«Κατά την τυπική διαδικασία, εσείς εξετάζετε μια συκοφαντική δυσφήμηση. Όμως το διακύβευμα δεν είναι αυτό. Το πραγματικό διακύβευμα σε αυτή τη δική είναι αν τελικώς ο δημοσιογράφος έχει το δικαίωμα να γράφει αυτά που πρέπει να γράφει και τα οποία ορίζονται σαφώς ακόμη και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)». Με αυτή τη φράση ξεκίνησε χθες ενώπιον του τριμελούς πλημμελειοδικείου της Αθήνας, την απολογία του στη δίκη με τη σύζυγο του Γιάννη Στουρνάρα, ο δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης. Ο εκδότης του Documento, κατηγορείται για δημοσίευμα της εφημερίδας το 2017, το οποίο αφορούσε τη διοργάνωση συνεδρίου από την εταιρεία της Mindwork Solutions, με χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κονδύλια και φαρμακευτικές εταιρίες, με απευθείας ανάθεση από το ΚΕΕΛΠΝΟ, μέσω σύμβασης που υπογράφηκε τρεις ημέρες πριν ξεκινήσει.
Διαβάστε επίσης: Απαλλαγή Βαξεβάνη πρότεινε ο εισαγγελέας στη δίκη με τη σύζυγο Στουρνάρα
Απευθυνόμενος στην έδρα, ο Κώστας Βαξεβάνης συνέχισε λέγοντας: «έχετε το δυσμενές προνόμιο, να αποφασίσετε αν ο δημοσιογράφος έχει δικαίωμα να ασκεί κριτική σε πρόσωπα τα οποία με τη λειτουργία τους καταφέρνουν να στρέψουν την κοινωνία εκεί που οι ίδιοι θέλουν κι επιπλέον να επιβάλουν σιωπή. Η ΕΣΔΑ προβλέπει ότι ο δημοσιογράφος έχει δικαίωμα να ασκήσει ακόμη και άδικη κριτική σε δημόσια πρόσωπα, τα οποία πρέπει να τίθενται υπό καθεστώς πλήρους διαφάνειας. Σε αυτό δεν υπάρχουν αστερίσκοι. Υπέρβαση του μέτρου θα ήταν εν προκειμένω να πω ότι η κυρία Νικολοπούλου είναι κλέφτρα. Δεν λέω όμως αυτό: λέω ότι η κυρία Νικολοπούλου, νομίμως, προέβη σε κάποιες διαδικασίες βολικές και εξυπηρετικές. Και η κυρία Νικολάου, νόμιμες συμβάσεις έχει υπογράψει. Όμως το πόρισμα του ΣΔΟΕ λέει ότι προκλήθηκε ζημία δύο εκατ. ευρώ. Και οι συμβάσεις για τα εξοπλιστικά νόμιμες ήταν. Πλην όμως ήταν επιζήμιες. Τα δισεκατομμύρια των απευθείας αναθέσεων, επίσης νομίμως έχουν δοθεί με πρόσχημα τον κορονοϊό. Δώσαμε όμως τόσα δισ. ευρώ σε απευθείας αναθέσεις, αλλά όχι για το σιδηροδρομικό δίκτυο. Η νομιμότητα δεν είναι το θέμα για τον δημοσιογράφο. Αντιθέτως είναι να αναρωτηθεί και ν’ απαντήσει, αν κάτι το οποίο συμβαίνει έχει παραθυράκια και γκρίζες ζώνες που πρέπει να ερευνηθούν. Εξάλλου η νομιμότητα στην Ελλάδα έχει μακρά ιστορία. Πολλοί οι οποίοι είναι παράνομοι, εμφανίζονται ως νόμιμοι».
