίπτωση του vouliwatch.gr, καθώς ο συγκεκριμένος οργανισμός προχώρησε σε σειρά νομικών κινήσεων για να δοθούν στη δημοσιότητα τα κριτήρια που οδήγησαν στη διανομή του δημόσιου χρήματος, όμως, παρά τη σχετική δικαστική απόφαση, η Εθνική Αρχή Διαφάνειας επιμένει να λειτουργεί με όρους αδιαφάνειας.
Ειδικότερα, στην έκθεση γίνεται λόγος για το «αίτημα που ζητούσε τη γνωστοποίηση των κριτηρίων ανάθεσης που κατατέθηκε από μη κερδοσκοπικό οργανισμό και απορρίφθηκε σιωπηρά από τις αρχές. Τον Φεβρουάριο του 2022 το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε την απόρριψη αυτή παράνομη και διέταξε την αναπομπή της υπόθεσης στη διοίκηση».