Υστερα από_x000D_
οκτώ χρόνια εφαρμογής τριών μνημονίων η χώρα μας βρίσκεται σε σημείο καμπής.
Υπάρχει διάχυτη αβεβαιότητα για το πού πάμε, για το εάν έχουμε βγει οριστικά από την κρίση, εάν έχουν αντιμετωπιστεί τα διαρθρωτικά προβλήματα και οι αδυναμίες της οικονομίας που μας οδήγησαν στην κρίση, εάν οι θυσίες των εργαζομένων και του ελληνικού λαού όλα αυτά τα χρόνια έχουν πιάσει τόπο. Η δημόσια συζήτηση για την επόμενη μέρα και ειδικά οι απόψεις που υποστηρίζουν οι δανειστές για μια νέου τύπου ενισχυμένη εποπτεία δημιουργούν προβληματισμό για το εάν πράγματι η Ελλάδα θα γυρίσει οριστικά σελίδα μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου.
Ο προβληματισμός αυτός ενισχύεται από την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας και την αβεβαιότητα για τις προοπτικές της. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης παρουσιάζει ενδείξεις ήπιας σταθεροποίησης, αλλά και μη διατηρήσιμης δυναμικής. Με αυτούς τους ρυθμούς θα χρειαστούμε πολύ χρόνο για να βρεθούμε ξανά σε κατάσταση σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πιο σημαντικό είναι όμως το γεγονός ότι με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης η χώρα μας δύσκολα θα πετύχει υψηλά βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα και, κυρίως, δύσκολα θα ανακτήσει διατηρήσιμη φερεγγυότητα στις αγορές. Η εξέλιξη των δύο αυτών μεγεθών θα προσδιορίσει σε σημαντικό βαθμό τις προοπτικές της οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Συνεπώς, το μείζον ζήτημα της επόμενης μέρας είναι η μετάβαση της οικονομίας σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Για να συμβεί αυτό, οι προϋποθέσεις, κατά την άποψή μου, είναι οι εξής: πρώτον, η οικονομία πρέπει να απεγκλωβιστεί από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που δημιουργεί το μη βιώσιμο χρέος. Στην κατεύθυνση αυτή θα ήταν πολύ σημαντική αφενός μια ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους και αφετέρου η σύνδεση της εξυπηρέτησης του χρέους με τις αναπτυξιακές επιδόσεις της οικονομίας. Ωστόσο, αυτό θα πρέπει να γίνει με τρόπο ώστε η αποπληρωμή του χρέους να μη λειτουργεί ως τροχοπέδη στην αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Δεύτερον, θα πρέπει να υπάρξει οριστική ανακοπή της λιτότητας. Την τελευταία οκταετία η ελληνική οικονομία και κοινωνία έγιναν τραγικοί μάρτυρες της κατάρρευσης του μύθου της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής. Η λιτότητα και η αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων βρέθηκαν στο επίκεντρο των μνημονίων ως μοχλοί ανάταξης της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Βιώσιμη έξοδος από τη λιτότητα μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσα από τον σχεδιασμό ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου το οποίο θα έχει ως βάση την απασχόληση. Είναι ζωτικής σημασίας η παραγωγική αναδιάρθρωση του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας με βιομηχανική, κλαδική και περιβαλλοντική πολιτική, αλλά κυρίως με την ενίσχυση των θεσμών του κοινωνικού διαλόγου για τη θωράκιση της δημοκρατίας μας.
Τρίτον, θα πρέπει με ρεαλισμό να προσδιοριστεί η ατμομηχανή της ανάπτυξης τα αμέσως επόμενα χρόνια. Οι επενδύσεις, μετά την κατάρρευσή τους στα πρώτα χρόνια της κρίσης, είναι αναιμικές και δεν μπορούν να στηρίξουν, στο άμεσο μέλλον, την ανάγκη της οικονομίας για υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και κυρίως για τον μετασχηματισμό του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας. Οι ευχές για προσέλκυση ξένων επενδύσεων δεν είναι αναπτυξιακή στρατηγική. Από την άλλη μεριά, η αύξηση του όγκου των εξαγωγών σε πραγματικούς όρους απέχει πολύ από το να γίνουν ο βασικός επεκτατικός μοχλός της οικονομίας. Κατά την άποψή μου, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, η αναπτυξιακή δυναμική εξαρτάται από την ενίσχυση της κατανάλωσης. Ωστόσο, η επεκτατική της συμβολή στο ΑΕΠ θα προέλθει μόνο μέσω μιας σημαντικής αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος. Για να συμβεί αυτό πρέπει από τη μια μεριά να αυξηθούν τα εισοδήματα και η απασχόληση και από την άλλη να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση των νοικοκυριών, η οποία έχει πάρει δραματική έκταση στα χρόνια της κρίσης.
Η νέα συμφωνία με τους δανειστές θα προσδιορίσει την προοπτική των τριών προσδιοριστικών στοιχείων του διαθέσιμου εισοδήματος, που συνθέτουν τον βασικό πυλώνα των παρεμβάσεων που πρέπει να γίνουν. Αντίθετα, η περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, ως συνέπεια της μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου που έχουν προθεσμοθετηθεί, θα αποδυναμώσει την ανάπτυξη και θα δημιουργήσει περαιτέρω αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας.
Γνωρίζουμε πλέον ότι η μείωση του κατώτατου μισθού οδήγησε μόνο σε αλλαγή της διανομής του εισοδήματος και μείωση του ΑΕΠ και όχι σε βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, πέραν του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Συνεπώς, η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν αποτελεί μόνο κοινωνικά δίκαιο αίτημα, αλλά αποτελεί στην παρούσα φάση ίσως τον μόνο επεκτατικό μηχανισμό που θα συμβάλει, σε συνδυασμό με την επαναφορά του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας καθώς και τον περιορισμό των ελαστικών μορφών απασχόλησης, στη διατηρήσιμη αύξηση του ΑΕΠ. Οι παραπάνω παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας δεν είναι μόνο αναπτυξιακές αλλά αναγκαίες για να επουλώσουν τις πληγές που προκάλεσαν τα μνημόνια στην κοινωνία, ενισχύοντας τη συνοχή της και παράλληλα τη δημοκρατία στη χώρα μας.
*Ο Γιάννης Παναγόπουλος είναι Πρόεδρος της ΓΣΕΕ