Αν έχεις ανέβει στα βουνά της Ηπείρου χειμώνα, αν έχεις περάσει τους στενούς χωματόδρομους και έχεις συνομιλήσει με το χάος που σε καλεί από τους γκρεμούς, αν έχεις ακούσει τα ρυάκια να παφλάζουν και τους μπακάκους να τραγουδάνε χορωδία, οι στίχοι του Μιχάλη Γκανά σε πονάνε βαθιά στην ψυχή.
«Κάθεται μόνος/ και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι./ Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,/ κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,/ σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι/ και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι./ Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα/ και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια./ Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη» γράφει ο ποιητής κι εσύ σκέφτεσαι όσους έμειναν πίσω, στις πέτρες, για να μπορείς εσύ να φύγεις μπροστά.
Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας. Ηταν πολλά παραπάνω από ποιητής της εντοπιότητας, ωστόσο ο τόπος του πάντα ενυπήρχε στον ρυθμό του, στις λέξεις και τις ανάσες του. Στον τρόπο που στο έργο του εναγκαλίζεται ο έρωτας με τον θάνατο. Ο Τσαμαντάς ήταν εκεί ακόμη και αφού έζησε τόσα χρόνια στη μεγάλη πόλη, ώστε λογικά οι δεσμοί θα αποκόπτονταν.
Ο Γκανάς κατανόησε βαθιά και συμπόνεσε τον άλλο άνθρωπο. Και τον αγάπησε παρότι είναι ανθρώπινος ή εντέλει εξαιτίας αυτού. «Η διάρκεια είναι πάθος./ Ιδιαίτερα στην αγάπη./ Σου το λέω εγώ που αγαπώ/ τόσους ανθρώπους επί τόσα χρόνια/ χωρίς να το ξέρουν» γράφει. Ο Γκανάς διάβασε τη ζωή μας και μας την έδωσε μέσα από τους στίχους του να τη διαβάσουμε κι εμείς. Εδωσε φωνή σε όσα μέχρι τότε δεν έβρισκαν θέση στο φως. «Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό/ καθώς αρμόζει στους κεκοιμημένους» και ας αφήσουμε την ποίησή του να εξακολουθεί να είναι οδηγός μας.