Ανθρωποι που η μόνη τους σχέση με την ποίηση ήταν το «αρνάκι άσπρο και παχύ» έγιναν εν μια νυκτί βιβλιοκριτικοί· τους έπεφτε πολύ βαριά, σαν τούβλο στο στομάχι, ή πολύ ανάλαφρη, κατηγορίας φτερού. Προσβλητικές φωτογραφίες και τρολιές προτού πέσει το χώμα στο ανοιχτό φέρετρο, μην τυχόν και δεν προλάβουν την πρόκληση. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να μνημονεύσουν τον σαιξπηρικό στίχο «όλα τα υπόλοιπα είναι σιωπή», όταν δεν ξέρουν πως οι νεκροί είναι γένος ανυπεράσπιστο.
Την τάση αυτή της κανιβαλιστικής μόδας είχε σφραγίσει με το κύρος του ο Χρήστος Χωμενίδης όταν πέθανε ο Θάνος Μικρούτσικος.
Το πασπαρτού της διανόησης με το οποίο ξεκλειδώνονται στενές σχέσεις με τους ισχυρούς της εξουσίας είχε γράψει τότε: «Βροντούσε το πιάνο φορώντας κασκέτο καπετάνιου και το κοινό μύριζε στα σινιέ του ρούχα το ψαρόλαδο. Οταν πάλι άλλαζε σκοπό και τραγουδούσε “έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη!”, οι αποκάτω αφηνίαζαν, έτοιμοι έμοιαζαν να ξεπαρκάρουν τα τσερόκι τους και να πάνε να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Μιλάμε για μαζική παραίσθηση, η οποία οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη χρεοκοπία όχι μόνο του κράτους αλλά και της κοινωνίας». Μ’ αυτήν τη χάλαση ειρμού μάθαμε λοιπόν ότι για την οικονομική κρίση έφταιξαν ο συνθέτης και ο Καββαδίας και όχι φυσικά ο Ευάγγελος Βενιζέλος ο οποίος βρέθηκε μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας και η πολιτική του δικαιώθηκε όπως και η ρητορική του δεινότητα κονιορτοποιώντας τον Τσίπρα.
Καμία ευθύνη φυσικά δεν φέρει ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου του οποίου υπήρξε σύμβουλος. Ο μπεστσελεράς συγγραφέας με την ίδια ευκολία που αναπέμπει λιβανωτούς στους πολιτικούς κατακεραυνώνει όσους δεν είναι μέλη της εκσυγχρονιστικής, όπως η Ελενα Ακρίτα, η Μυρσίνη Λοΐζου ή ο Νίκος Σαραντάκος, ακόμη και η Κατερίνα Καινούργιου.
Αυτός λοιπόν που ψήφισε περήφανος «ναι» στο δημοψήφισμα και σαν Ατλαντας κράτησε την Ελλάδα όρθια, με ποια ιδιότητα θα συμμετάσχει ως ομιλητής στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών που αρχίζει σε λίγες μέρες; Σαν μακρινός εξάδελφος της Πυθίας, αφού είχε προβλέψει ότι η ΝΔ θα σαρώσει στις εκλογές; Σαν ηνίοχος που θα οδηγήσει και τους άλλους συνέδρους στον καλπασμό προς την ανάπτυξη; Ή μήπως σαν alter ego του υψιπετούς ποιητή που πρωταγωνιστεί στον «Φοίνικα»;
Στον αντίποδα ο Παντελής Μπουκάλας, που δεν είναι μέλος της σοουμπίζ ούτε έχει πρώτο τραπέζι πίστα στα τηλεοπτικά πάνελ. Εκτός από την ευδόκιμη θητεία του στην ποίηση, στο δοκίμιο και στις μεταφράσεις αρχαίων συγγραφέων, εδώ και χρόνια γυαλίζει τα ασημικά της λαϊκής παράδοσης κι έτσι αστραφτερά τα τοποθετεί στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Στους τρεις θεματικούς τόμους για το δημοτικό τραγούδι το απολυμαίνει από το πλαστογραφημένο και επισημαίνει ότι από τα νάματά του αρδεύονται η γλώσσα και η ποίηση.
Ο Χωμενίδης και ο Μπουκάλας είναι ασύμμετρη σύγκριση ως πρόσωπα. Ορίζουν ωστόσο τις δύο βασικές κατηγορίες των δημοσιολογούντων, τους κήνσορες και τους θεράποντες. Οι πρώτοι φορείς μιας ισοπεδωτικής νεωτερικότητας κάνουν θόρυβο γύρω από τον εαυτό τους. Οι δεύτεροι διακονούν τη σκέψη παράγοντας ιδεολογία.
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης