Δραματικές εξελίξεις στο νεοσύστατο ΚΙΝΑΛ πυροδότησε η ομιλία της Φώφης Γεννηματά στη Βουλή, όπου για μια ακόμη φορά επέμεινε σε προσωπική στρατηγική και εμμονικά επιτέθηκε αποκλειστικά και μόνο στον Αλέξη Τσίπρα και στην κυβέρνηση, διαστρεβλώνοντας τη συμφωνία για αντιπολίτευση ίσων αποστάσεων που είχε συναφθεί με τα κόμματα που συμμετέχουν στον νέο φορέα.
Αργά το βράδυ της Πέμπτης η συνεδρίαση της Εκτελεστικής Γραμματείας ήταν θυελλώδης, αφού απουσίαζαν τέσσερα από τα κορυφαία μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου και συγκεκριμένα οι Σταύρος Θεοδωράκης, Θανάσης Θεοχαρόπουλος, Γιώργος Παπανδρέου και Νίκος Ανδρουλάκης. Σύμφωνα με πληροφορίες, και οι τέσσερις με την απουσία τους ήθελαν να καταδείξουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι διαφωνούν πλήρως με την αυτονόμηση της Φώφης Γεννηματά και την επιλογή της για σύμπλευση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μάλιστα κάποιοι έκαναν λόγο για καπέλωμα και μητσοτακοποίηση της προέδρου του ΚΙΝΑΛ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος που αντέδρασε αμέσως μετά τη συζήτηση στη Βουλή ήταν ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και νυν πρόεδρος του ΚΙΔΗΣΟ Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος σε ανακοίνωσή του επέκρινε τόσο τον Αλέξη Τσίπρα όσο και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, διαφοροποιούμενος πλήρως από τη Φώφη Γεννηματά και την ομιλία της στη Βουλή όπου εμφανίστηκε ως δεκανίκι της Νέας Δημοκρατίας και μονομέτωπα επιτιθέμενη στον πρωθυπουργό.
Εγκλωβισμένη στην εποχή Σαμαρά – Βενιζέλου
Η φασιστική επίθεση στον Γιάννη Μπουτάρη δυστυχώς έγινε η αφορμή για να φανεί, ακόμη μια φορά, η γύμνια του πολιτικού μας συστήματος. Πέρα από την καταδίκη του συμβάντος, σχεδόν όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου είχαν κύριο θέμα και καημό την εκτόξευση αλληλοκατηγοριών για το ποιος φέρει την ευθύνη τέτοιων ακραίων φαινομένων. Και δεν περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό από τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ, που έτσι κι αλλιώς έχει… τη μύγα και μυγιάζεται ως προς την ακροδεξιά ρητορική, η οποία έσπευσε να αποδώσει την επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ, «που πόλωσε και δίχασε τον κόσμο την περίοδο των αγανακτισμένων». Περιμένει όμως κανείς –αν μη τι άλλο– διαφορετική επιχειρηματολογία από το Κίνημα Αλλαγής και όχι σχεδόν πλήρη ταύτιση με αυτήν του Κυριάκου Μητσοτάκη και των στελεχών του.
Είναι όμως γεγονός ότι πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ και κατά συνέπεια το Κίνημα Αλλαγής, του οποίου αποτελεί τον βασικό πυλώνα, έτσι όπως το εκφράζει τουλάχιστον η επικεφαλής του Φώφη Γεννηματά, μοιάζει από καιρό εγκλωβισμένο στην εποχή της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου.
Παρά τα όποια «mea culpa» για την περίοδο αυτή, παρά την εκλογική και πολιτική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ εξαιτίας αυτής της συνεργασίας, τα στελέχη του νέου φορέα που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ δεν έχουν κατορθώσει ακόμη να αποτινάξουν το στίγμα της δεξιάς ρητορικής και της συμπόρευσης με τη ΝΔ του Μητσοτάκη, με μοναδικό επιχείρημα «να μας αδειάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τη γωνιά»!
Θα πει κανείς, βέβαια, ότι όποια κι αν είναι τα λάθη του παρελθόντος, σε τελική ανάλυση ένα κόμμα οφείλει και να αναλάβει τις ευθύνες του αλλά και –σε έναν βαθμό– να υπερασπιστεί τα πεπραγμένα του. Ωστόσο η συμπόρευση με τη στρατηγική ανυπαρξία της ΝΔ θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ο νεόκοπος φορέας και η επικεφαλής του επιδιώκουν την ώρα της κάλπης. Γιατί δεν γίνεται να πορεύεσαι στο διηνεκές με το επιχείρημα «ήρθαν στις κάλπες 212.000 άνθρωποι» για να εκλέξουν επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής. Ούτε αρκούν τα οράματα περί τρίτης θέσης στις εκλογές και διψήφιου ποσοστού, που προς το παρόν δεν φαίνονται ούτε με το κιάλι! Πρέπει κάποια στιγμή το Κίνημα Αλλαγής και η Φ. Γεννηματά να πείσουν τόσους και… άλλους τόσους ότι αξίζουν την υποστήριξή τους επειδή έχουν σαφή προγραμματικό λόγο και ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα και όχι επειδή «πρέπει να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ»…
Το φάντασμα της κάλπης
Η αιφνιδιαστική αλλαγή στρατηγικής της Φ. Γεννηματά, όπως εκφράζεται, για παράδειγμα, με το να ζητήσει εκλογές «εδώ και τώρα» και μάλιστα σχεδόν την ίδια περίοδο κατά την οποία η ίδια αναζητούσε συναινέσεις επί της πρότασής της για συνταγματική αναθεώρηση, είναι προφανές ότι δεν πείθει, όχι γενικά την ελληνική κοινωνία αλλά ούτε το ίδιο της το κόμμα. Σε όλες τις μετρήσεις είναι συντριπτικά τα ποσοστά των πολιτών που θεωρούν τη χρονική συγκυρία ακατάλληλη για πρόωρες εκλογές. Οσο για τα υπόλοιπα κορυφαία στελέχη του Κινήματος Αλλαγής, που ταυτόχρονα είναι και μέλη του Πολιτικού Συμβουλίου του φορέα, ουσιαστικά ουδείς συμφωνεί με την πρόταση της κ. Γεννηματά, με πρώτο και καλύτερο τον Σταύρο Θεοδωράκη.
Αλλωστε οι διαφωνίες του επικεφαλής του Ποταμιού σε κομβικά ζητήματα που προωθεί η κ. Γεννηματά είναι γνωστές. Παρ’ όλα αυτά, η ανοιχτή διαφοροποίησή του από την επικεφαλής του φορέα την ημέρα και ώρα που διεξαγόταν στη Βουλή η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση, την οποία η ίδια η Φ. Γεννηματά είχε ζητήσει, ήταν ίσως η πιο ενδεικτική της κατάστασης που επικρατεί στο εσωτερικό του Κινήματος και κυρίως ανάμεσα στους δύο βασικούς εταίρους με κοινοβουλευτική παρουσία: τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι.
Ο Στ. Θεοδωράκης από το βήμα της Βουλής πήρε ξανά σαφείς αποστάσεις από τη ρητορική της κ. Γεννηματά για το σκοπιανό, ενώ δεν παρέλειψε να κατακρίνει και όσους βουλευτές προτείνουν την καταψήφιση όλων των νομοσχεδίων της κυβέρνησης, ακόμη και αν συμφωνούν με το περιεχόμενό τους, με μόνο κίνητρο να ρίξουν την κυβέρνηση. Και ως γνωστόν, οι βουλευτές αυτοί δεν ανήκουν μόνο στη ΝΔ αλλά και στη Δημοκρατική Συμπαράταξη…
«Εχει νόημα η αντιπολίτευση να διευκολύνει το έργο μιας κακής κυβέρνησης, υπερψηφίζοντας νομοθετήματα με τα οποία συμφωνεί;» είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του Ποταμιού, για να απαντήσει ο ίδιος στη συνέχεια πως «ναι, όταν είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα προκύψουν στο ορατό μέλλον οι συνθήκες επίλυσης του συγκεκριμένου προβλήματος». Μπορεί η συγκεκριμένη αναφορά του κ. Θεοδωράκη να σχετιζόταν με το ονοματολογικό της πΓΔΜ, ωστόσο έχει ξεκαθαρίσει επανειλημμένως ότι δεν θα διαστάσει να υπερψηφίσει νομοσχέδια που φέρνει η κυβέρνηση όταν κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, κυρίως σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αντίθετα, αρκετά στελέχη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, με πιο πρόσφατη περίπτωση τον Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλο –είχε διεκδικήσει και την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής– έχουν εκφράσει την πεποίθηση ότι το κόμμα τους, δηλαδή οι κοινοβουλευτικές ομάδες του Κινήματος, δεν θα πρέπει να στηρίζουν κυβερνητικά νομοσχέδια ακόμη και αν συμφωνούν με αυτά, γιατί έτσι –πιστεύουν– θα φύγει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μια ώρα αρχύτερα…
Να υπενθυμίσουμε μάλιστα τη διαφορετική στάση του Στ. Θεοδωράκη και στο μέγα σκάνδαλο της Novartis, αφού ο επικεφαλής του Ποταμιού είχε κρατήσεις αποστάσεις από τη ρητορική της Φ. Γεννηματά περί «σκευωρίας του ΣΥΡΙΖΑ».
Ετερόφωτη κεντροαριστερά
Οι διαφωνίες στο εσωτερικό του Κινήματος Αλλαγής όμως δεν περιορίζονται στο Ποτάμι και στον Στ. Θεοδωράκη. Η ΔΗΜΑΡ, για παράδειγμα, είχε εξαρχής ξεκαθαρίσει ότι η στάση της δεν ετεροπροσδιορίζεται από αυτήν του Πάνου Καμμένου και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων σε μια σειρά θεμάτων, με κυρίαρχο το ονοματολογικό της πΓΔΜ. Την ίδια στάση εξάλλου τηρεί και ο Γιώργος Παπανδρέου με το ΚΙΔΗΣΟ, ο οποίος –θυμίζουμε– συναντήθηκε πρόσφατα με τον Αλέξη Τσίπρα για να ενημερωθεί, όπως θα όφειλε να κάνει κάθε πρώην πρωθυπουργός, για τα εθνικά θέματα, γεγονός που είχε προκαλέσει αμηχανία στη Χαριλάου Τρικούπη, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα…
Στον αντίποδα, η Φ. Γεννηματά και η Δημοκρατική Συμπαράταξη έχουν σχεδόν απόλυτη ταύτιση με τον Κυρ. Μητσοτάκη και τη ΝΔ, αναδεικνύοντας σε κάθε σοβαρό ζήτημα την όποια διαφοροποίηση Καμμένου και άρα τις ενδοκυβερνητικές διαφωνίες. Ετσι όμως δεν χαράσσεται πολιτική και μάλιστα από έναν πολιτικό φορέα που διακηρύττει ότι είναι ο βασικός –ίσως και αποκλειστικός– εκφραστής της κεντροαριστεράς και του προοδευτικού κέντρου. Και όχι μόνο! Η Φ. Γεννηματά, τόσο με το ΠΑΣΟΚ όσο και με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη στη συνέχεια, είναι εκείνη που έχει κάνει σημαία της την εθνική συνεννόηση και τις συναινέσεις σε όλα τα μείζονα ζητήματα της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, αν και επιμένει στη στρατηγική της κυβέρνησης εθνικής ευθύνης και της συνεννόησης, την ίδια στιγμή η επιχειρηματολογία της μοιάζει να έχει εγκλωβιστεί στα στρατηγικά αδιέξοδα του Κυρ. Μητσοτάκη…
Η συγκόλληση έφερε φυγή ψηφοφόρων
Μια κυβέρνηση, ειδικά αν έχει εφαρμόσει μνημόνιο και πολιτική λιτότητας –ξέρει από αυτά το ΠΑΣΟΚ εξάλλου–, έχει πάντοτε και την ανάλογη φθορά. Ωστόσο ούτε μία μέτρηση μέχρι σήμερα δεν έχει δείξει «επαναπατρισμό» των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που έφυγαν για τον ΣΥΡΙΖΑ στο νεόκοπο Κίνημα Αλλαγής. Το πιο χαρακτηριστικό είναι, εξάλλου, ότι ένα ικανό κομμάτι των ψηφοφόρων τόσο του Ποταμιού στις προηγούμενες εκλογές όσο και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης αντί να στηρίζει στις δημοσκοπήσεις το Κίνημα Αλλαγής, μετά τη σύμπραξη των δύο κομμάτων στρέφεται προς τη ΝΔ! Πράγμα που μόνο παράλογο δεν φαντάζει όταν έχουν μπροστά τους έναν πολιτικό φορέα γεμάτο αρχηγούς και διχογνωμίες ο οποίος για να καταφέρει να συγκροτηθεί χρειάστηκε να επιστρατεύσει ό,τι πιο παλαιό στα κομματικά διαδικαστικά του πολιτικού μας συστήματος προκειμένου να ικανοποιήσει τους «ομαδάρχες», αλλά και μια επικεφαλής που προσπαθεί να πείσει ότι έχει αυτόνομη στρατηγική και ότι η Δεξιά παραμένει ο ιστορικός της αντίπαλος χωρίς… καμία επιτυχία!
Το μόνο για το οποίο μπορεί πλέον να χαίρεται η Φ. Γεννηματά είναι ότι, αν μη τι άλλο, «έπεισε» πλέον και τον Κυρ. Μητσοτάκη να απομακρυνθεί από την εκπεφρασμένη θέση του για εκλογές το φθινόπωρο και να συνταχθεί με το δικό του –παρεμπιπτόντως, και του Αδωνη Γεωργιάδη– αίτημα για εκλογές «εδώ και τώρα». Ποιο ήταν το επιχείρημα του κ. Μητσοτάκη στο οποίο βάσισε τη νέα του θέση; Μα, ακριβώς το ίδιο με αυτό της κ. Γεννηματά: Οτι δεν μπορεί να δεσμεύσει τη χώρα και τον λαό ο ΣΥΡΙΖΑ για τη μεταμνημονιακή εποχή και τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν μετά το πέρας του μνημονίου. Τώρα, ποιος πήρε ποιον στον λαιμό του ζητώντας εκλογές με τη διαπραγμάτευση σε εξέλιξη, λίγο προτού αρχίσουν οι πανελλαδικές εξετάσεις των μαθητών και στα πρόθυρα της τουριστικής περιόδου θα το δείξει η ιστορία…