Ενα σαρανταοκτάωρο εμβύθισης στα συμπαγή και συνεκτικά επιτεύγματα της Κλερ Κίγκαν, οι σελίδες των οποίων με εντυπωσίαζαν ολοένα και πιο πολύ, ιδίως όταν κάποιες από αυτές τις διάβαζα τρεις και τέσσερις φορές.
Είναι γνωστό και ωραίο το ότι Ιρλανδούς του νότου μάς λένε οι Ιρλανδοί κι εμείς Ελληνες του βορρά λέμε τους Ιρλανδούς. Διατηρούμε μια κοινή ψυχονοητική ιδιοσυστασία, μιαν αγάπη για τα γλέντια που εκτροχιάζονται ευπρόσδεκτα, η παραδοσιακή μουσική τους έχει συνάφειες με τη δική μας και μας συνέχει κάτι το αγέρωχο, το ατίθασο και το ανυπάκουο.
Το Σμαραγδένιο Νησί και το γαλάζιο Αιγαίο δεν αντέχουν τις πιέσεις και εξεγείρονται ενάντια στους καταναγκασμούς, γεννούν σπουδαίους λογοτέχνες, έχουν ταλανιστεί από τυράννους και, βέβαια, ρέπουν προς τις εμφύλιες ταραχές, αλλά ξέρουν να επιζητούν και τη γαλήνη.
Η λογοτεχνία της Ιρλανδίας έχει πιστούς αναγνώστες μες στους αιώνες και στις δεκαετίες, ιερά τέρατα όπως ο Τζέιμς Τζόις και ο Σάμιουελ Μπέκετ λατρεύονται και δεν παύουν να μεταφράζονται και να συζητιούνται με πάθος στη χώρα μας.
Υπό τους ήχους λοιπόν των Pogues, των Fontaines D.C. και των Flogging Molly πέρασα ένα σαρανταοκτάωρο εμβύθισης στα συμπαγή και συνεκτικά επιτεύγματα της Κλερ Κίγκαν (Claire Keegan, γενν. 1968), οι σελίδες των οποίων με εντυπωσίαζαν ολοένα και πιο πολύ, ιδίως όταν κάποιες από αυτές τις διάβαζα τρεις και τέσσερις φορές, όπως συνήθως συμβαίνει όταν βρίσκομαι αντιμέτωπος με ποιήματα που μου παίρνουν το μυαλό.
Τέσσερα βιβλία της (από τα πέντε που έχει εκδώσει) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, όλα μεταφρασμένα ανεπίληπτα από τη Μαρτίνα Ασκητοπούλου, και στοιχηματίζω ότι δεν θα αργήσει να κυκλοφορήσει το «Walk the blue fields» (2007), το δεύτερο βιβλίο της.
Το πρώτο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ανταρκτική», εκδόθηκε το 1999 (εδώ μόλις πριν από μερικές ημέρες) και μεμιάς εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς. Δεκαπέντε σφιχτοδεμένες ιστορίες, όπου δεσπόζει μια βαθιά ενσυναίσθηση, συνοδευόμενη από σπάνια τρυφερότητα και εμβριθέστατη γνώση του ψυχισμού των ανθρώπων στο γέρμα του 20ού αιώνα.
Η Κίγκαν σκηνοθετεί περιστατικά φαινομενικής νηνεμίας όπου εντούτοις ελλοχεύουν απειλές, καραδοκούν καταστροφές, ενίοτε μάλιστα ανατρέπονται αναπάντεχα τα πάντα. Το οικείο συμπλέκεται με το ανοίκειο, το ονειρώδες γίνεται εφιαλτικό, το τοπίο είναι άλλοτε η αγροτική επαρχιακή Ιρλανδία και άλλοτε ο αμερικανικός λαβύρινθος. Οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ η ματαίωση διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο.
Στο πιο συγκινητικό, κατά τη γνώμη μου, διήγημα «Αγάπη μες στα αγριόχορτα» η επαγγελία ενός υπό αναγκαστική δεκαετή αναστολή μεγάλου έρωτα πραγματώνεται, αλλά όχι δίχως την παρέμβαση ενός απρόσμενου παράγοντα που αφήνει μετέωρα και ανοιχτά τα ενδεχόμενα. Είναι, το δίχως άλλο, σπαρακτικό να αναμένεις μες στην απομόνωση ένα ραντεβού επί δέκα χρόνια, μια συνάντηση με τον άνθρωπο που λάτρεψες και εξακολουθείς να λατρεύεις, συνάντηση που θα οδηγήσει σε μιαν αείζωη συνύπαρξη. Και, βέβαια, είναι ακόμη πιο σπαρακτικό να συντελείται η συνάντηση αλλά όχι όπως την προσδοκούσες.
Οι γιορτινές ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς φαίνεται ότι είναι ο προνομιακός χρόνος εκτύλιξης των ιστοριών της Κίγκαν, δείτε το διήγημα «Ανταρκτική», με την εναλλαγή ευδαιμονίας και μακάβριου· επίσης το «Περίεργο όνομα για αγόρι», το «Αντρες και γυναίκες» και την αριστουργηματική νουβέλα «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» (2021) που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Τιμ Μίλαντς με πρωταγωνιστή τον υπερευαίσθητο Κίλιαν Μέρφι.
Ο μινιμαλισμός της Κίγκαν είναι καλώς συγκερασμένος, θαυμαστά ποιητικός, έμπλεος αιφνίδιων περιπλοκών. Το συγκινησιακό εναλλάσσεται με μιαν οξύτατη κοινωνική κριτική, καθιστώντας τα γραπτά της εντέλει πολιτικά. Η αγάπη, έχει επισημάνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, η άδολη και εμπράγματη αγάπη, μοιάζει να είναι η απάντηση της Ιρλανδής δημιουργού στα όποια δεινά μιας ταχύρρυθμης εποχής, μια αγάπη που θριαμβεύει αμόλυντη, εν μέσω μυστικών και μιας τραγωδίας, όπως διαπιστώνουμε στη νουβέλα «Τα τρία φώτα».
Απεναντίας, όταν το δώρο και το χάρισμα της αγάπης δεν τελεσφορούν (από αδυναμία, από ατολμία) άχαρη γίνεται η ζωή, όπως τονίζει η Κίγκαν στο μόλις πενήντα σελίδων πιο πρόσφατο (2023) βιβλίο της «Πολύ αργά πια», όπου ο ψοφοδεής πρωταγωνιστής χάνει, κωλυσιεργώντας βλακωδώς, την ευκαιρία της δοτικότητας.
Τα παιδιά που τα ξέρουν, τα διασθάνονται και τα καταλαβαίνουν όλα είναι πάντα παρόντα στο έργο της Κίγκαν, η οποία τα επιφορτίζει με το λυτρωτικό καθήκον να διαυγάζουν την πραγματικότητα και να μας διδάσκουν το πώς να αγαπάμε, το πώς να δινόμαστε.
Η αξιέπαινη, μόνιμη μεταφράστρια της Κλερ Κίγκαν, η Μαρτίνα Ασκητοπούλου, συνοψίζει μεστά τη σημασία της Ιρλανδής πολυβραβευμένης συγγραφέα και των ηρώων της: «Μικρά κορίτσια και αγόρια που καταλαβαίνουν πιο πολλά απ’ ό,τι παραδέχονται. Αντρες που εγκλωβίζονται στους ρόλους τους, μέχρι που τα σίδερα γύρω τους λυγίζουν και δεν ξέρουν αν θέλουν να βγουν έξω ελεύθεροι. Γυναίκες που ξέρουν τι θέλουν και πληρώνουν το τίμημα. Γυναίκες που ψάχνουν αυτό που θέλουν και μένουν μετέωρες. Γυναίκες που θέλουν να πάρουν εκδίκηση, να θυμώσουν, να παλέψουν, να ξεφύγουν, που θέλουν να είναι κάτι άλλο, λίγο πιο πολύ και λίγο πιο έντονα».
Face Control
Ολβιος ο συγγραφέας που διαθέτει θαρραλέες, ευειδείς και γοητευτικές εκδότριες και καλή η τύχη του, όπως ομολογώ περιχαρής συμβαίνει σ’ εμένα, καθώς με έχουν αναλάβει η Εύα Καραϊτίδη, η Μάγκυ Μίνογλου και η Πόλα Καπόλα, η οποία διευθύνει με προσήνεια, χαμόγελο και οξυδέρκεια τις λαμπρά ποιοτικές εκδόσεις νήσος που μας έχουν προσφέρει κρίσιμα έργα της Σχολής της Φρανκφούρτης, του Μισέλ Φουκώ, του Ιμμάνουελ Καντ, ενώ προσφάτως έστησαν μια λίαν πετυχημένη, εκλεκτική σειρά ελληνικής πεζογραφίας με ωραίο μεράκι, φροντίδα, κέφι και ευαισθησία στο στρατηγείο της Πόλας, όπου συναντιούνται η εκδότρια και οι συγγραφείς της με θέα τον Παρθενώνα και μέσα σε ένα θαλπερό περιβάλλον.