Κλασικές – γνωστές περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου

Σφαγές αμάχων, βομβαρδισμοί μη στρατιωτικών υποδομών και εσκεμμένοι αποκλεισμοί από βασικά αγαθά μεγάλων ομάδων πληθυσμού, σημειώνονται όλο και συχνότερα στις μεγάλες πολεμικές συγκρούσεις που ξεσπούν τα τελευταία 30 χρόνια. Οι κινήσεις αυτές, όπως έχει καταγραφεί από τους πολέμους της Συρίας, της Λιβύης, της Ουκρανίας και τώρα της Γάζας, δεν τραβούν απλά το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης, των οργανώσεων δικαιωμάτων και των κυβερνήσεων, αλλά απασχολούν και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ).

Παρά το γεγονός όμως ότι οι αποφάσεις στοχοθέτησης και άμεσης ή έμμεσης εξολόθρευσης αμάχων, λαμβάνονται συνήθως από χώρες με υπεροπλία ή στρατηγικό πλεονέκτημα, όλως τυχαίως οι χώρες αυτές είναι και οι χώρες που δεν αναγνωρίζουν την δικαιοδοσία του ΔΠΔ και έτσι δεν πρόκειται ποτέ να έρθουν αντιμέτωπες με τις συνέπειες των πράξεων τους.

Το Ισραήλ, δεν είναι μόνο του σε αυτήν την λίστα. Τόσο η Ρωσία, όσο και οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν την δικαιοδοσία του ΔΠΔ και έτσι έχουν το ακαταδίωκτο για τις όποιες δολοφονίες αμάχων μπορεί να διαπράξουν ή έχουν διαπράξει. Ο κύκλος του αίματος αθώων πολιτών δεν άνοιξε προφανώς με τον βομβαρδισμό χθες του νοσοκομείου Αλ Άχλι στην Γάζα, όμως αυτό ακριβώς το πλήγμα φέρνει στο μυαλό αντίστοιχες υποθέσεις από το παρελθόν που έμειναν απολύτως ατιμώρητες. Εκατοντάδες ή και χιλιάδες άμαχοι έχουν σκοτωθεί ή έχουν αναγκαστεί να ζήσουν σε συνθήκες υπαρξιακής αγωνίας υπό πολιορκία, τα τελευταία περίπου 30 χρόνια.

Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της πλήρους αδιαφορίας για τα αποτελέσματα των πράξεων τους των προαναφερόμενων χωρών, είναι η σφαγή στο καταφύγιο της Αλ Αμιρίγια στην Βαγδάτη του Ιράκ κατά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, το μακρινό 1991.

Η ιστορία της εξαΰλωσης τουλάχιστον 408 αμάχων από δύο διατρητικούς πυραύλους τύπου GBU-27 μέσα στο ειδικά κατασκευασμένο και ανθεκτικό σε βομβαρδισμούς καταφύγιο έγινε σύμβολο του πολέμου από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεϊν ενώ στοιχειώνει ακόμα και σήμερα ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.

Αυτό το τυπικό έγκλημα πολέμου, η τότε διοίκηση των αμερικανικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην επιχείρηση Καταιγίδα της Ερήμου, προσπάθησε να το αρνηθεί λέγοντας ότι το καταφύγιο ήταν στρατιωτικός στόχος αφού παρά το γεγονός ότι γνώριζαν πως στο παρελθόν είχε κατασκευαστεί για την προστασία αμάχων στην προκειμένη περίπτωση είχε μετατραπεί σε… κέντρο διοίκησης των δυνάμεων του Σαντάμ Χουσεϊν.

Σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων μετά το περιστατικό, όντως υπήρχαν μέλη των υπηρεσιών πληροφοριών του Ιράκ που μπαινόβγαιναν στο καταφύγιο, όμως οι Αμερικανοί αν μπόρεσαν να τους εντοπίσουν, τότε σίγουρα θα είχαν εντοπίσει και τους εκατοντάδες αμάχους, τις γυναίκες και τα παιδιά που μπαινόβγαιναν για μέρες στο καταφύγιο υπό τον φόβο των βομβαρδισμών. Από τις περιγραφές των ευρημάτων σχετικά με την επίθεση ξεχωρίζουν οι φωτογραφίες και οι αναφορές σχετικά με τα μαύρα αποτυπώματα από καρβουνιασμένα χέρια στους τοίχους του καταφυγίου. Για το έγκλημα αυτό ακόμα και σήμερα συγγενείς των θυμάτων περιμένουν δικαίωση, η οποία όμως δεν θα έρθει ποτέ.

Το απόλυτο σφαγείο αμάχων όμως δεν ήταν άλλο από την πρώην Γιουγκοσλαβία και τον πόλεμο για την διάλυση της. Στον πόλεμο αυτό υπάρχουν καταγεγραμμένα δεκάδες περιστατικά εγκλημάτων πολέμου κατά αμάχων που διέπραξαν οι ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις και κυριολεκτικά αμέτρητα περιστατικά επιθέσεων σε αμάχους από τις εμφύλιες συρράξεις, με γνωστότερη και μαζικότερη την σφαγή στην Σρεμπρενίτσα. Από τις επιθέσεις των συμμαχικών δυνάμεων ξεχωρίζουν ο βομβαρδισμός των κεντρικών γραφείων της σερβικής ραδιοτηλεόρασης από τον οποίο έχασαν την ζωή τους 16 εργαζόμενοι, αλλά και ο βομβαρδισμός της εν κινήσει αμαξοστοιχίας στην Γκρντέλιτσα από την οποία έχασαν την ζωή τους τουλάχιστον 20 άτομα (σύμφωνα με το ΝΑΤΟ). Και οι δύο επιθέσεις αυτές έλαβαν χώρα τον Απρίλιο του 1999 με διαφορά δώδεκα ημερών μεταξύ τους και ενώ σε ολόκληρη την πρώην Γιουγκοσλαβία έβρεχε βόμβες από τα τέλη Μαρτίου. Μέχρι και τον Ιούνιο του ίδιου έτους που η εκστρατεία του ΝΑΤΟ από αέρος έληξε τα περιστατικά κατά αμάχων τα οποία αποτελούν εγκλήματα πολέμου ανήλθαν σε 17 τουλάχιστον.

Σημειώνεται τέλος ότι εγκλήματα πολέμου όπως βομβαρδισμοί νοσοκομείων έχουν σημειωθεί και στην Συρία, με την ευθύνη να βαραίνει τις ρωσικές δυνάμεις, αλλά και στο άλλο μεγάλο μέτωπο της περιόδου αυτής, που δεν είναι άλλο από την Ουκρανία.