Κλέλια Ρένεση: Κάνει κύκλους η βία και μας περιτριγυρίζει

Κλέλια Ρένεση: Κάνει κύκλους η βία και μας περιτριγυρίζει
Φωτογραφία Αγγελική Παπαϊωάννου

Βρεθήκαμε με τον ηθοποιό στο σπίτι της, την ώρα που στην πόλη άναβαν τα φώτα και πύρωναν οι φλόγες της κρατικής καταστολής στη Νέα Σμύρνη, για μια κουβέντα για όσα ζούμε, τον Μανού Τσάο και τον Σωκράτη Μάλαμα και τη ροκ εν ρολ φάση της μητρότητας.

Η Κλέλια Ρένεση δεν δίνει συνεντεύξεις παρόλο που της το ζητάνε συνέχεια, είτε λόγω της αναγνωρισιμότητάς της από την τηλεόραση είτε λόγω των θαρραλέων απόψεών της στα social media. Η ίδια τα ξέρει όλα αυτά αλλά θέλει να παίξει το παιχνίδι με τους δικούς της όρους. Μεταφέρω εδώ το σχόλιο μιας άλλης γυναίκας για τη Ρένεση, όπως το έγραψε δημόσια: «Είναι από τις γυναικάρες που αντί να ξυπνούν τα «πάθη» και τα «μίση» μεταξύ γυναικών –καίτοι το πρότυπό της δεν μας εκφράζει– έχει όλη την αγάπη και τη συμπάθειά μας. Όχι ως Καίτη Κίτσο (σ.σ.: ο χαρακτήρας που υποδύεται στο «Μην αρχίζεις τη μουρμούρα»), αλλά ως Κλέλια με φωνή, σκέψη και στάση ζωής». Αυτά ακριβώς τα στοιχεία της, τη σθεναρή φωνή, τη βαθιά σκέψη και την ακεραιότητα στον τρόπο που ζει, η Ρένεση τα φανέρωσε γενναιόδωρα κατά την αφήγησή της.

Όταν της ζήτησα να μου ψήσει ελληνικό καφέ στις 11 το βράδυ μου απάντησε: «Όλοι οι φίλοι που περνάνε από δω πίνουν κρασιά ή τσίπουρα τέτοια ώρα. Ομολογώ πως καφέ και μάλιστα ελληνικό δεν μου έχει ζητήσει κανείς». Ίσως γιατί η ίδια δεν πίνει ποτέ καφέ.

Τι πιστεύετε ότι σας κάνει τόσο δημοφιλή στα social media;

Δεν έχω ιδέα. Μόνο βαρετές υποθέσεις μπορώ να κάνω. Ίσως ότι δεν πολυβγαίνω να δίνω συνεντεύξεις ούτε εκφέρω γενικά γνώμη και άποψη, εξαιρουμένου του τελευταίου καιρού που είμαι λίγο ανήσυχη και αυτό φαίνεται είτε στον τρόπο που παίζω είτε στο πώς μιλάω με το παιδί μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είμαι δημιουργική ή ότι θολώνει το μυαλό μου από την πολλή ανησυχία. Συνήθως προσπαθώ να είμαι ουσιαστική σε ό,τι κάνω και να μη χάνομαι στη θεωρία. Δεν είμαι πολύ της θεωρητικολογίας ούτε μπορώ να συνομιλήσω εύκολα με θεωρητικούς ανθρώπους. Ίσως πάλι ο λόγος μου έχει αμεσότητα, όπως και η υποκριτική μου. Απάντηση σωστή πάντως δεν θα πάρετε.

Αν αναζητήσει κάποιος το όνομά σας στο google θα πέσει πάνω σε έναν χαρακτηρισμό που σας έχουν αποδώσει κάποια ΜΜΕ: «σεξοβόμβα». Τον θεωρείτε ευτελή;

Η ταμπέλα αφορά εκείνους που τη βάζουν. Προσωπικά δεν με αφορούν οι ταμπέλες ούτε τις χρησιμοποιώ για τους άλλους. Δεν θα ήθελα ποτέ να παγιδευτώ στον τίτλο της όμορφης. Δεν έπαιξα ποτέ αυτό το παιχνίδι. Κάποια στιγμή στη διάρκεια της καριέρας μου που μετράει 20 χρόνια κλήθηκα να κάνω κάποιες φωτογραφίσεις –ιδίως όταν ήμουν νεότερη– και πειραματιζόμουν με την εικόνα και τον ρόλο που μπορεί να εξυπηρετεί. Τη διαδικασία αυτή δεν την απόλαυσα καθόλου, δεν μου έκανε κάποιο γκελ. Ποτέ δεν πότισα το λουλούδι αυτό. Άλλοι το πότισαν για μένα και για να εξυπηρετήσουν τις δικές τους φυλλάδες. Δεν μπορείς να είσαι ένας τίτλος για όλο τον κόσμο. Μπορεί πάλι αυτό να είμαι για έναν συγκεκριμένο άνθρωπο και σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Μια γυναίκα για να αισθανθεί σέξι πρέπει να βρει το προσωπικό της αντικείμενο του πόθου. Εγώ δεν μπορώ να νιώσω σέξι κοιτώντας έναν φακό ή κάνοντας την όμορφη. Μου θυμίζει όλο αυτό τον Φρανκ Σινάτρα που κοίταγε τον εαυτό του στον καθρέφτη και τραγούδαγε. Δεν είμαι σεξοβόμβα, μάνα μου.

Αναρωτιέμαι αν ο κόσμος παραξενεύεται από μια «σεξοβόμβα» που έχει στιβαρό πολιτικό λόγο και άποψη.

Αισθάνομαι σαν ένα πουλί που γυρνάει πάνω από μια χώρα και το νοιάζει μόνο πού θα βρει να πιει νερό. Δεν ξέρω αν ήμουν έτσι ανέκαθεν. Πάντα ήμουν ένα μοναχικό παιδί που πήγαινε στα πάρτι και καθόταν και κοίταζε τους άλλους. Βέβαια ήμουν και τσαούσα· έμπαινα στο γιούχου, στον χαμό. Είχα από μικρή το ταλέντο να παρατηρώ από απόσταση ό,τι γίνεται, ακόμη κι αν ήμουν κι εγώ μέσα σε αυτό. Κάτι με κράτησε στο να είμαι πολύ στιβαρή μες στο συνονθύλευμα της ανταλλαγής και της προσφοράς των συναισθημάτων. Αυτό αφορά όλες τις σχέσεις των ανθρώπων, τις επαφές. Ακουμπάω δηλαδή στα πάντα, αλλά με πολύ μεγάλη διάθεση να ξαναβγώ.

Η Τάνια Τσανακλίδου στην πρόσφατη συνέντευξή της μου είπε πως δεν θα βάλουμε ίσα και όμοια την κλοτσιά του Κιμούλη με τους παιδοβιασμούς του Λιγνάδη. Συμφωνείτε μαζί της;

Συμφωνώ, αλλά θα έλεγα ότι αποτάσσομαι κάθε μορφή βίας, σε κάθε πλαίσιο. Δεν είμαι βίαιος άνθρωπος, δεν έχω βίαια ένστικτα, δεν έχω βιαιοπραγήσει ποτέ. Δεν δέχομαι τη βία ως λύση. Κατανοώ και αντιλαμβάνομαι ότι η φύση και οι νόμοι του σύμπαντος έχουν βία μέσα τους – μια έκρηξη σε ένα αστέρι να γίνει, θα βγει μια μοιραία βιαιότητα. Κάνει κύκλους η βία και μας περιτριγυρίζει. Μια θυσία με την καλή έννοια όμως –όχι το ανθρώπινο αίμα δηλαδή– παίζεται σε ψυχολογικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Οι θυσίες δυστυχώς είναι απαραίτητες σε κάποιες περιπτώσεις ώστε να ξυπνήσουν συνειδήσεις και να κινηθούν μερικές καταστάσεις.

Προσωπικά νομίζω πως οι άνθρωποι βιώνουν τα πάντα σήμερα σε συνθήκες σοκ.

Ισχύει απόλυτα, ειδικά όταν είναι εθισμένοι σε αυτό το κουτί που λέγεται τηλεόραση και έχουν μάθει να σκέφτονται με ό,τι τους σερβίρουν. Ο άνθρωπος δεν ξέρει πλέον από ποια είδηση να κρατηθεί και πώς να την αξιολογήσει. Επομένως αυτός ο άνθρωπος χρειάζεται βοήθεια για να καταλάβει κάποια πράγματα. Υπάρχουν άνθρωποι αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα που δεν θα μάθουν ποτέ τι ακριβώς έγινε στην πλατεία Νέας Σμύρνης ή σε οποιοδήποτε άλλο περιστατικό με το οποίο εμείς ασχολούμαστε παραπάνω. Είναι ένα χάος πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό. Δεν γίνεται όμως να ξεδιαλύνει κάποιος την ομίχλη και να κοιτάει από παντού. Θα κοιτάει πάντα από τη δική του τη μεριά και θα λέει: «Εγώ μια αλεπού είδα και δεν πά’ να είδατε εσείς πέντε λιοντάρια».

Συμφωνείτε πως ενώ έναν λαό οι κυβερνήσεις τον «πηδάνε» με μνημόνια και φτωχοποίηση, όταν του βάλουν τον αστυφύλακα απέναντί του φαίνεται να ξυπνάει και να διεκδικεί το δίκιο του;

Μα ο πολίτης πού θα βρει τον πολιτικό για να διαμαρτυρηθεί; Ο αστυνομικός είναι το θεσμοθετημένο όργανο του κράτους, είναι ο εντολοδόχος των κυβερνώντων. Σε αυτόν επομένως έχει πρόσβαση ο καθένας και γι’ αυτό εναντιώνεται στο όργανο της τάξης. Μη γελιόμαστε, οι αστυνομικοί δεν είναι από άλλον πλανήτη, δεν είναι κάποια αξιοπερίεργα ζώα που μυρίζουν διαφορετικά. Άνθρωποι είναι που θέλουν δεν θέλουν εξυπηρετούν το θεσμικό πλαίσιο του κράτους. Οπότε αυτό το πλαίσιο καταπιέζει τον πολίτη και καταπατά τα δικαιώματά του, έχει το δικαίωμα να εκφράσει τη διαμαρτυρία του με μια πορεία ή με μια απεργία. Εγώ π.χ. σταματώ να παράγω έργο για την κοινωνική αλυσίδα μέχρι να ακουστεί το αίτημά μου. Ο ύστατος τρόπος αντίδρασης είναι να επιτεθείς σε ένα όργανο της τάξης, στη στολή αυτή καθαυτή. Φυσικά υπάρχουν και πολλοί άλλοι τρόποι για να επιβάλει την τάξη αυτό το όργανο της τάξης. Κι εκεί φοβάμαι ότι χάνεται η μπάλα. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που έχει παραλύσει εδώ και έναν χρόνο ψυχοκοινωνικά, ένα τσαφ να γίνει ποιος θα την πληρώσει; Ο Μητσοτάκης; Που θα πά’ να τον βρουν; Γι’ αυτό τον λόγο λέμε ότι για τις συρράξεις στους δρόμους φταίνε ξεκάθαρα οι πολιτικοί.

Πώς γνωρίσατε τον Μανού Τσάο, τον οποίο ακούγαμε πολύ με τους Mano Negra στις αρχές του ’90;

Εγώ δεν ήξερα τους Mano Negra γιατί δεν ήταν ακριβώς της εποχής μου. Ήξερα δυο τρία κομμάτια τους μέχρι που βγήκε το «Clandestino» κάπου το ’97. Είχα αγοράσει το CD κι εκεί άρχισα να τον παρακολουθώ στη σόλο καριέρα του. Η γνωριμία μας προέκυψε τυχαία: βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη όπου θα έδινε συναυλία και στο φιλικό περιβάλλον της διοργάνωσης υπήρχε ο Στεφανίδης, αδερφικός μου φίλος. Με κάλεσε λοιπόν να βοηθήσω λίγο με τις μεταφράσεις – γνώρισα την μπάντα και τους λάτρεψα όλους. Θυμάμαι ότι αμέσως έπιασα τον κιθαρίστα του και του έμαθα τον ρυθμό του χασάπικου. Είχαν πάθει πλάκα με τα δικά μας 9/8. «Είσαι τρελή;» μου λέγανε. Γνωριστήκαμε με τον Μανού σε πολύ φιλικό επίπεδο, της ταβέρνας θα έλεγα, αλλά μέχρι εκεί.

Αληθεύει ότι κάνατε ένα ταξίδι στο πλαίσιο πιο εσωτερικών αναζητήσεών σας;

Όπως το λέτε έγινε. Είχε περάσει ένας χρόνος από τη γνωριμία μου με τον Μανού Τσάο. Δεν ήξερα τι θέλω, τι κάνω, πού βρίσκομαι, είχα χάσει την μπάλα. Αποφάσισα να σταματήσω να δουλεύω για να βρω έναν τρόπο να την παλεύω αλλιώς. Πήρα ένα αμάξι και έφυγα από την Ελλάδα με σκοπό να μην ξαναγυρίσω αν δεν μάθαινα τουλάχιστον τι ήταν αυτό που με τριβέλιζε. Με μια φίλη μου και τη μάνα της κάναμε τον γύρο της Ευρώπης, αλλά αυτές θα εγκατέλειπαν σε κάποια φάση.
Περάσαμε Ιταλία, Γαλλία και στην Ισπανία είχα δει ότι θα έδινε συναυλία ο Μανού στη Χιρόνα, ένα μέρος που θα επισκεπτόμουν. Η συναυλία ήταν πριβέ, κλειστή, μόνο με προσκλήσεις. Αναγκάστηκα να τηλεφωνήσω στον μάνατζερ του Μανού. Του είπα να κάνει κάτι να δω τη συναυλία, έχοντας πάρει μαζί μου κρασιά, τυριά και λουκάνικα από την Ελλάδα. Κλασική Ελληνίδα με το ελαιόλαδο και τη ρακή της (γέλια). Πήγαμε στη συναυλία και μετά κάναμε τσιμπούσι όλοι μαζί. Ο Μανού με υποδέχτηκε θερμά και στη ζωή του και στη Βαρκελώνη.

Ένα ταξίδι επομένως που κατέληξε παράδεισος.

Δεν ήταν παράδεισος. Αντιθέτως, ήταν ένα ταξίδι-κυνήγι της ίδιας μου της σκιάς. Όταν έφτασα εκεί άρχισε να ξεθολώνει το τοπίο και να καταλαβαίνω για ποιον λόγο έκανα το ταξίδι. Μέσω του Μανού πήρα τις απαντήσεις μου. Όταν τον γνώρισα καλύτερα εισέπραξα τη δύναμη εκατό λιονταριών σε έναν άνθρωπο μινιόν, θα έλεγα. Πάντα δοτικός και χαρούμενος, γενναιόδωρος και εξωστρεφής σε όλα τα πράγματα. Τόσο εκτεθειμένος στο αγιάζι και στην αγάπη που δεν μπορούσες να μην τον χαρακτήριζες συγκλονιστικό.

Όταν εμφανιστήκατε γυμνή με τον Μανού Τσάο στο βιντεοκλίπ «Moonlight Avenue» περιμένατε να δημιουργηθεί ο ντόρος που έγινε;
Το έκανα, εμφανίστηκα ολόγυμνη και από κάτω μπήκαν άπειρα σχόλια που ρώταγαν αν είμαι βίζιτα. Δεν μάτωσα ρουθούνι, παρόλο που αυτό θα με ακολουθεί για πάντα. Ακόμη και σήμερα που εκφράζω πολιτική γνώμη πάντα θα βρεθεί κάποιος να πει: «Τι να μας πει κι αυτή τώρα που μας έδειχνε τα βυζιά της;». Γιατί να είναι ντροπή για μια γυναίκα να κολυμπάει γυμνή στη θάλασσα; Τι καθιστά αυτό το πράγμα πρόστυχο; Δεν υπήρχε ούτε μία σκηνή μες στο κλιπ που να αγγιζόμαστε με τον Μανού. Όταν ο άλλος αυτό το βλέπει σεξιστικό ή προκλητικό, ε δεν είναι δικό μου πρόβλημα.

Με τον Σωκράτη Μάλαμα πώς προέκυψε η συνεργασία σας;

Ήμασταν στα βουνά της Κρήτης με τον Μανού και ακούσαμε στο ραδιόφωνο τον Μάλαμα στα «Διόδια». Ο Μανού τον χαρακτήρισε «Greek blues». Εκείνο τον καιρό είχα γράψει το τραγούδι «Ανατολή» κι έλεγα πως δεν μπορούσα να τραγουδήσω το ρεφρέν. Πρότεινα να πάρουμε έναν άλλο τραγουδιστή αλλά ο Μανού δεν πολυήθελε, μια και το πρότζεκτ ήταν των δυο μας. Όταν του πρότεινα να καλέσουμε τον Σωκράτη να πει το ρεφρέν μού είπε να το κάνω, αφού επρόκειτο για δικό μου τραγούδι. Του στείλαμε το κομμάτι κι όταν ξανάρθε στην Αθήνα μου έκανε υποδείξεις για τους στίχους, με συγύρισε κάπως.

Αν σας ζητούσα να μου κάνετε μια σύγκριση μεταξύ Μανού Τσάο και Σωκράτη Μάλαμα;

Δεν συγκρίνονται αυτοί οι δύο άνθρωποι, είναι τεράστιοι και σημαντικοί σε αυτό που κάνουν. Δεν είναι απλώς αυτόφωτοι, είναι δυο περσόνες και δυο ολότητες. Είναι άνθρωποι που φωτίζουν άλλους ανθρώπους, οπότε έχουν πολλά κοινά και άλλα τόσα τελείως αντίθετα. Όπως τους γνώρισα εγώ, είναι σαν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια της περσόνας στην τέχνη;

Θα προσπαθήσω, αν κι είναι δύσκολο να το εκφράσω με λέξεις. Περσόνα είναι ο άνθρωπος που δημιουργεί ο ίδιος τις συνθήκες οι οποίες τον περιβάλλουν. Εκείνος που δεν μαγεύεται από το Σύμπαν αλλά ο ίδιος μαγεύει το Σύμπαν. Αυτός που σκηνοθετεί τη ζωή του, που έχει το τηλεκοντρόλ για να δει το φιλμ του και όποτε θελήσει το κλείνει. Όταν ένας άνθρωπος έχει το κουμάντο δεν σημαίνει ότι είναι καμιά τρομερή διάνοια, έχει όμως ανακαλύψει την ακεραιότητα, την αυτογνωσία του και έχει βουτήξει στα βαθιά του. Έχει αποδεχτεί τελικά την άβυσσό του και παύει να είναι περσόνα αλλά γίνεται οντότητα προς παρατήρηση. Εξαιρώ τώρα το ότι αυτοί οι δύο είναι πολύ δικοί μου άνθρωποι. Ο Σωκράτης παραμένει στενός μου φίλος και ο Μανού είναι οικογένειά μου. Δεν πιάνονται κορόιδα αυτοί οι δύο, παρά μόνο εκεί που θέλουν οι ίδιοι.

Η μητρότητα δεν είναι τροχοπέδη στην μποέμικη ζωή;

Καταρχάς εγώ δεν ήμουν ποτέ χίπισσα. Δεν μπορώ να απολαύσω για πολύ την αεργία και το αραλίκι. Μου αρέσουν πάρα πολύ ο ήλιος και η φύση, η αγκαλιά και η αγάπη, αλλά δεν ξεχνάω ποτέ μια οφειλή που έχω απέναντι στον κόσμο. Ποτέ δεν μπόρεσα να απολαύσω τον ρόλο της χίπισσας και να αφομοιωθώ από αυτό τον κόσμο, από τις καταχρήσεις που μοιραία σε κάνουν πιο νωχελικό. Η μητρότητα άλλαξε τη ζωή μου όλη. Μπορεί να έχασα αυτό το «όπου γης και πατρίς» με το σακίδιο στον ώμο, μου δημιούργησε όμως μια τρομερή ελευθερία σε άλλους τομείς. Η μητρότητα είναι η απόλυτη δέσμευση και ταυτόχρονα η απόλυτη απελευθέρωση.

Μεγαλώνετε μόνη σας το παιδί σας. Να άλλος ένας σκληρός ρόλος.

