Τον Σεπτέμβριο του 2016, το υπόλοιπο των μη εξυπητούμενων δανείων ανέρχονταν στα 106,9 δισ.
Κατά 40 δις. ευρώ θα πρέπει να απομειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών, την περίοδο Ιούνιος 2016 – Δεκέμβριος 2019, με το κύριο βάρος των μειώσεων να αφορά τη διετία 2018 – 2019, ενώ αντίθετα για το 2017 το σχετικό ποσό είναι σχετικά μικρό ( 7,6 δις. ευρώ).
Τα στοιχεία αυτά περιέχονται στην έκθεση για την Επισκόπηση του Ελληνικού Τραπεζικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδας που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με αυτά:
Το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων τον Ιούνη του 2016 ανέρχονται στα 106,9 δις. ευρώ.
Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι εμπορικές τράπεζες της χώρας, το συγκεκριμένο ποσό θα έπρεπε να είχε απομειωθεί κατά 2,3 δις. ευρώ ως το Δεκέμβρη του 2016, ενώ για τα επόμενα έτη ως και το 2019, οπότε και λήγει το πρόγραμμα απομείωσης των «κόκκινων» δανείων, θα πρέπει τα «κόκκινα» μη εξυπηρετούμενα δάνεια να απομειωθούν: το 2017 κατά 7,9 δις. ευρώ, το 2018 κατά 15,6 δις. ευρώ και το 2019 κατά 13,6 δις. ευρώ, ώστε στο τέλος του έτους αυτού, το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων να περιοριστεί στα 66,7 δις. ευρώ.
Οι τράπεζες από την πλευρά τους εκτιμούν ότι από τα 107 δις. ευρώ των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μπορεί να εισπραχθεί το 50%, περί τα 53 δις. ευρώ. Για το λόγο αυτό έχουν διενεργήσει μεγάλες προβλέψεις έναντι δανείων και απομείωσαν σημαντικά την αξία Ισολογισμού των προβληματικών δανείων. Αν ένα δάνειο βρίσκεται σε καθυστέρηση περισσότερο από 90 ημέρες, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να σχηματίσουν προβλέψεις έναντι μη εξυπηρετούμενων δανείων και να το μη συμπεριλάβουν στους Ισολογισμούς τους. Αυτό βέβαια δε σημαίνει, ότι ο δανειολήπτης «καθάρισε». Η τράπεζα θα κινηθεί εναντίον του νομικά, ενεργοποιώντας αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, πλειστηριασμούς υποθηκευμένων ακινήτων κλπ. Αλλά αυτή η διαδικασία μπορεί να πάρει πολύ χρόνο.
Σύμφωνα επίσης με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για τα δάνεια σε καθυστέρηση, οι τράπεζες έχουν διαγράψει από τους Ισολογισμούς τους, το 35% των στεγαστικών δανείων, το 27% των καταναλωτικών, το 45% των δανείων σε μικρές επιχειρήσεις και το 42% σε μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, και το 62% των ναυτηλιακών δανείων.