Κλέων Γρηγοριάδης: Καμαρώνω όταν με σταματάνε και μου λένε «χαθήκατε»

Σαράντα πέντε χρόνια από την πρώτη φορά που ο πατέρας του Γιώργος Γρηγοριάδης –εξέχουσα μορφή της Αριστεράς– τον πήγε στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, ο Κλέων Γρηγοριάδης βρίσκεται ακόμη εκεί. Αλλά το θέατρο δεν είναι το μόνο «σπίτι» του, αφού, μην ξεχνώντας τις καταβολές του, επιλέγει να εμπλακεί ενεργά με την πολιτική στην πιο κρίσιμη στιγμή της νεότερης ιστορίας μας. Συμπλέει με το κίνημα Diem25 του Γιάνη Βαρουφάκη και αναλογιζόμενος τα κείμενα του Καστοριάδη ξέρει εκ των προτέρων πως θα πληρώσει το τίμημα της επιλογής του.

Φωτογραφία: Νικόλας Μακρής 

Το Θέατρο Τέχνης έχει γίνει τα τελευταία χρόνια σταθερή σας στέγη. Θέλετε να λογίζεστε ηθοποιός του ανσάμπλ;

Το Θέατρο Τέχνης είναι εδώ και πολλά χρόνια το σπίτι μου. Εδώ μπήκα το 1983, ζώντος του Κουν, και η δυνατότητα να πάρω μυρωδιά από ό,τι αντιπροσώπευε ήταν πολύ καθοριστική. Την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι ήταν η οικογένειά μου: ο Λαζάνης, ο Κουγιουμτζής, η Μάγια Λυμπεροπούλου, η Ρένη Πιττακή. Βεβαίως, κάποια στιγμή ένιωσα την ανάγκη να ψάξω άλλους τρόπους και έτσι γνώρισα τον Τάσο Μπαντή, τον Δημήτρη Καταλειφό, τη Ράνια Οικονομίδου· συνάντησα πολύ αξιόλογους σκηνοθέτες και συναδέλφους. Όταν έκλεισε αυτός ο κύκλος και δοκίμασα συνειδητά να παίξω σε πιο εμπορικό θέατρο θέλησα να επιστρέψω στο «σπίτι» μου.

Στο μεταξύ κάνατε ένα μεγάλο πέρασμα από την τηλεόραση.

Ήταν κάτι που ήθελα να δοκιμάσω. Αλλά με τον καιρό επήλθε η φθορά, γιατί η τηλεόραση σε μαθαίνει να παίζεις με τις ευκολίες σου. Το χειρότερο βεβαίως είναι ότι η τηλεόραση έχει αποδοχή ακόμη και για εκείνους που είναι κάκιστοι ηθοποιοί. Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, άρχισα να σκέφτομαι γιατί έγινα ηθοποιός.

Γιατί;

Δεν έγινα ηθοποιός για να γίνω πλούσιος ή διάσημος αλλά γιατί ένιωθα ηδονή στο θέατρο. Και αυτήν τη χαρά όχι μόνο την είχα χάσει στην τηλεόραση, αλλά έγινα και άπληστος. Είχα ξεχάσει λοιπόν ότι δεν ήταν τα λεφτά το θέμα. Ετσι, συνειδητά σταμάτησα να κάνω τηλεόραση.

Σε αυτήν τη φάση σάς συναντάμε τώρα;

Ναι. Δεν σκοπεύω να κάνω τίποτε με γνώμονα την αναγνωρισιμότητα ή τις απολαβές. Οι περισσότεροι που με συναντούν στον δρόμο μου λένε με συμπόνια: «Αχ, χαθήκατε», αλλά εγώ καμαρώνω.

Τέλος το εμπορικό λοιπόν;

Τέλος λόγω κορεσμού. Κατά τ’ άλλα η αναγνώριση ήταν μια καταπιεσμένη ανάγκη μου. Προέρχομαι από μια σχολή σύμφωνα με την οποία η τηλεόραση για τους ηθοποιούς ήταν ντροπή. Στα πρώτα δώδεκα χρόνια στο Τέχνης είχα απορρίψει πάρα πολλές προτάσεις. Όμως έπρεπε να λάβω υπόψη και τη δική μου επιθυμία· γιατί ήμουν ψώνιο, ήθελα να με γνωρίζει όλος ο κόσμος.

Κουβαλάτε ακόμη ίχνη ψώνιου;

Θα σας πω το εξής: κάναμε πρόβα με τον Τάσο Μπαντή και άρχισα να αναρωτιέμαι φωναχτά γιατί δεν είμαι καλός. Και τότε εκείνος μου απάντησε: «Γιατί ενδιαφέρεσαι να μας αρέσεις. Και αυτό σε εμποδίζει να είσαι ελεύθερος». Με φοβερή υπομονή και δουλειά βγήκα ένα βράδυ και έδωσα μια τέλεια ερμηνεία. Την επόμενη ημέρα είχα επιστρέψει στα ίδια βασανιστικά σκατά και τότε ο Τάσος μου είπε πως «το δαιμόνιο αυτό δεν θα το νικήσεις ποτέ. Όμως εκείνο που ξεχωρίζει όσους αγαπάμε και εκτιμάμε είναι ότι αντιστέκονται σταθερά σε αυτό». Το σκέφτομαι κάθε φορά προτού βγω στη σκηνή.

Και τώρα «Γλάρος» του Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή. Είναι δύσκολο να μιλάτε στο θέατρο για το θέατρο;

Στην παράστασή μας είναι ακόμη πιο έντονο αυτό, γιατί οι ήρωες του «Γλάρου» είναι θεατές όταν δεν βρίσκονται επί σκηνής. Από την άλλη, είναι απελευθερωτικό αφού δεν έχεις το στρες να βγεις από την κουίντα στο φως της σκηνής, εξοικειώνεσαι με το κοινό.

Το θέατρο εκτός από τέχνη είναι και ανθρώπινη κατάσταση;

Α, βέβαια. Οι άνθρωποι είναι βιρτουόζοι της υποκριτικής γιατί αλλιώς δεν βγαίνει.

Το θέατρο ήταν για εσάς ένα είδος επανάστασης;

Είχα την τύχη να μεγαλώσω ανάμεσα σε τρεις γιατρούς οι οποίοι, όπως λένε, αξιώθηκαν να έχουν έναν καλλιτέχνη στην οικογένεια. Στον αξιακό κώδικα των γονιών και της αδερφής μου η καλλιτεχνία ήταν σημαντικότερος κλάδος από την επιστήμη. Καμάρωναν σαν γύφτικα σκεπάρνια όταν φοιτούσα στο Θέατρο Τέχνης. Και όταν άρχισα να δουλεύω στην τηλεόραση ο πατέρας μου μου ζήτησε να σταματήσω προτού καταστραφώ. Του είπα: «Βγάζω πολλά λεφτά», μα μου απάντησε: «Θα σ’ τα δίνω εγώ γιατί έχω διαγνώσει ότι έχεις ταλέντο». Η μόνη μου επανάσταση λοιπόν ήταν να γίνω «επώνυμος».

Ποια ήταν τα ερεθίσματα από τον πατέρα σας Γιώργο Γρηγοριάδη;

Στα έξι μου χρόνια τον επισκεπτόμουν στον Κορυδαλλό ως κρατούμενο της χούντας. Δεν θα ξεχάσω τη βάρβαρη σύλληψή του από έξι πάνοπλους άντρες. Έκτοτε κατάλαβα ότι οι αρχές δεν εκπροσωπούν πάντα τη νομιμότητα και επειδή ζούσαμε για καιρό με την αγωνία αν ο πατέρας μου θα εκτελεστεί ήταν κάπως δεδομένο ότι θα εξελιχτώ σε πολιτικό ον. Χωρίς να έχω στεγανά πως η Δεξιά έχει άδικο και η Αριστερά δίκιο. Πέρασα από τον Ρήγα Φεραίο για δύο χρόνια, ο μπαμπάς μου ήταν υποψήφιος βουλευτής του ΚΚΕ εσωτερικού, ο θείος μου ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος και διαπίστωσα από κοντά αυτό που έχει πει και ο Νίκος Πουλαντζάς πως «η εξουσία διαφθείρει τον φορέα της».

Παρ’ όλα αυτά συμμετέχετε τώρα στον νέο πολιτικό φορέα, το Μέτωπο Ευρωπαϊκής Ρεαλιστικής Ανυπακοής (ΜέΡΑ25), που ίδρυσε ο Γιάνης Βαρουφάκης. Γιατί παίρνετε αυτό το ρίσκο;

Καταρχάς δεν με ενδιαφέρει να ασκήσω διοίκηση εμπλεκόμενος με την πολιτική. Κατά δεύτερον γιατί μέχρι πριν από έξι μήνες ήμουν θυμωμένος, αηδιασμένος, σοκαρισμένος, καταθλιμμένος. Με τη βοήθεια του Γιάνη Βαρουφάκη αποφάσισα να αντιδράσω. Συνειδητοποίησα ότι έως το 2060 η χώρα θα λιμοκτονεί. Η Ελλάδα θα χρωστάει πολύ περισσότερα δισ. και θα διαιωνιστεί η δουλοπαροικία. Αντιμετωπίζουμε σοβαρό έλλειμμα δημοκρατίας στην ΕΕ, καθώς τα ισχυρά μέλη της έχουν υποκαταστήσει όλα τα θεσμικά όργανα και η αποκατάσταση της νομιμότητας επαφίεται στον πατριωτισμό των Ευρωπαίων. Την ίδια ώρα στην Ελλάδα έχουμε μια κυβέρνηση η οποία ασκεί μια πολιτική με την οποία –όπως ισχυρίζεται– διαφωνεί, καθώς υπονομεύει κάθε δυνατότητα ανάκαμψης. Η δε αντιπολίτευση που έχει ασκήσει εξίσου τραγελαφικές πολιτικές στο παρελθόν πιστεύει απόλυτα αυτή την πολιτική παρότι την καταψηφίζει.

Πριν από τρία χρόνια ωστόσο είχατε χαρακτηρίσει τον Αλέξη Τσίπρα «πιο άξιο πρωθυπουργό μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Το πιστεύετε ακόμη;

Ο Τσίπρας είναι επικεφαλής της καλύτερης κυβέρνησης από τη μεταπολίτευση έως τώρα. Δεν τη βαραίνει κανένα μεγάλο σκάνδαλο, έχει δώσει πρόσβαση στο (άθλιο μεν) σύστημα υγείας και ελευθέρας στις δημόσιες μετακινήσεις σε δυόμισι εκατομμύρια ανέργους. Νομίζω ότι έχει άλλο ύφος και ήθος διακυβέρνησης. Ολα αυτά βεβαίως δεν αναιρούν πως η πολιτική αυτή δεν αντιπροσωπεύει μια αριστερή κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ κράτησε ακροδεξιά θέση στο μεταναστευτικό, αφήνοντας χιλιάδες ανθρώπους να σαπίζουν στα λασπόνερα. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν με αφορά η ιδεολογική απόσταση που με χωρίζει από τον ΣΥΡΙΖΑ –θα δεχόμουν ακόμη και να μας σώσουν δεξιοί–, αλλά ότι η πολιτική αυτή δεν βγαίνει. Η Ελλάδα έχει υπογράψει για πρωτογενή πλεονάσματα 2% μέχρι το 2060. Είναι ολοφάνερο ότι δεν πρόκειται να επιτευχθούν ύστερα από 40 χρόνια μεγάλης φτώχειας και ακραίας φορολογίας χωρίς θα γίνει κούρεμα του χρέους. Πρέπει να αλλάξει η συνταγή.

Ύστερα από τόσες διαψεύσεις έχετε εμπιστοσύνη στον Γιάνη Βαρουφάκη;

Αν ο Βαρουφάκης ήθελε να κινηθεί εκ του ασφαλούς θα είχε συνθηκολογήσει με την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ, θα είχε επιστρέψει με το κεφάλι ψηλά αφού είχε κάνει μια διαπραγμάτευση που όμοιά της δεν είχαμε ξαναδεί, θα εξακολουθούσε να είναι υπουργός Οικονομικών. Παρ’ όλα αυτά επέλεξε τη ρήξη ενώ ήξερε πως θα δαιμονοποιηθεί από όλους. Δεν έβαλε δηλαδή το συμφέρον του πάνω από το συλλογικό συμφέρον και έμεινε σταθερός στα πιστεύω του. Είναι ένας φωτισμένος οικονομολόγος, τακτικός καθηγητής στο Κέιμπριτζ και συνεργάτης με άλλα δεκαεπτά πανεπιστήμια του κόσμου, κατάσταση που του εξασφαλίζει πλουσιοπάροχη ζωή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να αλλοτριωθεί, αλλά έχω ισχυρούς λόγους να πιστεύω πως δεν θα το κάνει.

Σε προσωπικό επίπεδο δεν φοβάστε ότι το κοινό θα σας αντιμετωπίσει με σκεπτικισμό;

Είναι βέβαιο ότι θα δυσαρεστήσω πολλούς γιατί εμπλέκομαι με ένα εξωκοινοβουλευτικό κόμμα που εισηγείται ρήξη με μονομερείς ενέργειες.

Εισηγείστε δηλαδή επιστροφή στη δραχμή;

Μπροστά στη δουλοπαροικία της επόμενης πενηνταετίας πιστεύουμε πως είναι προτιμότερη η πτώχευση ακόμη και εκτός ευρώ. Το κόστος της εξόδου μας υπολογίζεται σε τρία τρισ. για την ΕΕ και θα πάρει πάνω από είκοσι χρόνια για να επιτευχθεί. Αυτή είναι η έσχατη λύση, γιατί εννοείται πως προτεραιότητά μας είναι το πρόβλημα να λυθεί εντός ευρώ. Σαφώς θα είναι μεγάλο δεινό, αλλά υπάρχει και το φοβερότερο: η συνέχεια της παρούσας κατάστασης. Θα χάσουμε από το ΑΕΠ μας 7-18% μονομιάς, αλλά μέχρι σήμερα στην κρίση των οκτώ ετών έχουμε χάσει 26% του ΑΕΠ.

Αν χρειαστεί, τι θα επιλέξετε ανάμεσα στο θέατρο και την πολιτική;

Είμαι ερωτευμένος με το θέατρο, οπότε είναι προφανές τι θα επιλέξω. Εδώ απλώς ανταποκρίνομαι σε έκτακτες περιστάσεις γιατί έχω πειστεί ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Ετικέτες