«Αγωγές και μηνύσεις για να γονατίσουν οι δημοσιογράφοι»
«Είμαι δημοσιογράφος 35 χρόνια κι έχω καλύψει πάνω από 40 πολέμους. Μέχρι ν’ ασχοληθώ με τη διαπλοκή στην Ελλάδα, μέχρι ν’ ακουμπήσω την ελληνική πραγματικότητα, ήμουν ένας δημοσιογράφος κοινής αποδοχής. Όταν πήρα θέση, γιατί αυτό θεωρώ ότι πρέπει να κάνει ένας δημοσιογράφος, μπήκα σε μια συνεχή περιπέτεια. Το 2012 με συνέλαβαν δύο φορές για την αποκάλυψη της λίστας Λαγκάρντ κι έχω αντιμετωπίσει πάνω από 100 αγωγές και μηνύσεις τέτοιου τύπου: αγωγές και μηνύσεις που γίνονται από δημόσια πρόσωπα, αντί να απαντούν ως οφείλουν. Γνωρίζετε ότι η Ελλάδα βρίσκεται πολύ χαμηλά στην κατάταξη για την ελευθερία του Τύπου. Πρόκειται για δίκες οι οποίες γίνονται για να γονατίσουν οι δημοσιογράφοι. Για να μην έχουν λόγο οι δημοσιογράφοι. Όμως αν γονατίσουν οι δημοσιογράφοι δεν θα έχει κανένας λόγο. Ο σκοπός αυτής της μήνυσης, είναι να μην τολμάω να γράψω» συνέχισε ο δημοσιογράφος και στη συνέχεια παρέθεσε εν συντομία το πρόβλημα της δημοσιογραφίας σήμερα, στην Ελλάδα.
«Μπροστά στο έγκλημα, η ουδετερότητα είναι έγκλημα»
Όπως είπε «το πρόβλημα είναι ότι οι δημοσιογράφοι δεν κάνουμε τη δουλειά μας. Έχει νομιμοποιηθεί ένα σύστημα στο οποίο οι δημοσιογράφοι κάνουν δημόσιες σχέσεις. Έχω δύο διεθνή δημοσιογραφικά βραβεία και είμαι αυτός τον οποίο ο πρωθυπουργός αποκάλεσε από το βήμα της Βουλής συμμορίτη και υπόκοσμο. Βγάζουν τα κόμματα ανακοινώσεις κατονομάζοντας δημοσιογράφους. Η τακτική, είναι η εξολόθρευση δια μηνύσεων και αγωγών και η δολοφονία χαρακτήρα. Ο δημοσιογράφος δεν οφείλει να είναι ουδέτερος. Έχει υποχρέωση αντιθέτως να λέει την αλήθεια. Μπροστά σ’ ένα έγκλημα, η ουδετερότητα είναι επίσης έγκλημα. Μόνο στην Ελλάδα, θεωρείται φυσιολογικό ο δημοσιογράφος να μην έχει αιχμές και να μην ζητάει απαντήσεις. Η δημοσιογράφος Κριστίν Αμανπούρ, λέει ότι αν σου που ότι βρέχει και είσαι δημοσιογράφος, δουλειά σου ειναι ν’ ανοίξεις το παράθυρο να δεις αν όντως βρέχει και όχι να βρεις κάποιον να σου πει ότι δεν βρέχει».
«Προσπάθησαν να δημιουργήσουν σύγχυση»
Επί της ουσίας της υπόθεσης ο Κώστας Βαξεβάνης είπε: «η κυρία Νικολοπούλου, εμφανίστηκε ως εθελόντρια για να πάρει μια συγκεκριμένη δουλειά από το Δημόσιο. Η κυρία Νικολοπούλου είπε ότι ήρθε για να βοηθήσει και το έκανε με τις χορηγίες που εξασφάλισε. Όμως η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Πήρε τις χορηγίες, επειδή υπήρχε η σύμβαση με το ΚΕΕΛΠΝΟ. Σε όλη τη διαδικασία επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί μια σύγχυση για το που ανήκαν τα χρήματα. Η αλήθεια είναι ότι αυτά τα χρήματα, μπήκαν σε λογαριασμού του Δημοσίου και κατέληξαν στην εταιρεία της κυρίας Νικολοπούλου. Άλλωστε το ΚΕΕΛΠΝΟ είχε δώσει με τον ίδιο τρόπο ακόμη ενάμιση εκατ. ευρώ στην εταιρεία της κυρίας Στουρνάρα. Η ίδια κυρία λοιπόν πήρε χρήματα με τον ίδιο τρόπο για ένα ζήτημα το οποίο αφορούσε τον καρκίνο, δηλαδή δεν ήταν αρμοδιότητα του ΚΕΕΛΠΝΟ. Τώρα έχει πάρει αντίστοιχα έργα από τον ΕΟΦ. Αυτός ο εθελοντισμός και η αγάπη για την πατρίδα, προσκρούει πάντοτε στο δημόσιο».
«Πίσω από τη νόμιμη λειτουργία εξελίσσονταν σκάνδαλα»
«Εμείς» συνέχισε, «δεν ξεκινήσαμε να κάνουμε έρευνα για την κυρία Νικολοπούλου. Η κυρία Νικολοπούλου μας προέκυψε στο πλαίσιο της έρευνας που κάναμε για το ΚΕΕΛΠΝΟ. Η έρευνά μας για το ΚΕΕΛΠΝΟ ξεκίνησε το 2008 όταν ακόμη υπήρχε το τηλεοπτικό Κουτί της Πανδώρας. Ό,τι έκανε το ΚΕΕΛΠΝΟ ως νησίδα διαφθοράς, ήταν νόμιμο, γιατί αυτό έλεγαν οι νόμοι που είχε δημιουργήσει τότε ο Δημήτρης Αβραμόπουλος. Πίσω από τη νόμιμη – επιφανειακή λειτουργία του όμως, εξελίσσονταν σκάνδαλα διαφθοράς. Το ΚΕΕΛΠΝΟ έδινε εκατομμύρια ευρώ σε διαφήμιση ακόμη και για τον κίτρινο πυρετό στο Μαλάουι. Πληρώθηκαν μέσα ενημέρωσης, τα οποία κυριολεκτικά δεν υπήρχαν. Ιστοσελίδες οι οποίες άνοιξαν, πήραν διαφήμιση μισού εκατ. ευρώ και μετά έκλεισαν. Το χρήμα αυτό που κατέληξε λοιπόν; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα για εμάς».
Ο Κώστας Βαξεβάνης, ανέπτυξε στην πορεία το σκάνδαλο του μοριακού ελέγχου του αίματος, για τον οποίο η Ελλάδα πλήρωσε εκατομμύρια, αναθέτοντας τη δουλειά σε δύο εταιρείες: στη Novartis και τη Roche. «300 εκατ. ευρώ μας στοίχισε αυτή η δουλειά», σημείωσε ο δημοσιογράφος. Ο εκδότης του Documento, πρόσθεσε ότι με την ίδια μέθοδο, εμφανίστηκε η γρίπη Η1Ν1 ως πανδημία, ενώ δεν είχε χαρακτηριστεί ως τέτοια από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, αγοράσαμε εμβόλια, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ και σάπισαν. «Το ΚΕΕΛΠΝΟ λειτουργούσε ως offshore του Δημοσίου για να μπορούν κάποιοι να εισπράττουν εκατομμύρια δημοσίου χρήματος», πρόσθεσε, εξηγώντας έτσι την ανάγκη διερεύνησης υποθέσεων που σχετίζονται με τη λειτουργία του εν λόγω κέντρου, το οποίο μοίραζε αφειδώς και αδιαφανώς δημόσιο χρήμα. «Η κυρία Νικολοπούλου, είναι μόνο ένα από τα δεκάδες πρόσωπα τα οποία σχετίζονται με την έρευνα για το ΚΕΕΛΠΝΟ και έχουμε αποκαλύψει τα τελευταία χρόνια» είπε.
«Διαδικασίες με επιστημονική επίφαση για να μοιράζεται το χρήμα»
Ο δημοσιογράφος ανέλυσε στην πορεία το σκάνδαλο Novartis, καταδεικνύοντας ότι στην πραγματικότητα εμπλέκονται τα ίδια πρόσωπα που εμπλέκονταν στη δυσώδη υπόθεση του ΚΕΕΛΠΝΟ και ότι πρόκειται πρακτικά για δύο συνδεδεμένες υποθέσεις. Μάλιστα, ο Κώστας Βαξεβάνης κατέθεσε στο δικαστήριο εσωτερικό έγγραφο της Novartis, η οποία πανηγύριζε επειδή παρά την κρίση στην Ελλάδα, κατάφερε να βάλει δέκα φάρμακά της στην ελληνική αγορά. «Σύμφωνα με έγγραφα του FBI αναφορικά με την υπόθεση Novartis», εξήγησε ο Κώστας Βαξεβάνης, «υπήρχαν διαδικασίες και εταιρείες μέσω των οποίων ξεπλενόταν το χρήμα». «Κατά το FBI μια από αυτές τις εταιρείες ήταν εταιρεία της κυρίας Νικολοπούλου, ενώ το χρήμα ξεπλενόταν και μέσω συνεδρίων», σημείωσε ο Κώστας Βαξεβάνης.
«Παράλληλα» συνέχισε ο εκδότης του Documento, «περιγράφεται στο ίδιο έγγραφο, ότι κάποιοι παρείχαν συμβουλευτικές υπηρεσίες. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κύριος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος αργότερα έγινε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, ταιριάζει σε αυτό το προφίλ. Έχουμε λοιπόν μια σειρά από διαδικασίες, με επιστημονική επίφαση, οι οποίες δεν είναι τίποτα άλλο από διαδικασίες που οδηγούν σε χρηματισμό προσώπων ή ξέπλυμα μαύρου χρήματος φαρμακευτικών εταιρειών». Ο δημοσιογράφος, προσκόμισε έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι εταιρεία της Λίνας Νικολοπούλου έχει κάνει εμβάσματα σε γιατρούς, ακριβώς με τη διαδικασία που περιγράφει το FBI.
«Πέραν αυτών, μια προστατευόμενη μάρτυρας έχει καταθέσει ότι εταιρείες της κυρίας Νικολοπούλου πλήρωναν γιατρούς και μάλιστα η μάρτυρας έχει καταθέσει και τις αμοιβές των γιατρών. Τι δείχνει αυτό; Ότι η κυρία Νικολοπούλου, έχει μια εταιρεία η οποία περιγράφεται από έγγραφα, ως εταιρεία η οποία συμμετείχε σε ενέργειες οι οποίες πρέπει να ελεγχθούν». «Αυτά λένε οι προστατευόμενοι μάρτυρες, τους οποίους ο συνήγορος της κυρίας Νικολοπούλου αποκαλεί κουκουλοφόρους. Μέχρι ώρας δεν ξέρουμε αν ισχύουν. Όμως αυτά λένε οι μάρτυρες. Έχω δικαίωμα ως δημοσιογράφος να ενημερώσω τον κόσμο τι γίνεται με μια υπόθεση δημοσίου ενδιαφέροντος;» διερωτήθηκε.
«Γιατί δεν έκανε το συνέδριο το ΚΕΕΛΠΟ αφού είχε την τεχνογνωσία;»
Αναφορικά με τα συνέδρια που διοργάνωνε η Λίνα Νικολοπούλου, ο Κώστας Βαξεβάνης σημείωσε ότι «η Σχολή Δημόσιας Υγείας, διοργάνωνε κάθε χρόνια κάποιο συνέδριο. Το συνέδριο αναλάμβανε να το κάνει μια εταιρεία, η εταιρεία πλήρωνε ένα μικρό ποσό στο πανεπιστήμιο και στη συνέχεια οι πληρωμές γίνονταν από χορηγίες. Φυσικά αυτό είναι αντιστροφή της πραγματικότητας, γιατί το πανεπιστήμιο έδινε το κύρος του ώστε να έρθουν οι χορηγίες. Ο πραγματικός σκοπός αυτών των συνεδρίων, δεν ήταν να συζητηθούν πράγματα για την επιστήμη». Ο εκδότης του Documento, παρουσίασε ιδιωτικό συμφωνητικό της εταιρείας της Λίνας Νικολοπούλου με ένα ταξιδιωτικό γραφείο, από το οποίο προκύπτει ότι το ταξιδιωτικό γραφείο πληρώνει ένα ποσό της τάξης των 5.000 ευρώ για λογαριασμό κάποιας φαρμακευτικής. «Το ερώτημα γιατί δεν έκανε απευθείας τη χορηγία η φαρμακευτική, δεν έχει απαντηθεί» είπε και πρόσθεσε ότι «στα συνέδρια αυτά, συναντάμε διαρκώς να εμπλέκονται τα ίδια πρόσωπα».
Ο Κώστας Βαξεβάνης κατέθεσε επίσης πόρισμα από το οποίο προκύπτει ότι συνέδριο το οποίο έγινε στο Βερολίνο, έγινε όχι για λόγους επιστημονικούς, αλλά για να πάνε εκεί γιατροί και να χρηματιστούν. Ο δημοσιογράφος περιέγραψε ασφαλώς αναλυτικά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε ώστε η εταιρεία της Λίνας Νικολοπούλου να διοργανώσει το περιβόητο συνέδριο e-health. Όπως είπε, «η Ελλάδα γνώριζε δύο χρόνια ότι πρέπει να διοργανώσει αυτό το συνέδριο. Τελικά, το υπουργείο Υγείας, ανέθεσε τη διοργάνωση του συνεδρίου στο ΚΕΕΛΠΝΟ επειδή αυτό έχει την τεχνογνωσία. Και τελικά το ΚΕΕΛΠΝΟ αναθέτει τη δουλειά στην κυρία Νικολοπούλου. Γιατί να το κάνει αυτό, αφού είχε την τεχνογνωσια; Επιπλέον, η επιτροπή που παρέλαβε το έργο είναι υπόδικη. Όλα τα μέλη της επιτροπής είναι υπόδικα για παράνομες προσλήψεις».
«Η κυρία Νικολοπούλου εμφανίστηκε εδώ και είπε ότι ισχυρίζομαι πως όσα έκανε είναι παράνομα. Όχι. Δεν το ισχυρίστηκα αυτό. Νόμιμα είναι. Νόμιμα αλλά ύποπτα», πρόσθεσε ο Κώστας Βαξεβάνης. Ο δημοσιογράφος είπε ακόμη «το δημοσίευμα δεν έχει τίποτα ψευδές, ούτε κάτι το οποιο δεν τηρεί το μέτρο». Καταλήγοντας ο εκδότης του Documento, σημείωσε ότι «ο δημοσιογράφος πρέπει να παρουσιάζει τα στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σ’ ένα αποτέλεσμα. Επιμένω ότι αντικειμενικότητα είναι ο βαθμός ευπρέπειας του υποκειμενισμού μας. Ο κάθε άνθρωπος προέρχεται από κάπου. Δεν μπορούμε να είμαστε αντικειμενικοί υπ’ αυτή την έννοια. Ούτε εσείς οι δικαστές, ούτε εμείς οι δημοσιογράφοι. Πρέπει όμως να είμαστε ευπρεπείς. Πρέπει αυτό που γράφουμε να ισχύει».
Η απολογία του Βασίλη Ανδριανόπουλου
Από την πλευρά του, ο δημοσιογράφος του Documento Βασίλης Ανδριανόπουλος, ανέφερε κατά την απολογία του: «παρακολουθώντας όλη τη διαδικασία, είδα τους συνηγόρους της κυρίας Νικολοπούλου, να προσπαθούν ν’ αποδομήσουν το δημοσίευμα, με όρους ψυχολογίας και όχι με όρους ουσίας. Η κυρία Νικολοπούλου είναι δημόσιο πρόσωπο. Έχει αναφέρει ότι τη χτυπάμε επειδή είναι σύζυγος του Γιάννη Στουρνάρα. Η κυρία Νικολοπούλου, είναι επίσης πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο. Γι’ αυτό και καταθέτει δήλωση περιουσιακής κατάστασης άλλωστε. Η κυρία Νικολοπούλου, όταν έγινε το δημοσίευμα δεν έστειλε έστω ένα εξώδικο. Αντιθέτως ζήτησε ακόμη και τη σύλληψή μας. Γιατί το έκανε αυτό; Κατά την άποψή μου για να υπάρχει η εικόνα μας να μπαίνουμε στο περιπολικό και για να γράφουν άλλα μέσα ενημέρωσης, ότι είμαστε συκοφάντες. Πρόσωπα όπως η κυρία Νικολοπούλου, αρνούνται να δεχθούν ότι θα μπουν στο δημοσιογραφικό μικροσκόπιο. Σε κάθε περίπτωση, όσα έχουν γραφεί στο εν λόγω δημοσίευμα, είναι αληθή. Ποτέ δεν δημοσιεύουμε κάτι, χωρίς να υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που να το πιστοποιεί. Είμαι οργισμένος με την κυρία Νικολοπούλου. Έφτασα ν’ αναρωτιέμαι τι κάνω. Με ποιον πάω να παλέψω; Με πόσο μεγάλα συμφέροντα;».
Ο Βασίλης Ανδριανόπουλος περιέγραψε περαιτέρω με λεπτομέρειες, ποια πρόσωπα και με ποιες ιδιότητες συμμετείχαν στις εταιρείες που διοργάνωναν τα συνέδρια στα οποία αναφέρεται το επίδικο δημοσίευμα. «Είναι φανερό ότι υπήρχε μια συγκεκριμένη διαδικασία, γίνονταν συγκεκριμένα συνέδρια, στα οποία συμμετείχαν άνθρωποι φαρμακευτικών κολοσσών. Δεν ισχυριστήκαμε ότι αυτό είναι παράνομο. Είχε όμως δημοσιογραφικό ενδιαφέρον να γραφούν, ακριβώς επειδή δείχνουν ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη διαδικασία». «Εξάλλου» συμπλήρωσε ο Βασίλης Ανδριανόπουλος, «έχω κάνει δημοσίευμα που αποκάλυπτε πόρισμα το οποίο περιέγραφε με ακρίβεια τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν ώστε η κυρία Νικολοπούλου να αναλάβει τη διοργάνωση του επίδικου συνεδρίου. Τότε, η κυρία Νικολοπούλου, δεν έκανε εναντίον μου την παραμικρή ενέργεια». Ο δημοσιογράφος επέμεινε πως ό,τι δημοσιεύθηκε, αποδεικνύεται από επίσημα πορίσματα ελεγκτικών αρχών.