Κινηματογράφοι διαβατικοί

Κινηματογράφοι διαβατικοί

Ως «πλανόδιους κινηματογράφους» ή «πλανόδιους κινηματογραφιτζήδες» γνωρίζουμε αυτούς τους απίθανους τύπους που διέτρεχαν την ελληνική επαρχία προσφέροντας αντί ολίγων δραχμών ένα πλούσιο, ονειρικό, μαγευτικό θέαμα. 

Αλλά δεν περίμενα ποτέ ένα δημόσιο έγγραφο να μου προσφέρει τον πιο ποιητικό χαρακτηρισμό τους: «διαβατικοί»! Ηταν το βασιλικό διάταγμα 15-05-1956 που ρύθμιζε τη λειτουργία των θεάτρων, κινηματογράφων κ.λπ.

Βασιλεία είχαμε και όταν ο πρώτος διαβατικός κινηματογράφος έκανε την εμφάνισή του στην Ελλάδα. Ήταν εκεί λίγο πριν από το γύρισμα του αιώνα όταν ένας πλανόδιος, που η ιστορία δεν συγκράτησε το όνομά του, έφερε τον κινηματογράφο στη χώρα μας. Τέλη Νοεμβρίου του 1896 μια ακατανόητη στους περισσότερους επιγραφή τοποθετήθηκε σε ένα άδειο κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας: Cinematofotographe Edison. Την επομένη ένα δημοσίευμα στην εφημερίδα «Το Αστυ» της 29ης Νοεμβρίου ξεκαθάριζε τα πράγματα:

«Εν μέσω επιστημόνων και δημοσιογράφων έκαμε χθες έναρξιν το όπισθεν της Βουλής και κάτωθι της οικίας Συγγρού κινηματοφωτόγραφον του Εδισσων της τελευταίας τελειοποιήσεως. Αληθής μαγεία ήσαν οι προβαλλόμεναι εικόνες εις φυσικόν μέγεθος. Όλος ο κόσμος ο προβαλλόμενος διά του ηλεκτρικού φωτός ενόμιζες ότι έζη και εκινείτο και ενεψυχούτο. Ιδίως η διάβασις των Δραγόνων υπερπηδόντων φράκτην εξετυλίχθη εν όλαις της ταις λεπτομερείαις. […]».

Ο πρωτοπόρος πλανόδιος όμως δεν ήταν Ελληνας αλλά Γάλλος. Έπρεπε να τελειώσει ο καταστροφικός ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 για να ξαναβρεί η Ελλάδα τον βηματισμό της και να συγχρονιστεί με τον υπόλοιπο κόσμο.

Σινεματζήδες Vs καραγκιοζοπαίκτες

Πρώτοι μπήκαν στο παιχνίδι οι αδερφοί Ψυχούλη από τον Βόλο. Ξεκίνησαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα το 1899 και την άσκησαν με απόλυτη συνέπεια για αρκετά χρόνια. Τους συναντάμε στο θέατρο Βαριετέ στην Αθήνα αλλά και στον Πειραιά, στην Πάτρα και τη Σύρο. Και όταν άλλαξε ο αιώνας τους μιμήθηκαν και άλλοι.

Αλλά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα ήταν πολύ δύσκολη περίοδος για την ανάπτυξη του κινηματογράφου. Οι ένοπλες συγκρούσεις διαδέχονται η μία την άλλη: δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α΄ Παγκόσμιος, η Μικρασιατική Καταστροφή. Μόνο με το τέλος αυτών των περιπετειών οι πλανόδιοι απλώνονται σταδιακά σε όλη την Ελλάδα. Αν πιστέψουμε τον «Κινηματογραφικό Αστέρα», το 1935 «λυμαίνονται» όλη την επαρχία.

Ακολουθεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος όταν ουσιαστικά νεκρώνει η κινηματογραφική ζωή, με εξαίρεση τα μεγάλα αστικά κέντρα. Με το τέλος και αυτών των περιπετειών αρχίζει η μεγάλη και ουσιαστική ανάπτυξη των πλανόδιων κινηματογράφων.

Στην Ελλάδα οι προϋπάρχοντες πλανόδιοι με συγγενικό προς τον κινηματογράφο θέαμα ήταν οι καραγκιοζοπαίκτες. Παρά το ότι ο αθηναιογράφος Κ. Δημητριάδης υποστηρίζει πως με την έλευση του κινηματογράφου το άστρο του διάσημου καραγκιοζοπαίκτη Μόλλα έσβησε, μπορούμε να πούμε το αντίθετο. Η ανταγωνιστική σχέση κινηματογράφου και Καραγκιόζη αναπτύχθηκε κυρίως μετά το ’50. Αυτή άλλωστε είναι η περίοδος που έχουμε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του κινητού κινηματογράφου.

Δεν υπάρχει χωριό που να μην έκανε την εμφάνισή του ο κινηματογράφος και να μην τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό οι αγρότες, αφού δεν λειτουργούσε μόνο ως μέσο διασκέδασης αλλά και ως πηγή πληροφόρησης. Από τις ταινίες μάθαιναν τα νέα τραγούδια, τη νέα μόδα στα ρούχα ή τα χτενίσματα και άλλαζαν νοοτροπίες.

Οι πλανόδιοι κινηματογραφιστές δεν ήταν καλλιτέχνες. Ο χειρισμός των κινηματογραφικών μηχανημάτων απαιτούσε μόνο γνώσεις τεχνικής και όχι ιδιαίτερες ευαισθησίες. Ήταν κάτι που μπορούσε να κάνει ο οποιοσδήποτε. Μέσα από αυτούς όμως αναδείχτηκαν παθιασμένοι λάτρεις του κινηματογράφου.

Ο πλανόδιος κινηματογραφιστής γινόταν με σεβασμό δεκτός όπου κι αν πήγαινε. Τον παρακάλαγαν να πηγαίνει όσο πιο συχνά γινόταν. Σε περιοχές όπου η παρουσία του ήταν συστηματική γινόταν και αποδέκτης συγκεκριμένων παραγγελιών από τους πελάτες του για τα έργα που επιθυμούσαν να δουν.

Ή παπάς παπάς ή παπάς προβολατζής

Ο φορητός κινηματογράφος δεν είχε όνομα όπως οι σταθεροί. Ηταν ο κινηματογράφος των αδερφών Ψυχούλη, του κ. Αθανασόπουλου, του Αβόρανη κ.ά. Αργότερα έγινε πιο οικείος γιατί ο πλανόδιος κινηματογραφιστής ήταν ένας από αυτούς, από το ίδιο ή το διπλανό χωριό. Έγινε ο Παναγιώτης, ο Τάκης, ο Γιώργος… Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που οι πλανόδιοι κινηματογραφιστές έδιναν όνομα στον κινηματογράφο τους. Συνήθως αυτό γινόταν όταν είχαν ένα σταθερό αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις τους.

Ποιοι ήταν λοιπόν οι διαβατικοί προμηθευτές ονείρων; Ποιοι αποφάσιζαν να φορτωθούν μια κινηματογραφική μηχανή και να βγουν στους κακοτράχαλους δρόμους της ελληνικής επαρχίας με συντροφιά την περιπέτεια; Στη συντριπτική τους πλειονότητα ήταν άνθρωποι του μόχθου. Άνθρωποι που αναζητούσαν ένα έσοδο προσφέροντας χαρά στους συνανθρώπους τους.

Όταν τη δεκαετία του ’60 ο κινηματογράφος σημείωσε τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του, κάθε είδους επαγγελματίες, ακόμη και αγρότες, κτηνοτρόφοι, νοικοκυρές, αλλά και ιερείς ρίχτηκαν στην περιπέτεια του κινητού κινηματογράφου.

Οι δυσκολίες μέσα στις οποίες έκαναν τη δουλειά τους δεν περιγράφονται με λίγα λόγια. Ζέστη, σκόνη, χιόνια, βροχές, λάσπες, αδιάβατοι δρόμοι. Αφάνταστη ταλαιπωρία για να φτάσουν σε απομακρυσμένα χωριά. Και οι αίθουσες στις οποίες έπαιζαν δεν ήταν ποτέ οι πιο κατάλληλες. Οι ίδιοι, μερικές φορές, διαμόρφωναν τον χώρο για την προβολή, που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να ήταν ένας στάβλος!

Στη συνέχεια έπρεπε να παλέψουν με τις κόπιες που ήταν χιλιοπαιγμένες και κόβονταν συνέχεια. Οι αντίξοες συνθήκες μέσα στις οποίες πάλευαν έσπρωχναν πολλούς στον τυχοδιωκτισμό. Έτσι αναπτύχθηκαν οι αμοιβαίες σχέσεις καχυποψίας ανάμεσα στους κινηματογραφιστές και τα γραφεία εκμετάλλευσης καθώς φούντωνε η «κοντραμπάντα», η παράνομη διακίνηση ταινιών χωρίς την απόδοση των δικαιωμάτων στις εταιρείες διανομής.

Αλλά όταν το πρόβλημα είχε κορυφωθεί και από κάποιους μπήκε το ζήτημα της κατάργησης των πλανόδιων, ακόμη και το περιοδικό «Θεάματα» που υποστήριζε τα συμφέροντα των αιθουσαρχών είπε «όχι». Οι πλανόδιοι ποτέ δεν στηρίχτηκαν από το κράτος και πορεύτηκαν όπως μπόρεσαν. Μέχρι τον ερχομό της τηλεόρασης.

Ιστορίες περιπλάνησης

Η μετακίνηση των πλανόδιων γινόταν με αυτοκίνητο ή μοτοσικλέτα. Στο τέλος του πολέμου όμως, όταν ξεκίνησε ο Τέρπανδρος Παπαευαγγέλου από τη Λέσβο, δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. «Στα χωριά της Λέσβου πήγαινα µε το λεωφορείο της γραμμής. Στη Λήµνο πήγαινα µε γαϊδουράκι. Τα αυτοκίνητα εκεί ήταν κάτι κουτιά τα οποία είχαν πίσω τις πόρτες και δεν επιτρεπόταν να πάρεις πολλά πράγματα γιατί πήγαινε ο κόσμος από διάφορα χωριά της Λήμνου στην πρωτεύουσα και τανάπαλιν, οπότε έπρεπε να είναι μετρημένα τα πράγματα που μπαίναν μέσα. Υστερα δεν μπορούσες να φορτώσεις σε ένα χωριό τη μηχανή και να πας 500-1.000 μέτρα και να ξεφορτώσεις. Και αναγκαζόμουν να πηγαίνω με γαϊδουράκι. Έμπαινε η μηχανή κατασάμαρο, από πάνω δηλαδή, κάτι ταινίες αριστερά δεξιά για να μην παλαντζάρουν και με αυτόν που είχε το γαϊδουράκι· εγώ δεν είχα γαϊδουράκι και πηγαίναμε με τα πόδια».

Κοντραμπάντα

Η κοντραμπάντα ήταν συνήθης πρακτική των φτωχοδιαβόλων του κινητού κινηματογράφου. Νοίκιαζαν μια ταινία για τρεις τέσσερις προβολές αλλά κατάφερναν να κάνουν και έξι και δέκα. Επιπλέον την αντάλλασσαν με άλλους συναδέλφους τους. Ο Τάκης Αβόρανης από το Αγρίνιο περιγράφει: «Την ταινία την κάναμε σε τρία με τέσσερα κομμάτια, πράξεις. Ξεκίναγε αυτός από κει στην Άρτα, το έπαιζε, την έπαιρνε το ταξί, συναντιόμασταν, δεν ερχόταν το ταξί ακριβώς εδώ, ήταν στα μισά, αναβοσβήναμε τα φώτα, τότε δεν είχε μεγάλη κίνηση. Ερχόταν ένα αυτοκίνητο, να ’ναι αυτό; Τακ, τακ, τακ έκανες τα φώτα κι αυτός τακ, τακ, τακ, καταλάβαινε αυτός, έκανε στην άκρη, του δίναμε εμείς από δω, μας έδινε αυτή που είχε παίξει. Αυτή η δουλειά γινότανε κι όταν την άλλη μέρα ήθελε να την παίξει ο αντίπαλος, του λέγανε τα παιδιά: “Το ’παιξε ο Αβόρανης”. “Πάψε, ρε” λέει, “το ’παιξε ο Αβόρανης, πού το βρήκε το έργο;” “Βρε, το ’παιξε το έργο”. Έγινε χαμός».

Το εισιτήριο

Στις προβολές των πλανόδιων το αντίτιμο του εισιτηρίου δεν ήταν πάντα στο τρέχον νόμισμα. Ο Ανδρέας Σεραφίδης από την Καβάλα, που για περίπου 25 χρόνια αλώνισε όλη την ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη αλλά έφτασε και στην Πελοπόννησο, αφηγείται: «Κάνα αυγό φέρναν τα παιδάκια. Τσαμπιά σταφύλια μας φέρναν στην Πέραμο, φρούτα μας φέρναν, διάφορα. Τα παιδιά… “θείο, να πάω να σε φέρω δυο αυγά να μπω μέσα;” “Ελα, μπες, δεν πειράζει”. Τι να τους κάνουμε, δεν μπορούσαμε να τους χαλάσουμε την καρδιά».

Ο Βίλλυ (Γουλιέλμος Σουβενέλ) θυμάται ότι στον Βόλο όταν ερχόταν ολόκληρη οικογένεια στον κινηματογράφο αντί για αυγά έφερναν ένα κοτοπουλάκι!

Μια ταινία

Ύστερα από δεκαετή έρευνα και περιπλάνηση σε όλη την Ελλάδα, το 2008 έφτιαξα το ντοκιμαντέρ «Ο κος Λεονάρδος και οι άλλοι». Το όνομα στον τίτλο αναφέρεται σε έναν άγνωστο πρωτοπόρο κινηματογραφιστή, τον κ. Λεονάρδο, που έφτασε το 1905 στο Καστόρι της Λακωνίας για να δώσει δυο παραστάσεις κινηματογράφου. Δεν πρόλαβε όμως. Αρρώστησε και πέθανε. Τα της κηδείας του ανέλαβε ο ειρηνοδίκης της λακωνικής κωμόπολης.

Ένα βιβλίο για τους διαβατικούς κινηματογράφους παραμένει ανέκδοτο.

Μπορείτε να δείτε την ταινία εδώ:

Ετικέτες

Documento Newsletter