Ο Κυριάκος Μητσοτάκης νοσεί από τον ιό της ιδεοληψίας που δεν θεραπεύεται ούτε με έκτακτα μέτρα πανδημίας
Μπορεί οι οικονομικές βεβαιότητες και τα μοντέλα της ελεύθερης αγοράς να καταρρέουν, οι κοινωνίες και οι κυβερνήσεις ανά την Ευρώπη να ανακαλύπτουν ξανά τον απαξιωμένο δημόσιο τομέα και να σχεδιάζουν κεϊνσιανές πολιτικές, στα καθ’ ημάς όμως ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει κολλημένος στον νεοφιλελευθερισμό.
Η αντιμετώπιση πρώτα της υγειονομικής κρίσης και στη συνέχεια της οικονομικής υπηρετεί τον ευρύτερο πολιτικό σχεδιασμό που μετατρέπει την κρίση σε ευκαιρία για να χτίσει ο κ. Μητσοτάκης το προσωπικό του προφίλ, του ηγέτη, και να βγει πολιτικά κυρίαρχος ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα τις «μεταρρυθμίσεις», όπως λέει σε κάθε δημόσια εμφάνισή του. Οι του «επιτελικού κράτους» δεν κρύβουν την ικανοποίησή τους: «Μέχρι τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνοντας πυγμή και αποφασιστικότητα έχει κερδίσει τις εντυπώσεις». Αυτό άλλωστε τους ενδιαφέρει.
Ο κοινοβουλευτισμός σε αναστολή
Ο πρωθυπουργός ακολουθεί πολιτική υψηλού ρίσκου όχι μόνο για τον ίδιο και το «επιτελικό κράτος» του αλλά και για την κοινωνία. Μέχρι στιγμής πήρε πάνω του συνολικά την αντιμετώπιση της επιδημίας βασιζόμενος σε μια σειρά αυταρχικών μέτρων με την επίκληση του κινδύνου: κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κατάργησε με ένα διάγγελμα και μια πράξη νομοθετικού περιεχομένου (ΠΝΠ) τις μισές συνταγματικές διατάξεις.
Δεν συγκάλεσε την ολομέλεια της Βουλής όταν ήταν ακόμη ανοικτή ούτε έκανε συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, κινήσεις που καίτοι δεν ισοσταθμίζουν την αναστολή του συντάγματος από άποψη νομιμότητας, θα προσέδιδαν μια κάποια νομιμοποίηση και θα έκαναν συμμέτοχο τον πολιτικό κόσμο. Επιπλέον η Βουλή έχει αναστείλει τις λειτουργίες της, ενώ θα μπορούσε να οργανώσει κάποιες από αυτές –αν όχι και την ολομέλεια– με τηλεδιασκέψεις. Εάν γίνονται μαθήματα σε σχολεία και πανεπιστήμια μέσα από ηλεκτρονικές πλατφόρμες με δεκάδες ή εκατοντάδες συμμετέχοντες, γιατί να μη γίνεται το ίδιο και με τους βουλευτές; Θα μπορούσε η Βουλή να λειτουργεί όπως στην περίοδο διακοπών. Είναι εμφανές ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν επιθυμεί κανενός είδους κοινοβουλευτική λειτουργία και έλεγχο. Ούτε καν το υπουργικό του συμβούλιο δεν συγκάλεσε προτού προχωρήσει στους περιορισμούς και στις απαγορεύσεις. Η μόνη συνεδρίαση που έγινε την εβδομάδα που μας πέρασε ήταν για να προβάλει τις μέχρι τώρα αποφάσεις του και να διαφημίσει τον ρόλο του «επιτελικού κράτους». Στο πλαίσιο αυτό για τη διαχείριση της κρίσης δεν βασίζεται στους αρμόδιους υπουργούς του, όπως ο Βασίλης Κικίλιας (που ήταν εξαφανισμένος για μία ολόκληρη εβδομάδα), ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και ο Τάκης Θεοδωρικάκος, αλλά σε δύο πρόσωπα που επέλεξε ad hoc, τον Σωτήρη Τσιόδρα–με θετικό αποτύπωμα μέχρι τώρα– και τον Νίκο Χαρδαλιά.
Ο Ελληνας… Τσόρτσιλ
Ο κ. Μητσοτάκης ακολουθεί τη γνωστή συνταγή: βασίζεται στα φιλικά του μέσα ενημέρωσης που διαμόρφωσαν κλίμα υστερίας σε σχέση με την ατομική ευθύνη και το «Μένουμε σπίτι», πολλές φορές διαδίδοντας fake news. Παράλληλα υποβαθμίζουν και συγκαλύπτουν την ευθύνη του κράτους και τις τραγικές ελλείψεις στη δημόσια υγεία που δημιούργησαν τα προηγούμενα χρόνια οι «δεν θα μου κλέψει η τρόικα τη δόξα των απολύσεων των γιατρών». Αποφεύγουν δε να θίξουν υπερβολές στελεχών του κυβερνώντος κόμματος όπως η βουλευτής που πήγε να κοινωνήσει ή ο υπουργός που δικαιολογούσε την αισχροκέρδεια ως λειτουργία της αγοράς.
Είναι σαφές ότι ο πρωθυπουργός βλέπει τον εαυτό του σε ρόλο Τσόρτσιλ και επιδιώκει να βγει από την υγειονομική κρίση με το φωτοστέφανο του αρχιστράτηγου της νίκης, έτσι ώστε να είναι σε θέση μετά να επιβάλει την απρόσκοπτη εφαρμογή του οικονομικού μοντέλου του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις δημόσιες εμφανίσεις του συνεχίζει να μιλά για «επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων». Στο μήνυμα για την 25η Μαρτίου δεν υπήρχε η λέξη «δημόσια υγεία», υπήρχε όμως η φράση «εκσυγχρονισμός των δομών» που είχε αντικαταστήσει τις «μεταρρυθμίσεις». Το ότι το ψηφιακό κράτος του έπειτα από οκτώ μήνες αποδεικνύεται αναποτελεσματικό να στηρίξει την τηλεργασία, καθώς οι πλατφόρμες είναι δυσλειτουργικές και καταρρέουν, είναι μία ακόμη αποτυχία της κυβέρνησης, αλλά ο αρμόδιος υπουργός είναι φίλος της οικογένειας.
Τι σχεδιάζουν για τον στρατό
Οσον αφορά την υγειονομική κρίση, σύμφωνα με το βασικό στατιστικό μοντέλο του Σ. Τσιόδρα η κορύφωσή της αναμένεται μέχρι την εβδομάδα του Πάσχα. Μετά εκτιμά ότι η επιδημία θα περάσει σε φάση ύφεσης. Ο πρωθυπουργός επέλεξε να βασιστεί στη σκληρή απαγόρευση και την ατομική ευθύνη και όχι στην ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, στα τεστ ανίχνευσης και στις προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Ετσι τα κρούσματα υποκαταγράφονται και δημιουργείται η εντύπωση της επιτυχούς αντιμετώπισης. Αντί για προσλήψεις προωθεί τον εθελοντισμό που στις παρούσες συνθήκες ισοδυναμεί με δωρεάν εργασία του προσωπικού. Πιστός στη νεοφιλελεύθερη αντίληψή του, δεν προχωρά σε επιτάξεις στον ιδιωτικό τομέα. Η κυβέρνηση έχει έρθει ήδη σε επαφή με τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών νοσοκομείων. Οταν αυξηθούν τα κρούσματα θα προβάλει τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αντιμετώπιση της κρίσης, μόνο που αυτή θα γίνει με το αζημίωτο αφού φρόντισε από την αρχή με ΠΝΠ να διπλασιάσει την αποζημίωση των μονάδων εντατικής θεραπείας στα ιδιωτικά νοσοκομεία. Και φυσικά σε όλο αυτό το διάστημα τους επιτρέπει να κερδοσκοπούν με τα τεστ ανίχνευσης του ιού. Στο τέλος της κρίσης το δημόσιο σύστημα υγείας που θα έχει σηκώσει το βάρος θα βγει καταπονημένο και ο Κυρ. Μητσοτάκης θα συνεχίσει μέσω των ΣΔΙΤ να δίνει χρήματα στους ιδιώτες.
Στο πεδίο των απαγορεύσεων έχει σχεδόν εξαντλήσει τα μέτρα. Ωστόσο έχει αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει τον στρατό, κάτι που αποτελεί casus belli για την αξιωματική αντιπολίτευση και θα είναι η πράξη που θα διαρρήξει τη συναίνεση που υπάρχει. Οι δε επιτελείς δεν εξηγούν σε ποιο σενάριο προβλέπεται η χρησιμοποίηση του στρατού, το αφήνουν όμως να επικρέμαται.
Κρατικά €30-35 δισ. στην οικονομία
Στην οικονομία η κρίση φυσικά θα διαρκέσει περισσότερο και θα είναι πιο δύσκολη στην αντιμετώπιση αφού δεν θα αρκούν οι απαγορεύσεις και τα αστυνομικά μέτρα. Ο πρωθυπουργός όμως δεν ξεφεύγει από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Εχει ήδη διαμορφώσει το κατάλληλο πλαίσιο πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και καταστολής για τις κοινωνικές διαμαρτυρίες που αργά ή γρήγορα θα ακολουθήσουν. Πολύ απλά στην περίοδο της ανοικοδόμησης δεν θα υπάρχουν εργασιακά δικαιώματα. Οπως έλεγε στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, «για να έχεις εργασιακά δικαιώματα πρέπει πρώτα να έχεις εργασία και επιχειρήσεις». Η οικονομική αντιμετώπιση εντάσσεται στον ευρύτερο πολιτικό σχεδιασμό. Τα μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας θα ανακοινώνονται κλιμακωτά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό με διαγγέλματα. Τα χρήματα που θα διαθέσει θα είναι στοχευμένα στον ιδιωτικό τομέα για την ενίσχυση συγκεκριμένων επιχειρήσεων και κλάδων, φιλικών πάντα στο «επιτελικό κράτος». Γι’ αυτό άλλωστε δεν προχώρησε σε ενίσχυση του τομέα της δημόσιας υγείας παρότι και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό θα ανακούφιζε και θα είχε αναπτυξιακό αποτέλεσμα στην οικονομία.
Οι πρώτοι υπολογισμοί του οικονομικού επιτελείου και του Μαξίμου προβλέπουν ότι εφόσον πληγεί ο τομέας του τουρισμού, κάτι που φαίνεται αναπόφευκτο, η ύφεση θα ξεπεράσει το 5% του ΑΕΠ. Στο αρνητικό σενάριο θα κινηθεί μέχρι 10% και αν δεν αποδώσουν τα μέτρα μεταξύ 10% και 15%. Μέχρι στιγμής έχει ανακοινώσει μέτρα 4,7 δισ. –που είναι φυσικά ελάχιστα– και έχει προαναγγείλει ότι θα διαθέσει περί τα 10 δισ. Οι επιτελείς του λένε ότι δεν θέλει να καλλιεργήσει υπερβολικές προσδοκίες και να αρχίσουν οι πιέσεις και τα αιτήματα.
Ο σχεδιασμός προβλέπει να διαθέσει συνολικά το κράτος περί τα 30 με 35 δισ. ευρώ προκειμένου να περιοριστεί η ύφεση στο 5%. Από πού θα προκύψουν; Καταρχάς από το μαξιλάρι που τους άφησε η κυβέρνηση Τσίπρα. Το οικονομικό επιτελείο θεωρεί ότι από το μαξιλάρι των 37 δισ. μπορεί να χρησιμοποιήσει περί τα 21 δισ., αφού τα άλλα 15 δισ. είναι δεσμευμένα από τον ESM για την εξυπηρέτηση του χρέους. Επιπλέον εκτιμούν ότι μπορούν να ρίξουν στην αγορά ακόμη 12 δισ. μέσω του τραπεζικού συστήματος μετά τις αποφάσεις της ΕΚΤ. Παράλληλα ο Κυρ. Μητσοτάκης υπολογίζει σε αλλαγή πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης που θα του αυξήσει το περιθώριο, αν και δεν μπορεί να υπολογίσει σε τι μέγεθος. Το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι θα δοθεί η δυνατότητα στις κεντρικές τράπεζες να χρηματοδοτήσουν απευθείας τις κυβερνήσεις.