Κερδοσκοπία στα στεγαστικά δάνεια με χορηγία Μητσοτάκη

Κερδοσκοπία στα στεγαστικά δάνεια με χορηγία Μητσοτάκη

Πώς το προεκλογικό στεγαστικό πρόγραμμα της ΝΔ επιδοτεί τις τράπεζες μέσω της ΔΥΠΑ

Τον περασμένο Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε τη δημιουργία ενός στεγαστικού προγράμματος με στόχο να βοηθήσει 100.000 νέα ζευγάρια να καλύψουν τις ανάγκες τους για προσιτή οικονομικά στέγη.

Το σχετικό νομοσχέδιο «Σπίτι μου – στεγαστική πολιτική για τους νέους, αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας για κοινωνική κατοικία και άλλες διατάξεις» ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο. Παρά το μεγάλο ενδιαφέρον, που φάνηκε από τα εκατοντάδες σχόλια της διαβούλευσης, παρά ακόμη τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού ότι το πρόγραμμα θα τρέξει με διαδικασίες-εξπρές, τίποτε δεν έγινε ως τις 28 Μαρτίου που ανακοινώθηκαν οι εκλογές. Τρεις μέρες μετά, σε μια κίνηση που δήλωνε εκκωφαντικά την προεκλογική στόχευσή της, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα τρέξει από τις 3 Απριλίου ένα κομμάτι του προγράμματος: την παροχή δανείων σε 10.000 δικαιούχους για να αγοράσουν δική τους κατοικία.

Σύμφωνα με τις σχετικές εξαγγελίες που έκανε ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης στις 31 Μαρτίου, δικαιούχοι του προγράμματος είναι άτομα ή ζευγάρια από 25 ως 39 χρόνων με ετήσιο εισόδημα από 10.000 ως 16.000 ευρώ για ένα άτομο ή 24.000 ευρώ για ζευγάρι χωρίς άλλο ιδιόκτητο ακίνητο άνω των 50 τ.μ. στην περιοχή όπου ζουν και εργάζονται. Το προς χορήγηση δάνειο θα ανέρχεται έως τις 150.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής έως 30 χρόνια, με την υποχρέωση να χρησιμοποιηθεί για την αγορά κατοικίας έως 150 τ.μ., παλαιότητας από 15 χρόνια και πάνω και να καλύπτει το 90% της αξίας του προς αγορά ακινήτου.

Παρούσες οι τράπεζες

Οι δικαιούχοι των συγκεκριμένων δανείων, είπε ο υπουργός, θα είναι ιδιαίτερα ωφελημένοι, καθώς το 75% του δανείου θα χρηματοδοτηθεί από τα αποθεματικά της ΔΥΠΑ και θα είναι άτοκο, ενώ το υπόλοιπο 25% από τις τράπεζες. Μόνο αυτό θα είναι έντοκο, άρα το συνολικό επιτόκιο θα βγει περίπου στο ένα τέταρτο ενός κανονικού στεγαστικού. Ειδικά για τους τρίτεκνους άτοκο θα είναι το σύνολο του δανείου. Τη διαχείριση του προγράμματος θα κάνουν οι τράπεζες και όχι η ΔΥΠΑ, που θα βάλει τα πολλά λεφτά. Δίπλα στον Χατζηδάκη, που συνόδευσε τις ανακοινώσεις του με διθυραμβικές δηλώσεις περί «επιστροφής της στεγαστικής πολιτικής στην Ελλάδα μετά από πολλά χρόνια», ήταν όχι μόνο ο διοικητής της ΔΥΠΑ Σπύρος Πρωτοψάλτης, αλλά και η Χαρούλα Απαλαγάκη, εκπρόσωπος της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών.

Αμέσως μετά τις δηλώσεις Χατζηδάκη όλες οι τράπεζες, συστημικές και μη, έσπευσαν να δηλώσουν συμμετοχή στο πρόγραμμα, διαφημίζοντας μάλιστα παραπλανητικά στην ιστοσελίδα τους ότι με το συγκεκριμένο πρόγραμμα παρέχονται δάνεια με μεσοσταθμικό επιτόκιο 1,23% (ενώ το πραγματικό είναι 1,6%). Ανάλογα και τα φιλοκυβερνητικά μίντια βάλθηκαν να διαφημίζουν «10.000 σπίτια για νέα ζευγάρια».

Για να καταλάβουμε όμως τι στα αλήθεια αντιπροσωπεύει η «επιστροφή της στεγαστικής πολιτικής» στην Ελλάδα από την κυβέρνηση της ΝΔ –πέρα από προεκλογικό κόλπο με στόχο την ψήφο των νέων– πρέπει να δώσουμε προσοχή στις καταγγελίες της συνδικαλιστικής παράταξης Αδέσμευτη Φωνή των Υπαλλήλων ΔΥΠΑ –μεταξύ άλλων συσπειρώνει υπαλλήλους του πρώην Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ)– και σε όσα είπε στο Documento ο εκπρόσωπός της Κωνσταντίνος Λιβέρης: «Το πρόγραμμα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το δημόσιο χρήμα που έχει προκύψει από τις εισφορές των εργαζομένων για να επιδοτήσει την κερδοσκοπία των τραπεζών».

Χάνει η ΔΥΠΑ, χάνουν οι δανειολήπτες

Είναι γνωστό, εξηγεί ο Κων. Λιβέρης, ότι ο πρώην ΟΕΚ είχε αποθεματικά 1,5 δισ. ευρώ και είχε λαμβάνειν άλλο 1,3 δισ. ευρώ τουλάχιστον από τον ΕΦΚΑ – χρήματα που έχουν συγκεντρωθεί από τις εισφορές των εργαζομένων υπέρ ΟΕΚ και από τους τόκους – επιστροφές κεφαλαίου των χορηγηθέντων δανείων και δόσεων οφειλών εργατικών κατοικιών. Με τα αποθεματικά αυτά ο ΟΕΚ χορηγούσε δάνεια για αγορά ή ανέγερση κατοικίας σε ευάλωτες ομάδες με επιτόκιο 1%, έπαιρνε τα λεφτά του πίσω και συνέχιζε να χρηματοδοτεί προγράμματα κοινωνικής στέγης.

Ομως στο πρόγραμμα που σχεδίασε η ΝΔ η ΔΥΠΑ θα δώσει το 75% του κάθε δανείου άτοκα, δηλαδή χωρίς κανένα όφελος γι’ αυτήν, προκειμένου οι τράπεζες να χρεώσουν στο υπόλοιπο 25% ολόκληρο το τρέχον επιτόκιο, που σήμερα ανέρχεται στο 5,81%. Επιπλέον η ΔΥΠΑ θα αναλάβει να επιδοτήσει τα δάνεια των τρίτεκνων καταβάλλοντας στις τράπεζες όλους τους οφειλόμενους τόκους από τα δικά της αποθεματικά.

Με την κυβερνητική αυτή επιλογή υπέρ των τραπεζών δεν χάνει όμως μόνο η ΔΥΠΑ, συνεχίζει ο Κων. Λιβέρης, χάνουν και οι δανειολήπτες, οι οποίοι αντί για σταθερό επιτόκιο 1%, όπως χρέωνε ο ΟΕΚ, επιβαρύνονται με κυμαινόμενο επιτόκιο 1,6%. Κερδίζουν όμως οι τράπεζες που, όπως προκύπτει από τα εργαλεία υπολογισμού των δανείων που έχουν στα σάιτ τους, για κάθε δανειζόμενο ποσό 25.000 ευρώ, το οποίο δίνουν στο πλαίσιο του προγράμματος με περίοδο αποπληρωμής 30 ετών και με μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο 4,3%, θα εισπράξουν πίσω 45.000 ευρώ, θα αποκομίσουν δηλαδή κέρδος άνω των 20.000 ευρώ.

Οπως θα ανακαλύψουν οι υποψήφιοι δανειολήπτες –φαίνεται ήδη στα σάιτ των τραπεζών–, χάρη στο πρόγραμμα αυτό οι τράπεζες θα αποκτήσουν νέο πελατολόγιο, καθώς ζητούν από τους υποψήφιους δανειολήπτες να μεταφέρουν σε αυτές τις καταθέσεις τους για να τους παζαρέψουν μείωση επιτοκίου κ.λπ. Συν τοις άλλοις, αν υποθέσουμε ότι θα χορηγηθούν 1.500 δάνεια τριτέκνων, οι τράπεζες θα αποκομίσουν καθαρό κέρδος 30 εκατ. ευρώ μόνο από την «ευγενική χορηγία» της επιδότησης των δόσεων από τη ΔΥΠΑ, καταλήγει ο Κων. Λιβέρης.

Γίνεται σαφές ότι η ΝΔ, που στο όνομα της μείωσης των εισφορών από τον Ιανουάριο του 2023 κατήργησε πλήρως την εισπραττόμενη εισφορά 0,85% των εργαζομένων υπέρ ΟΕΚ, αποστερώντας νέα έσοδα από τη στεγαστική πολιτική της χώρας, που επέλεξε να μην προσλάβει κανένα μόνιμο υπάλληλο τεχνικής ειδικότητας (μηχανικούς, σχεδιαστές κ.ά.) στο στεγαστικό κομμάτι της ΔΥΠΑ για να την αποδυναμώσει και που τελικά σχεδίασε προς όφελος των τραπεζών ένα προεκλογικό στεγαστικό πρόγραμμα το οποίο αποστραγγίζει αντί να αβγατίζει τα αποθεματικά του ΟΕΚ, καταλήγει να υπονομεύει την άσκηση μιας σοβαρής πολιτικής κοινωνικής στέγης που τόσο χρειάζεται η ελληνική κοινωνία.

Ο κίνδυνος των πλειστηριασμών

Τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό: Καλό είναι όσοι ενδιαφέρονται να χρησιμοποιήσουν το πρόγραμμα «Σπίτι μου» για να πάρουν στεγαστικό δάνειο να το σκεφτούν καλά, διότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν έχει καμία σχέση με τα προγράμματα του ΟΕΚ. Στα προγράμματα κοινωνικής κατοικίας του ΟΕΚ οι κατοικίες που έπαιρναν οι δικαιούχοι ήταν εκ του νόμου ακατάσχετες μέχρι την πλήρη εξόφληση του οργανισμού, οι υπάλληλοι του οποίου έδειχναν κατανόηση σε τυχόν ατυχίες της ζωής και έδιναν πίστωση χρόνου, ακόμη και παρατεταμένη, στους δικαιούχους ώστε να εξοφλήσουν το δάνειό τους – όπως αρμόζει σε έναν οργανισμό κοινωνικής κατοικίας.

Αντίθετα, στο άρθρο 7 της ΚΥΑ του στεγαστικού προγράμματος της ΝΔ ορίζεται ρητά ότι σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμών άνω των 90 ημερών η τράπεζα προχωρά στην καταγγελία του δανείου και «προβαίνει σε ενέργειες ανάκτησης του οφειλόμενου ποσού με κάθε πρόσφορο τρόπο, ακολουθώντας τη συνήθη πολιτική της επί αυτών των ζητημάτων», δηλαδή βγάζει το σπίτι σε πλειστηριασμό.

Τι έκαναν οι άλλες χώρες και τι η κυβέρνηση της ΝΔ

Εν μέρει λόγω του απεριόριστου φτηνού χρήματος που έδινε για πολλά χρόνια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυξάνοντας τις τιμές όλων των περιουσιακών στοιχείων –και των ακινήτων–, εν μέρει λόγω της ανάπτυξης μεγάλων εταιρειών real estate που διαχειρίζονται τις κατοικίες ως επενδυτικά προϊόντα, εν μέρει και λόγω της ανάπτυξης της βραχυχρόνιας μίσθωσης, η Ευρώπη απέκτησε τα τελευταία χρόνια πρόβλημα ακρίβειας στη στέγη. Σε όλες τις χώρες δηλαδή διευρύνθηκαν τα κομμάτια του πληθυσμού για τα οποία η πληρωμή ενός ενοικίου απορροφά δυσανάλογα μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους.

Η Ελλάδα, όμως, που βίωσε μια δραματική δεκαετία μεγάλης κρίσης κατά την οποία πάγωσε η οικοδομή, μειώθηκαν τα πραγματικά εισοδήματα και αναπτύχθηκε πολύ το Airbnb, κάνει αρνητικό πρωταθλητισμό και στο πρόβλημα της ακριβής στέγης.

Με βάση στοιχεία της Eurostat του 2021 η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης, που δηλώνει το κομμάτι του πληθυσμού που πρέπει να πληρώνει για στέγαση (ενοίκια, κόστος εξυπηρέτησης στεγαστικού δανείου, κόστος θέρμανσης, ηλεκτρικού ρεύματος κ.λπ.) πάνω από το 40% του εισοδήματός του. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 37% του πληθυσμού πληρώνει πάνω από το 40% του εισοδήματός του για στέγαση στις πόλεις και το 25% στις αγροτικές περιοχές, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 9,9% για τις πόλεις και 5,8% για τις αγροτικές

περιοχές. Αντίστοιχα, έχει έναν από τους υψηλότερους δείκτες «στεγαστικού συνωστισμού», με το 28% του πληθυσμού να ζει σε πολύ μικρές κατοικίες έναντι 17% του μέσου ευρωπαϊκού. Συν τοις άλλοις, σύμφωνα με τα στοιχεία του οργανισμού Housing Europe (2021), έχουμε πτώση της ιδιοκατοίκησης στο 75% (το ποσοστό υποθηκών και στεγαστικών δανείων βρίσκεται στο 12,7%). Και βέβαια σε τραγική θέση –αποκλειστικά και μόνο στην Ελλάδα– βρίσκεται το 25% των κατοίκων που νοικιάζει κατοικία, καθώς το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης γι’ αυτούς φτάνει το 74% (2021).

Λόγω αυτής της κατάστασης, όταν τέλειωσε η πανδημία η Κομισιόν προέτρεψε τα κράτη-μέλη να χρησιμοποιήσουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης για να χρηματοδοτήσουν προγράμματα κοινωνικής κατοικίας με προσιτό κόστος. Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία και Σουηδία σχεδίασαν προγράμματα κοινωνικής στέγης άνω του 1 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα προγράμματα σχεδίασαν κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ αυτών η Ρουμανία με ποσό 288 εκατ. ευρώ, η Σλοβενία με 60 εκατ. ευρώ, η Λετονία με 43 εκατ. ευρώ, ακόμη και το πλούσιο Λουξεμβούργο, που έχει κατά κεφαλήν εισόδημα έξι φορές μεγαλύτερο από της Ελλάδας, με ποσό 48 εκατ. ευρώ.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, που σχεδίαζε το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης, δεν έκανε την ίδια επιλογή. Παρότι είχε ήδη καταγραφεί το τεράστιο πρόβλημα της ακριβής στέγης για την Ελλάδα, επέλεξε να διαθέσει μόλις 1,3 εκατ. από το σύνολο των 30,5 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης για ένα πιλοτικό, όπως το αποκάλεσε, κοινωνικό στεγαστικό πρόγραμμα, βάσει του οποίου ιδιοκτήτες ακινήτων θα είχαν πρόσβαση σε επιχορηγήσεις της τάξης των 10.000 ευρώ για να ανακαινίσουν τα σπίτια τους, ώστε να τα διαθέσουν με χαμηλό ενοίκιο σε άτομα ευάλωτων ομάδων. Το πρόγραμμα μάλιστα είχε ανακοινωθεί ότι θα ξεκινούσε με την ανακαίνιση 100 διαμερισμάτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για 250 δικαιούχους.

Από τη σύνταξη του Σχεδίου Ανάκαμψης στο οποίο η ΝΔ απαξίωσε να συμπεριλάβει τη χρηματοδότηση στεγαστικής πολιτικής πέρασε ενάμισης χρόνος κατά τον οποίο το κόστος στέγασης (κατά τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από Μάιο του 2021 έως Μάιο του 2022) σημείωσε εκρηκτική αύξηση κατά 36,1%, ενώ οι μισθοί παρέμειναν καθηλωμένοι. Εκεί πια το πρόβλημα των ακριβών ενοικίων σε συνδυασμό με την αδυναμία των νέων ανθρώπων να νοικιάσουν σπίτι λόγω των χαμηλών μισθών ανέβηκε πολύ στη δημόσια συζήτηση, οπότε η ΝΔ αποφάσισε, κατά την τελευταία της προεκλογική χρονιά, να εξαγγείλει κάτι που θα μοιάζει με στεγαστική πολιτική με στόχο τους νέους – για να τους καλοπιάσει κιόλας επειδή σ’ αυτούς έχει περιορισμένη επιρροή. Στις σχετικές εξαγγελίες συμπεριέλαβε και το πιλοτικό στεγαστικό πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει στα χαρτιά…

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter