Αρχιτεκτονικά, κοινωνικά και πολιτισμικά μνημεία της αστικής και επαρχιακής ζωής του 20ού αιώνα, στην Ελλάδα οι κινηματογραφικές αίθουσες ακόμη πασχίζουν να κερδίσουν τον σεβασμό που τους αναλογεί. Το ημερολόγιο της Τυποκρέτα για το 2019, της τυπογραφικής εταιρείας της οικογένειας Καζανάκη που συμπληρώνει φέτος 85 χρόνια λειτουργίας στην Κρήτη, αφιερώνεται στους παλιούς κινηματογράφους του Ηρακλείου.
Ερευνα: Νίκος Τσαγκαράκης, Κριτικός – ιστορικός κινηματογράφου
Σε μια προσπάθεια να ζωντανέψει τις μνήμες των θεατών που τις έζησαν αλλά και να υπογραμμίσει την πολιτιστική τους αξία, το ημερολόγιο φιλοξενεί στις σελίδες του έντεκα από τις αίθουσες που λειτούργησαν στην πόλη κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Το φωτογραφικό υλικό συγκεντρώθηκε στο πλαίσιο της μακροχρόνιας έρευνάς μου για την ιστορία των κινηματογράφων του Ηρακλείου.
Οι πρώτες αίθουσες
Η πρώτη μέχρι στιγμής γνωστή κινηματογραφική προβολή στο Ηράκλειο πραγματοποιήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1909, καθυστερημένα σε σύγκριση όχι μόνο με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου αλλά και με τις άλλες δύο μεγάλες πόλεις της Κρήτης, αφού ο κινηματογράφος εμφανίζεται στα Χανιά τουλάχιστον από το 1900 και στο Ρέθυμνο από το 1905. Εκτοτε η ανάπτυξη της κινηματογραφικής αίθουσας στο Ηράκλειο ακολούθησε παρόμοια πορεία με τις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας, για όσες τουλάχιστον υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Οπως συνέβη με κάθε άλλη δραστηριότητα συνδεμένη με τον κινηματογράφο στην Ελλάδα και στον κόσμο, η αίθουσα στο Ηράκλειο άκμασε μεταπολεμικά. Παραδοσιακοί αιθουσάρχες του μεσοπολέμου αλλά και εύποροι επαγγελματίες άλλων κλάδων που είδαν το σινεμά ως πολλά υποσχόμενη επένδυση επιδόθηκαν στην ανέγερση αιθουσών. Ως αποτέλεσμα, το 1970 το Ηράκλειο αριθμούσε κάτι λιγότερο από είκοσι χειμερινά και θερινά σινεμά – αριθμός που σήμερα μοιάζει εξωπραγματικός. Αυτή η χρονιά δυστυχώς θα αποδεικνυόταν αξεπέραστη, αφού, παρότι άνοιγαν συνεχώς καινούργιοι χώροι προβολών, δεν προλάβαιναν πια να ξεπεράσουν εκείνους που έκλειναν εξαιτίας της σαρωτικής επέλασης της τηλεόρασης.
Η παλιότερη από τις κινηματογραφικές αίθουσες που περιλαμβάνονται στο ημερολόγιο είναι το Αλκαζάρ, μια από τις θερινές οθόνες του μεσοπολέμου, ιδιοκτησίας του Κώστα Λιναρδάκη, του πιο δραστήριου κινηματογραφικού επιχειρηματία στην ιστορία της πόλης. Χτισμένη πάνω στο ενετικό τείχος, απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο, λειτούργησε από το 1928 έως το 1937. Στον εξωτερικό τοίχο της αναγραφόταν ο τίτλος Studios – Creta Films, διαφημίζοντας τη φιλοδοξία του ιδιοκτήτη του για τη δημιουργία τοπικής εταιρείας παραγωγής ταινιών, την οποία εκπλήρωσε μόνο σε μικρή κλίμακα.
Μια από τις χειμερινές αίθουσες του Λιναρδάκη ήταν η Μινώα, η οποία στεγαζόταν από το 1936 έως το 1956 στην ερειπωμένη τότε βασιλική του Αγίου Μάρκου, που είχε μετατραπεί από τους Οθωμανούς σε τέμενος, το Δεφτερδάρ τζαμί. Η χρήση της ως κινηματογράφου τη γλίτωσε από την κατεδάφιση, την οποία επιθυμούσε η κοινή γνώμη της εποχής προκειμένου η πόλη να απαλλαγεί από μια εστία μόλυνσης, όπως είχε καταντήσει το κτίριο. Μετά το κλείσιμο του κινηματογράφου το μνημείο αναστηλώθηκε από την Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών με τη μορφή που διατηρεί μέχρι σήμερα.
Η Αστόρια που δίχασε
Μεταπολεμικά και για περισσότερα από είκοσι χρόνια η –περιτριγυρισμένη από κινηματογράφους– πλατεία Ελευθερίας ήταν η Leicester Square (πλατεία του Λονδίνου όπου βρίσκονται πολλές κινηματογραφικές αίθουσες) του Ηρακλείου. Ο παλιότερος από αυτούς ήταν η Ηλέκτρα, η οποία είχε ξεκινήσει ως Πουλακάκη (από το όνομα του πρώτου ιδιοκτήτη της, Αλέξανδρου Πουλακάκη, ο οποίος ήταν ο άλλος σημαντικός κινηματογραφικός επιχειρηματίας της πόλης κατά τον μεσοπόλεμο). Ο Πουλακάκης είχε ανεγείρει το 1923 το ομώνυμο χειμερινό κινηματοθέατρό του, το οποίο στη διάρκεια του πολέμου πέρασε στον Γιάννη Τσιλένη, μετονομάστηκε σε Ηλέκτρα και έγινε μια από τις δημοφιλέστερες αίθουσες για τις μεταπολεμικές γενιές θεατών έως το κλείσιμό της το 1980.
Μετά τον πόλεμο ο Λιναρδάκης όχι απλώς συνέχισε την κινηματογραφική δραστηριότητά του, αλλά την κορύφωσε με το πιο μεγαλεπήβολο εγχείρημά του, τον Απόλλωνα στην οδό Δικαιοσύνης, κάθετη στην πλατεία. Ως ένα από τα πρώτα duplex στην Ελλάδα, το κτίριο δεν στέγαζε μία αλλά δύο μεγάλες πολυτελείς αίθουσες, από τις οποίες η υπόγεια λειτούργησε από το 1956 και η ισόγεια από το 1963, ενώ όλο το συγκρότημα έκλεισε το 1991.
Το 1958 ο επιφανής χειρουργός Ευάγγελος Χατζάκης εγκαινίασε στην πλατεία την Αστόρια, η οποία έμελλε να γίνει όχι απλώς η μακροβιότερη αίθουσα αλλά σύγχρονο τοπόσημο της πόλης, καθώς γλίτωσε τη μοίρα των περισσότερων αιθουσών εκείνης της εποχής και παραμένει σε χρήση έως σήμερα. Εκείνη την εποχή ο Χατζάκης αντιμετώπισε τις αντιρρήσεις συμπολιτών του για το ξενόφερτο όνομα που επέλεξε για την αίθουσά του. Δημοσιογράφοι και θεατές βρήκαν το αμερικανικό τοπωνύμιο ακατάλληλο για έναν κρητικό κινηματογράφο, ο οποίος έκριναν ότι έπρεπε να φέρει ένα που να συνδέεται με την ιστορική παράδοση του νησιού, όπως τα μινωικά Αριάδνη, Κνώσιον, Λάβρυς, Πασιφάη ή το ενετικό Κάντια. Ο ιδιοκτήτης δικαίως επέλεξε να μη δώσει σημασία στο ζήτημα, το οποίο ούτως ή άλλως ξεθύμανε γρήγορα.
Η τελευταία χειμερινή προσθήκη περιμετρικά της πλατείας ήρθε το 1959, όταν ξεκίνησε να λειτουργεί το Ντορέ του Μανώλη Αγγελιδάκη, αίθουσα που έγινε διάσημη για τους αποκριάτικους χορούς της και άντεξε έως το 1979. Ο Κρόνος ήταν η μοναδική χειμερινή αίθουσα που λειτούργησε σε προάστιο της πόλης κατά την περίοδο της εμπορικής ακμής του κινηματογράφου. Ιδιοκτησία του Χαράλαμπου Λιαπάκη, βρισκόταν στον Πόρο και το 1951 ξεκίνησε ως θερινός. Το 1955 εγκαινιάστηκε το χειμερινό κτίριο, το οποίο με τα χρόνια πέρασε στον Μανώλη Ορφανουδάκη και λειτούργησε έως το 2008. Η αίθουσα ταυτίστηκε με τα τουρκικά, ινδικά και βεβαίως τα ελληνικά μελοδράματα, τα οποία ήταν τόσο λαοφιλή ώστε ο Νίκος Ξανθόπουλος είχε επισκεφτεί την αίθουσα για να παρουσιάσει ένα από τα δικά του, ξεσηκώνοντας τα πλήθη που τον λάτρευαν.
Με τα χρόνια και όσο η δημοφιλία του κινηματογράφου τον ανέδειξε στο μαζικότερο μέσο διασκέδασης, οι θερινοί χώροι προβολής άρχισαν να φυτρώνουν σαν μανιτάρια στις συνοικίες περιμετρικά του κέντρου. Ενα από τα κεντρικότερα θερινά σινεμά ήταν το Κάστρο του Στρατή Παπαγεωργίου, που λειτούργησε στη λεωφόρο Δημοκρατίας από το 1959 έως το 1979. Ο θερινός Γαλαξίας του Γιώργου Ιατράκη βρισκόταν στην αρχή της οδού Καστρινάκη στον Μασταμπά από το 1966. Το 1976 η επιχείρηση μεταφέρθηκε επί της λεωφόρου Ακαδημίας, πλέον Ανδρέα Παπανδρέου, με ιδιοκτήτη τον Γιώργο Κιοσκλή. Εκεί παρέμεινε ένα από τα γραφικότερα θερινά σινεμά της πόλης, κρυμμένο στην πρασινάδα του έως το 2006.
Περιοδεύοντες προβολατζήδες στα καφενεία
Εως τα μέσα του 20ού αιώνα τα καφενεία φιλοξενούσαν δημόσια θεάματα, όπως θέατρο σκιών, ταχυδακτυλουργούς, θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικέςπ ροβολές. Στο μεσοπολεμικό Ηράκλειο, συγκεκριμένα στην πλατεία Ελευθερίας, υπήρχαν τέσσερα καφενεία που πρόβαλλαν ταινίες τα καλοκαίρια. Δύο από αυτά λειτουργούσαν αυτόνομα, ενώ τα άλλα δύο είχαν άμεση ιδιοκτησιακή σχέση με χώρους που ήδη λειτουργούσαν ή επρόκειτο να λειτουργήσουν ως κινηματογραφικές αίθουσες.
Αναφορικά με τα πρώτα, το ένα ονομαζόταν Ποσειδών και άρχισε τις προβολές το καλοκαίρι του 1928. Στην αρχή της σεζόν ξεκίνησε μόνο του, αλλά κατέληξε να συνεργάζεται με την επιχείρηση του Πουλακάκη που βρισκόταν δίπλα του. Το άλλο ήταν το καφενείο του Μανόλη Μηναδάκη, του επονομαζόμενου Μπολσεβίκου, αργότερα ιδιοκτησία Παπακαλιάτη, στη γωνία της πλατείας και της οδού Αβέρωφ. Εκεί οργανώθηκαν προβολές τα καλοκαίρια του 1927 και του 1928.
Από τη δεύτερη κατηγορία, το ένα ήταν το καφενείο του κινηματοθεάτρου Πουλακάκη, που είχε χτιστεί το 1923. Στην πρόσοψη του θεάτρου υπήρχε ένα καφενείο, το οποίο επίσης πραγματοποιούσε προβολές τα καλοκαίρια 1926-28. Το τελευταίο καφενείο ήταν το περιβόητο Ντορέ, αρχικά ιδιοκτησίας Πετράκη και αργότερα Μανόλη Αγγελιδάκη που το 1927 πρόβαλλε ταινίες στον εξωτερικό του χώρο.
* Κριτικός-ιστορικός κινηματογράφου