Ο πρωθυπουργός, με αφορμή τη μεγάλη φωτιά στην Αττική, ισχυρίστηκε ότι προσπαθεί κάθε χρόνο να γίνει καλύτερος. Η δήλωση, όσο κι αν ακούγεται αντιφατική μετά από μια εκτεταμένη καταστροφή στην οποία κάηκαν 100.000 στρέμματα λίγο έξω από την Αθήνα, είναι, πάντως, απολύτως ειλικρινής.
Πράγματι προσπαθεί και πράγματι γίνεται κάθε χρόνο καλύτερος ο πρωθυπουργός.
Όχι όμως για αυτά που εμείς νομίζουμε, αλλά για όσα εκείνος υπηρετεί.
Με δυο λόγια, άλλοι είναι οι αποδέκτες της ετήσιας βελτίωσης των πολιτικών που εφαρμόζει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του και όχι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών.
Είναι, κατ’ αρχήν, οι 4 – 5 ολιγοπωλιακές ενεργειακές επιχειρήσεις που κερδοσκοπούν σε βάρος μας από τις ανατιμήσεις του ρεύματος, κερδίζοντας από την πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση κάθε χρόνο όλο και περισσότερα δις. Την ίδια ώρα που τα εκατομμύρια των πολιτών πλήττονται άγρια από την ενεργειακή ακρίβεια.
Με την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη να έχει καταφέρει να περάσει στα ΜΜΕ και μέσω αυτών και σε όλες και σε όλους μας ότι η ακρίβεια δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική του, καθώς είναι διεθνής και εισαγόμενη. Έχοντας καταφέρει να κρύψουν, με επιδέξιο είναι η αλήθεια τρόπο, τη μεγάλη αλήθεια.
Που είναι ότι τα ευρωπαϊκά κράτη που έλαβαν μέτρα για την ενεργειακή ακρίβεια και εφάρμοσαν πολιτικές ελέγχου των ανατιμήσεων, έχουν συστηματικά 3 – 4 φορές φτηνότερο ρεύμα από εμάς. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι ελληνικοί μισθοί βρίσκονται στο 60% των μέσων ευρωπαϊκών. Κι ακόμη, παρά το ότι η αγοραστική αξία των μισθών στην Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση στην Ευρώπη, αμέσως πριν τη Βουλγαρία.
Με τον ίδιο τρόπο που ο πρωθυπουργός απευθύνεται στις μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις όταν λέει ότι προσπαθεί κάθε χρόνο να γίνεται καλύτερος, απευθύνεται και σε όλες τις ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις τροφίμων, σούπερ μάρκετ και ειδών πρώτης ανάγκης. Που επίσης κερδοσκοπούν και αισχροκερδούν σε βάρος μας. Σε μια αγορά που δεν ελέγχεται από το κράτος επειδή, σαν ελεύθερη που είναι, πρέπει να αφεθεί να… αυτορυθμιστεί.
Και επειδή καμία ευρωπαϊκή αγορά δεν αυτορυθμίζεται, αλλά παντού επιβάλλονται κανόνες και δημόσιοι έλεγχοι, αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι ότι την εγχώρια ενεργειακή αγορά τη ρυθμίζουν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί παίκτες, τα ολιγοπώλια δηλαδή που την ελέγχουν.
Ο πρωθυπουργός όμως, με τον ισχυρισμό του ότι προσπαθεί να γίνεται κάθε χρόνο και καλύτερος, απευθύνεται και στις λίγες μεγάλες τεχνικές εταιρείες που έχουν αναλάβει εργολαβικά και ολιγοπωλιακά το… πρασίνισμα της ελληνικής οικονομίας, καταστρέφοντας ανεμπόδιστα το αυθεντικό πράσινο της χώρας.
Εδώ ο… πολίτης σηκώνει τα χέρια ψηλά. Γιατί είναι πράγματι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που, ο σκληρός νεοφιλελευθερισμός που εκπροσωπεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, κατάφερε να ενσωματώσει υπέρ της κερδοφορίας του μεγάλου ολιγοπωλιακού κεφαλαίου και σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος, όσο και των δημόσιων αγαθών, το μεγάλο αίτημα της «πράσινης» μετάβασης, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την αντιστροφή της κλιματικής κρίσης.
Έχοντας μετατρέψει το αίτημα για «πράσινη» ανάπτυξη σε «πράσινο» καπιταλισμό.
Γιατί προϋπόθεση, βέβαια, του διεθνούς κινήματος της κλιματικής ουδετερότητας, του κινήματος δηλαδή για τη μετάβαση σε μια οικονομία με μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, είναι η ύπαρξη ενός αυθεντικά πράσινου περιβάλλοντος.
Για τον απλό λόγο ότι είναι αυταπόδεικτο ότι ένα ακέραιο και υγιές περιβάλλον είναι προϋπόθεση για την οικολογική και την κλιματική ισορροπία.
Στη χώρα μας όμως, αυτή η προϋπόθεση της κλιματικής ουδετερότητας έχει ξεχαστεί. Το αυθεντικό πράσινο της φύσης καταστρέφεται στο όνομα μιας κατ’ επίφαση «πράσινης» και στην ουσία κερδοφόρας για λίγες μεγάλες επιχειρήσεις ανάπτυξης τεράστιων αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων.
Και είναι κοντόφθαλμοι όσοι δεν βλέπουν ότι η συγκέντρωση βιομηχανικής έκτασης μονάδων παραγωγής ΑΠΕ, εκεί που κάποτε «φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα» επιδεινώνει, αντί να αντιμετωπίζει την κλιματική κρίση.
Γιατί η απουσία αυθεντικού πράσινου επιδεινώνει το μικροκλίμα των περιοχών αυτών, καθώς ενισχύει την ξηρασία, επιτείνει την ανομβρία και συμβάλλει στην αύξηση της θερμοκρασίας.
Και επιπλέον, η αποδάσωση επιδεινώνει το πρόβλημα της λειψυδρίας και αυξάνει κατακόρυφα την απειλή πλημμυρικών καταστροφών στα κατάντι.
Επιπλέον, η απουσία του πράσινου της φύσης καταστρέφει την οικολογική ισορροπία, εξαφανίζει τη χλωρίδα και την πανίδα και δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες επιβίωσης για κάθε ζωντανό οργανισμό.
Και τέλος, η καταστροφή του αυθεντικού πράσινου καταστρέφει και την τοπική οικονομία, συμβάλλοντας και στην οικονομική και την κοινωνική ερημοποίηση της υπαίθρου.
Και δεν είναι μόνο η δασοκομία, η υλοτομία και η μελισσοκομία που θίγονται από την αλόγιστη εγκατάσταση ΑΠΕ σε κάποτε πράσινες περιοχές. Είναι και η γεωργία και η κτηνοτροφία, και η αμπελουργία και η ισχυρά ανταγωνιστική στις διεθνείς αγορές οινοποιία που πέφτουν θύματα του ιδιότυπου αυτού ολιγοπωλιακού «πράσινου» καπιταλισμού.
Ο αντίλογος έρχεται αβίαστα. Και τότε, ποια είναι η εναλλακτική για την κλιματική ουδετερότητα;
Η απάντηση είναι η κατανεμημένη στον χώρο και όχι η συγκεντρωτική χωροθέτηση των ΑΠΕ.
Κι ακόμη, η ανάθεσή τους όχι μόνο σε επιχειρηματικά συμφέροντα που επιδιώκουν μονότονα το κέρδος από την εκμετάλλευση της φύσης, αλλά η εμπλοκή στην αξιοποίησή τους και της τοπικής αυτοδιοίκησης και των τοπικών κοινωνιών.
Για δυο λόγους.
Πρώτα γιατί οι τοπικές κοινωνίες και η αυτοδιοίκηση γνωρίζουν που και πως μπορούν να χωροθετηθούν στην ύπαιθρο οι ΑΠΕ χωρίς καταστροφικές συνέπειες.
Και δεύτερον, γιατί έτσι εξασφαλίζεται φτηνό ρεύμα σε τοπικό επίπεδο.
Κι ακόμη, η λύση της αποκέντρωσης των ΑΠΕ απαιτεί τη χωροθέτησή τους όχι μόνο στα βουνά και στις πεδιάδες, αλλά και στις θάλασσες, που δόξα τω Θεώ υπάρχουν πολλές στη χώρα μας.
Οι Σκανδιναβοί, που είναι πρωτοπόροι στην «πράσινη» ενέργεια, δεν καταστρέφουν τα δάση τους, αλλά εφαρμόζουν εδώ και χρόνια την τεχνολογία της χωροθέτησης και αγκύρωσης ανεμογεννητριών σε θαλάσσιο περιβάλλον.
Στόχος, λοιπόν, της πολιτικής της ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, δεν είναι ούτε η προσαρμογή στις συνθήκες της κλιματικής κρίσης, ούτε η αντιμετώπισή της, ούτε όμως και η προστασία και η ανάδειξη του περιβάλλοντος και των δημόσιων αγαθών.
Αντίθετα, στόχος της κυβέρνησης είναι, στο όνομα της κλιματικής κρίσης, η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εκμετάλλευση της φύσης με σκοπό την κερδοφορία των ολιγοπωλίων που εκπροσωπεί.
Αν δεν ήταν έτσι, εδώ και πέντε χρόνια δεν θα ήμασταν πρωταγωνιστές στις καμένες εκτάσεις, συγκρινόμενοι με τις γειτονικές μας χώρες που μοιράζονται τις ίδιες ακραίες κλιματικές με εμάς συνθήκες.
Αν δεν ήταν έτσι, εδώ και πέντε χρόνια οι κυβερνώντες θα είχαν ασφαλώς αντιληφθεί τι φταίει στη χώρα μας και, αν και έχουμε λιγότερες δασικές πυρκαγιές, εντούτοις καίγονται πολλαπλάσιες δασικές εκτάσεις σε σχέση με την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Κύπρο, την Τουρκία, αλλά και το Μαρόκο, την Τυνησία, τη Συρία, τον Λίβανο ή την Κροατία και τη Σλοβενία.
Θα είχαν συνδέσει, δηλαδή, την αποτυχία στη διαχείριση των φυσικών καταστροφών με την ανύπαρκτη επένδυση στην πρόληψη.
Την οποία, το δημόσιο, φρόντισε φέτος να επιβάλει στους ιδιώτες, αλλά όχι και στον εαυτό του. Καθαρίζοντας, ως όφειλε, από την εύφλεκτη ύλη τις δασικές εκτάσεις και ανοίγοντας δασικούς δρόμους και αντιπυρικές ζώνες.
Η πρόληψη, όμως, κοστίζει στο δημόσιο. Και δεν φέρνει κανένα επιχειρηματικό όφελος. Δεν φέρνει δηλαδή κανένα κέρδος στα επιχειρηματικά ολιγοπώλια.
Όπως κανένα επιχειρηματικό κέρδος δεν φέρνει και το μεγάλο ζητούμενο, της εμπλοκής των δασαρχείων και των δασολόγων στην αποτελεσματική πρόληψη των πυρκαγιών, ως των μόνων που γνωρίζουν το δάσος και τα μυστικά του.
Η πρόληψη, ως δημόσια επένδυση δεν συμφέρει οικονομικά, σύμφωνα με τους λογαριασμούς της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης.
Αλλά ούτε και στην επένδυση στην κατάσβεση των πυρκαγιών καταβάλλεται ιδιαίτερη προσπάθεια, παρά το γεγονός ότι απορροφά περισσότερο από το 80% του συνολικού προϋπολογισμού του υπουργείου Πολιτικής Προστασίας. Κι αυτό γιατί η συνολική επένδυση σε αυτήν είναι ελάχιστη μπροστά στη μεγάλη ανάγκη.
Το γεγονός ότι το ποσό μόλις του 1,3% των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης διατέθηκε για την Πολιτική Προστασία κι ακόμη χειρότερα το ότι από αυτά, μόλις το 1% απορροφήθηκε μέχρι το φετινό καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι που όλοι ανέμεναν καταστροφικές πυρκαγιές, ούτε έγινε τυχαία, ούτε είναι ανεξήγητο.
Αλλά ούτε και η πρόσληψη περισσότερων δασοπυροσβεστών φέρνει κέρδη. Το αντίθετο μάλιστα. Πρώτα γιατί επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη λογιστική. Και δεύτερον, γιατί η άμεση κατάσβεση των πυρκαγιών δεν συμφέρει και πολύ τα «πράσινα» ολιγοπώλια.
Η νομοθεσία, άλλωστε, επιτρέπει πλέον, τη χωροθέτηση ΑΠΕ και σε καμένες εκτάσεις. Και συνεπώς έρχεται φτηνότερο και προτιμότερο τεχνικά στις εργολαβικές εταιρείες να εγκαθιστούν ΑΠΕ σε καμένες, παρά σε δασωμένες και πράσινες εκτάσεις.
Επιπλέον, ούτε και η οικολογική καταστροφή αποτιμάται σαν ζημιά στους νεοφιλελεύθερους λογαριασμούς.
Το ξεκαθάρισε με απόλυτη ειλικρίνεια και πάλι ο ίδιος ο πρωθυπουργός σε πρόσφατη δήλωσή του. Αναφερόμενος σε «ευτυχώς λίγους που επλήγησαν από τις πυρκαγιές». Αποτιμώντας ως πραγματική ζημιά μόνο τα καμένα σπίτια και όχι και τα καμένα οικοσυστήματα.
Αν ο ισχυρισμός ότι η κυβέρνηση δεν αγαπά τις δημόσιες επενδύσεις δεν είναι αληθής και αν τα δάκρυα του πρωθυπουργού για την οικολογική καταστροφή είναι ειλικρινή και όχι κροκοδείλια, ας το αποδείξει εδώ και τώρα.
Με δεδομένη την τεράστια οικολογική καταστροφή στην Αττική, ας κηρύξει τις καμένες περιοχές άμεσα αναδασωτέες.
Και ας αναστείλει την εφαρμογή των νόμων με τους οποίους στις καμένες περιοχές μπορούν να εγκατασταθούν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά.
Γιατί δεν το κάνει;
Τελικά ο πρωθυπουργός πράγματι προσπαθεί και πράγματι γίνεται καλύτερος κάθε χρόνο για αυτούς που εκπροσωπεί και τα συμφέροντα των οποίων υπηρετεί.
Καταφέρνει με λιγότερες πυρκαγιές σε σχέση με τους γείτονες, να έχουμε στη χώρα περισσότερες καμένες εκτάσεις.
Δηλαδή περισσότερα κέρδη για τα «πράσινα» εργολαβικά ολιγοπώλια.
Και επιπλέον φροντίζει, πράγματι, να βελτιώνει με τον χρόνο την έγκαιρη εγκατάλειψη των κατοικημένων περιοχών, με την επιτυχή χρήση του 112. Μια πολιτική που δεν ενοχλεί τα κέρδη των ολιγοπωλίων και συγχρόνως μειώνει και τις κοινωνικές αντιδράσεις απέναντι στις μεγάλες καταστροφές, καθώς μηδενίζονται έτσι τα ανθρώπινα θύματα.
Όσο για το μέλλον της χώρας με κατεστραμμένο περιβάλλον και χωρίς το προνομιακό κλίμα, χωρίς τα μεγάλα ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα, δηλαδή, που μας έκαναν υψηλό τουριστικό προορισμό και χώρα παραγωγής τόσων περιζήτητων στις διεθνείς αγορές ειδών διατροφής και αγροτικών προϊόντων, μιας χώρας χωρίς νερό και με έρημη ύπαιθρο τα επόμενα χρόνια, ε, αυτό ας το αντιμετωπίσουν οι επόμενες κυβερνήσεις.
Αυτές που θα κληθούν να διαχειριστούν τα… απόνερα της σημερινής καταστροφικής για το περιβάλλον, για το κλίμα και για το μέλλον της χώρας πολιτικής.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε με συνέπεια το χρέος της απέναντι σε αυτούς για τους οποίους εργάζεται…
Πηγή: tvxs.gr