Αυτό είναι το πιο σκληρό. Ίσως πιο σκληρό ροκ εν ρολ από αυτό που είπατε να είναι μια μάνα που δεν έχει στον ήλιο μοίρα και μεγαλώνει μόνη της ένα παιδί. Η φύση της μάνας είναι ανιδιοτελής. Δίνεις τα πάντα, γη και ύδωρ, αφού ένα μωρό την ώρα του θηλασμού σού ρουφάει όλα σου τα στοιχεία, ζει μέσα από σένα όχι μόνο στην κοιλιά, αλλά και έξω από αυτή. Βάλε τώρα να είσαι μόνος σου σε μια καραντινιασμένη κοινωνία και να πρέπει να παίξεις όλους τους ρόλους. Τέλος πάντων, παρά τις αντιξοότητες πιστεύω πως έχω καταφέρει να προσφέρω στην κόρη μου πολύ όμορφα πράγματα. Ζούμε κοντά σε πράσινο. Η Κοραλία ξυπνάει και βλέπει τα δέντρα, συνομιλεί με τα πουλάκια. Εγώ ήμουν παιδί του κέντρου, αναγκάστηκα να μετακομίσω γι’ αυτήν προκειμένου να μπορεί να πηγαίνει να φιλάει το δέντρο.

Ωστόσο δεν είστε τελείως μόνη. Προέρχεστε από ευκατάστατη οικογένεια.

Από την πρώτη στιγμή που ενηλικιώθηκα ο πατέρας μου μου είπε: «Καληνύχτα. Βγάλ’ τα πέρα μόνη σου». Μου φάνηκε πάρα πολύ χρήσιμο στη ζωή μου και τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Βεβαίως, μη γελιόμαστε, πάντα ήξερα πως σε μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή υπάρχει πλάτη από πίσω. Στην ουσία όμως έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνη μου.

Ίσως έτσι εξηγείται η τάση σας να ασχολείστε περισσότερο με τους άλλους και με τα κοινά.

Ισχύει. Ο μοναχικός άνθρωπος είναι για κάποιον λόγο μοναχικός. Έχω κι εγώ τις παραξενιές μου. Δεν έχω πια υπομονή με τους μίζερους, με τους ξερόλες και με αυτούς που έχουν μόνιμα επικριτική διάθεση. Δεν είναι ότι δεν συμπαθώ τέτοιους ανθρώπους, αλλά ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ να κάνω κολεγιά. Για να μη χαλάμε τις καρδιές μας λοιπόν, προτιμώ να ποτίζω τις γλάστρες που εγώ θέλω. Έτσι κι αλλιώς, μόνη μου με ένα παιδί και με μια δουλειά είναι λιγοστές οι αντοχές μου και οι δυνάμεις μου. Ξέρετε τι είναι να ζεις στην πόλη; Η πόλη ενώ θα μπορούσε να είναι μαγικό πράγμα, έχει καταντήσει τέρας που μας κατασπαράσσει. Η μοναξιά της πόλης είναι χειρότερη από τη μοναξιά της καλύβας του βουνού. Είναι απάνθρωπες οι πόλεις με τα άψυχα τσιμέντα τους και με τους ανθρώπους να έχουν ξεχάσει τα όνειρά τους και το αίμα στις φλέβες τους.

Πώς θα βλέπατε τον κόσμο που ζούμε είκοσι χρόνια αργότερα;

Δεν μπορώ να σας πω πώς θα γίνουν τα πράγματα αλλά το πώς θα ήθελα να είναι. Δεν μπορώ να λειτουργήσω ως μελλοντολόγος αλλά τα σημάδια είναι πολύ δυσοίωνα. Πιστεύω ότι θα ζήσουμε πάρα πολύ δυσάρεστες καταστάσεις. Πιστεύω ότι η φύση θα έχει κατακρεουργηθεί και τα παιδιά μας δεν θα έχουν οξυγόνο να αναπνεύσουν. Πιστεύω ότι θα αγοράζουμε ακόμη και τον αέρα ή το νερό που θα πίνουμε. Το κόστος ζωής θα ανέβει σε απίστευτα επίπεδα και τα 3/4 των ζώων θα έχουν εξαφανιστεί. Λυπάμαι, αλλά τα πιστεύω ειλικρινά.

Ετικέτες

Documento Newsletter