Κοινή παρέμβαση σχετικά με την αντισυνταγματικότητα του νόμου που αφορά στην φορολόγηση των Ελευθέρων Επαγγελματιών, που έχει προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις, έκαναν στην εκδήλωση υπό τον τίτλο «Αντιστανταγματικότητες του Νέου Φορολογικού Νόμου», ο Προκόπης Παυλόπουλος, ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Συγκεκριμένα, αναφέρθηκαν στο νομικό πλαίσιο γύρω από το νομοσχέδιο της κυβέρνησης που έχει προκαλέσει αντιδράσεις, θέτοντας το ζήτημα της παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Στην ομιλία του ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός, και Επίτιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, Προκόπης Παυλόπουλος, επισήμανε «Τι δηλώνει με αυτό το νομοσχέδιο που σήμερα είναι νόμος του κράτους το ελληνικό δημόσιο. Την «πτώχευση» του συστήματος της φορολογίας στην Ελλάδα. Ομολογεί το κράτος την ανικανότητά του να εισπράξει φορολογητέα ύλη. Την αδυναμία του και από πλευράς υπηρεσιών (ανθρώπινου δυναμικού) και από πλευράς δυνατοτήτων σε ό,τι αφορά στην τεχνική του ελέγχου. Καθιστά τους Έλληνες, μιλώ στη συγκεκριμένη περίπτωση τους ελεύθερους επαγγελματίες εξ ορισμού ενόχους ψευδών δηλώσεων και με βάση αυτό το τεκμήριο που δεν ταιριάζει σε κράτος δικαίου αλλά σε αστυνομικό κράτος πραγματικά. Επιχειρεί να εξορθολογήσει ένα φορολογικό σύστημα όπου η φοροδιαφυγή προέρχεται από οποιονδήποτε άλλο εκτός από τους συγκεκριμένους επαγγελματίες. Όχι ότι δεν υπάρχει φοροδιαφυγή. Αλλά να ξέρουμε που στοχεύουμε όταν προσπαθούμε να επιφέρουμε ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών».
Από πλευράς του ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ υπογράμμισε ότι «δεν μπορεί ο νομοθέτης να ισοπεδώνει με την νομοθεσία συλλήβδην τους φορολογούμενους, αν δεν καταπέσει δικαστικά ο νέος νόμος δεν θα έχουμε πετύχει κανενός είδους νίκη».
Όπως αναφέρει: «Έχει πει η νομολογία του ΣτΕ κάτι πολύ σημαντικό. Ότι η εισαγωγή ενός τεκμηρίου το οποίο είναι μαχητό δεν συνιστά αυτό που συνήθως λένε οι νομικοί, αντιστροφή του βάρους της απόδειξης. Δεν μετατίθεται το βάρος της απόδειξης για την φορολογητέα ύλη από τη φορολογική διοίκηση στον φορολογούμενο. Το βάρος της απόδειξης εξακολουθεί να το φέρει η φορολογική διοίκηση. Το μαχητό τεκμήριο έχει πει η νομολογία το ΣτΕ συνιστά κανόνα εκτίμησης των αποδείξεων εν τέλει από το δικαστή αλλά όχι ριζική αντιστροφή του βάρους της απόδειξης. Εδώ νομίζω ότι θεμελιώνεται με απλό και πρακτικό τρόπο αυτό που ακούσαμε να λέγεται τεκμήριο φορολογικής ειλικρίνειας. Το βάρος της απόδειξης εξακολουθεί να βαραίνει την φορολογική Αρχή. Έστω και αν εισάγονται ειδικότεροι κανόνες».
«Έρχεται εδώ ο νομοθέτης του νόμου 5073 του 2023 στο άρθρο 15 παράγραφο 1 και προσκρούει στην κοινή πείρα εισάγοντας κριτήρια τα οποία στην πραγματικότητα συνδέουν το τεκμαρτό εισόδημα του ελεύθερου επαγγελματία και του επιτηδευματία με το εισόδημα του μισθωτού. Και μάλιστα ενός μισθωτού που στην πραγματικότητα τελεί σε συνθήκες εργασιακής ασφάλειας διότι δεν λαμβάνει υπόψιν του τον μισθωτό εκείνο που τελεί υπό συνθήκες ημίγκρίζας εργασίας και ανασφάλειας. Αυτό δεν προσκρούει απλώς στην κοινή πείρα (…) προσκρούει στη νομολογία του ΣτΕ, ποια νομολογία όμως. Θέλω να είμαστε σαφείς για να μπορούμε να εμφανίσουμε δικανικά επιχειρήματα. Αυτές οι πολύ σημαντικές αποφάσεις τις οποίες έχουμε όλοι επικαλεστεί και επικαλέστηκε και η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής, οι αποφάσεις 1880 και 1889 του 2019 της Ολομέλειας του ΣτΕ δεν αφορούν της φορολογική νομοθεσία και τη φορολογική συσχέτιση μεταξύ ελεύθερου επαγγελματία και μισθωτού. Αφορούν όμως κάτι απολύτως συναφές που είναι η ασφαλιστική μεταχείριση των δύο αυτών υποκειμένων. Πρόκειται για αμφισβήτηση της Συνταγματικότητας της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας και άρα κατέληξε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο στην κρίση ότι βεβαίως οι ασφαλιστικές εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών μπορούν να καθορίζονται διαφορετικά από τις εισφορές των μισθωτών διότι πρόκειται για δύο διαφορετικές οικονομικές καταστάσεις και για δύο διαφορετικά οικονομικά υποκείμενα στο πλαίσιο που λειτουργεί η οικονομία. Αυτή τη διαφορετική περιγραφή στη νομολογία βεβαίως και μπορούμε να τη μεταφέρουμε στο πεδίο της φορολογικής νομοθεσίας»
«Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας αποδέχεται την ευχέρεια του νομοθέτη να θεσπίσει φορολογικά τεκμήρια και να ασκεί έλεγχο για φοροδιαφυγή, αυτά όμως τα τεκμήρια οφείλουν να ανταποκρίνονται σε αυτό που ο δικαστής προσλαμβάνει σαν κοινή πείρα. Τα τεκμήρια οφείλουν να είναι μαχητά, το βάρος όμως της απόδειξης της ενδεχόμενης ανειλικρίνειας το φέρει η φορολογική αρχή, όχι ο ελεγχόμενος. Ο νέος νόμος προσκρούει και στην στην κοινή πείρα αλλά και στην νομολογία του ΣτΕ, καθώς εξομοιώνει φορολογικά μισθωτούς – ελεύθερους επαγγελματίες, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικά οικονομικά υποκείμενα (…0 Το να λέει το κράτος στον φορολογούμενο έλα να σε ελέγξω αν αμφισβητήσεις το τεκμήριο παραβιάζει τουλάχιστον δύο θεμελιώδη δικαιώματα, της δικαστικής ακρόασης και της δίκαιης δίκης. Παράλληλα, ο νομοθέτης σε «απειλεί» αν θέλεις να αντιστρέψεις το τεκμήριο επιχειρώντας να κάνει μία συναλλαγή με τον φορολογούμενο».
Δείτε επίσης: «Με το νέο φορολογικό μάς λένε ότι θέλουν να κλείσουμε όλοι»
Φορολογικό νομοσχέδιο: Τι δεν λέει για τον κεφαλικό φόρο ο Κωστής Χατζηδάκης