Στην τελική ευθεία εισέρχονται οι ΗΠΑ για τις εκλογές της Τρίτης, με τις προεκλογικές μηχανές των δύο υποψηφίων να δουλεύουν στο φουλ. Το ενδιαφέρον τους εστιάζεται στις λεγόμενες αμφίρροπες πολιτείες, σε εκείνες δηλαδή όπου κανένα από τα δύο κόμματα δεν έχει το πάνω χέρι.
Από αυτές τις έξι πολιτείες-κλειδιά ο Τζο Μπάιντεν έχει ξεκάθαρο προβάδισμα σε Πενσιλβάνια, Ουισκόνσιν και Μίσιγκαν, πολιτείες τις οποίες ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε με μικρή διαφορά στις προηγούμενες εκλογές, δίνοντάς του την τελική νίκη. Στις υπόλοιπες –Φλόριντα, Βόρεια Καρολίνα και Αριζόνα– η διαφορά υπέρ του υποψηφίου των Δημοκρατικών είναι στα όρια του στατιστικού λάθους. Παράλληλα, ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Μπάιντεν σε εθνικό επίπεδο διατηρεί προβάδισμα της τάξης των 9 ποσοστιαίων μονάδων. Ωστόσο μετά την ψυχρολουσία των δημοσκόπων στις προηγούμενες εκλογές αυτό το ποσοστό πρέπει να διαβάζεται με σκεπτικισμό.
Εκλογές στη σκιά της πανδημίας
Οι εκλογές αυτές χαρακτηρίζονται ως οι σημαντικότερες στην ιστορία της χώρας. Τα κοινωνικά προβλήματα που θα πρέπει να διαχειριστεί ο επόμενος πρόεδρος είναι επίμονα. Ο διχασμός και η οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία είναι ιστορικών διαστάσεων, πράγμα που φαίνεται να αντιλαμβάνονται οι Αμερικανοί πολίτες, με περισσότερους από 80 εκατομμύρια να έχουν ήδη ψηφίσει, ξεπερνώντας κατά πολύ την πρόωρη προσέλευση των προηγούμενων εκλογών.
Ο συστημικός ρατσισμός, που προϋπήρχε του Τραμπ στις ΗΠΑ αλλά φούντωσε με τη λαϊκίστικη ρητορική του, ήρθε και πάλι στο προσκήνιο με την τελευταία ρατσιστική δολοφονία από αστυνομικούς: αυτήν του 27χρονου Γουόλτερ Γουάλας Τζούνιορ στη Φιλαδέλφεια. Αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν ταραχές σε πόλεις των ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή η κρίση χτυπάει σφοδρότερα τα μικρομεσαία εισοδήματα, καθώς οι μισθωτοί που χάνουν τις δουλειές τους ουσιαστικά καταδικάζονται σε μόνιμη ανεργία, αφού οι νέες προσλήψεις παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.
Μάχη των αντιπάλων και για την τελευταία ψήφο
Το ποιος θα καταφέρει τελικά να κόψει πρώτος το νήμα θα κριθεί στις λεπτομέρειες όπως και πριν από τέσσερα χρόνια. Γι’ αυτό και οι δύο παρατάξεις χρησιμοποιούν κάθε διαθέσιμο μέσο για να προσεγγίσουν όσο το δυνατόν περισσότερους ψηφοφόρους. Ετσι μέσω ειδικών οικονομικών οχημάτων, των λεγόμενων Super PACs (Political Action Committee, Eπιτροπή Πολιτικής Δράσης), τα δύο κόμματα ξοδεύουν εκατομμύρια δολάρια από δωρεές για τις πολιτικές καμπάνιες τόσο των προεδρικών υποψηφίων όσο και των υποψηφίων για τα δύο σώματα του Κογκρέσου. Σύμφωνα με το Κέντρο για Λογοδοσία στην Πολιτική, η επιτροπή υπό τον Μιτς ΜακΚόνελ, τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο της Γερουσίας, έχει ήδη ξοδέψει 233 εκατ. δολάρια, ενώ η αντίστοιχη των Δημοκρατικών έχει ξοδέψει 196 εκατ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Super PACs έχουν το δικαίωμα να μην αποκαλύπτουν την ταυτότητα των δωρητών τους. Οι συνολικές δαπάνες των προεκλογικών εκστρατειών υπολογίζονται σε 14 δισ., ποσό-ρεκόρ και υπερδιπλάσιο από εκείνο των προηγούμενων εκλογών.
Στο ίδιο μήκος κύματος, σύμφωνα με δημοσίευμα της Επιθεώρησης Τεχνολογίας του ΜΙΤ, οι δύο προεκλογικές καμπάνιες προσπάθησαν να προσελκύσουν ψηφοφόρους με τακτικές μικροστόχευσης, δηλαδή στέλνοντας ειδικά διαμορφωμένα μηνύματα σε ψηφοφόρους βάσει των προσωπικών τους δεδομένων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι τακτικές αυτές χρησιμοποιήθηκαν και στο παρελθόν (Cambridge Analytica, δημοψήφισμα για Brexit), με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων.