Κερασάκι πικρό χωρίς τούρτα

Κερασάκι πικρό χωρίς τούρτα

Γενέθλια για την κυβέρνηση της ΝΔ με ένα ακόμη στείρο νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού

Η ψήφιση του νοµοσχεδίου για το Ακροπόλ στη Βουλή συνέπεσε µε τα ενός έτους γενέθλια της Ν∆ και στον πολιτισµό. Αλλά η γιορτή έµεινε χωρίς «Ηappy Βirthday» καθώς η χορωδία των βουλευτών και των φορέων όχι µόνο δεν τραγούδησε χαρωπά στη Βουλή αλλά αντίθετα τα έψαλε σε ήχο συναγερµού. Οντως ο συναγερµός ήταν αναγκαίος, δεδοµένου ότι χρειάστηκαν δώδεκα µήνες για να διατυπωθεί ένα αρνητικό νοµοσχέδιο που µαταιώνει κάθε όραµα για την καλλιτεχνική δηµιουργία, επιδιώκοντας να την οδηγήσει µέσα από υπόγειους διαδρόµους στη στενόχωρη αίθουσα ενός κέντρου κατάρτισης. Τι κρίµα ένα κτίριο όπως αυτό να χάνει τον προορισµό του και από ανοιχτός φιλόξενος χώρος στην υπηρεσία της ανεξάρτητης καλλιτεχνικής παραγωγής να µετατρέπεται σε διευθυντήριο πελατειακών µηχανισµών.

Το Ακροπόλ που δεν θα γίνει Βοξ αλλά Ροκφέλερ

«∆εν θα το κάνουµε και στέκι» είπε η υπουργός, «δεν θα το κάνουµε ένα νέο Βοξ ή ένα νέο Εµπρός» είπε ο εισηγητής της πλειοψηφίας. Αυτές ήταν οι µόνες ειλικρινείς απαντήσεις των δύο απέναντι στο όραµα των καλλιτεχνών για µια πολιτιστική πολιτική ώσµωσης των τεχνών και διακαλλιτεχνικής συνεργασίας. Χρειάζεται ένα πολύωρο σεµινάριο προκειµένου να αναλυθεί ο όγκος ανακριβειών, υπεκφυγών, παραπλανητικών διαβεβαιώσεων και δηλώσεων που σωρεύτηκαν τόσο για το νοµοσχέδιο όσο και για τις τροπολογίες που κατατέθηκαν την τελευταία στιγµή, µεταξύ των οποίων οι απεικονίσεις των αρχαίων µνηµείων και το µεγαλοπρεπές γραφείο εθιµοτυπίας της υπουργού.

Με το νοµοσχέδιο για το Ακροπόλ και τη συζήτηση στη Βουλή ενταφιάστηκε κάθε ελπίδα και των πιο αισιόδοξων ακόµη αναφορικά µε την πολιτική που θα ακολουθήσει το υπουργείο στον σύγχρονο πολιτισµό. Η ακολουθία άλλωστε ήταν εµφανής από την πρώτη µέρα της νέας ηγεσίας, όταν πρωτοδιατυπώθηκε το απόλυτο δόγµα «ο πολιτισµός είναι οικονοµία», το οποίο υποστηρίχτηκε από έναν απολιτιστικό φονταµενταλισµό µε συκοφαντίες εναντίον κάθε προηγούµενης πολιτικής, µε εναγκαλισµό αµαρτωλών µηχανισµών, µε επικοινωνιακά τεχνάσµατα, µε µισαλλοδοξία και αλαζονεία. Το είδαµε στο Ελληνικό, στα αρχαία του Μετρό Θεσσαλονίκης, στο ΤΑΠ, στο Ταµείο Αλληλοβοήθειας, στο αναβατόριο της Ακρόπολης, στην Αµφίπολη, στο Τατόι, στην ενοποίηση του Αρχαιολογικού Μουσείου, την Εθνική Πινακοθήκη, στο ΕΜΣΤ, στους ∆εσµώτες του Φαλήρου και σε άλλα ακόµη. Επί δώδεκα µήνες η ηγεσία του υπουργείου προκειµένου να φιλοτεχνήσει τη δική της εικονική αποτελεσµατικότητα και σταχανοβισµό επαναλάµβανε σαν καραµέλα το ίδιο συκοφαντικό µοτίβο ότι όλα ήταν στάσιµα ή λάθος τα προηγούµενα χρόνια. Αλλά µε «εντολές, οδηγίες και αυτοψίες» δεν βάφονται αυγά, τα έργα εξελίχθηκαν στον δικό τους χρόνο της δηµόσιας διοίκησης, ανεπηρέαστα από µαγικά υπουργικά µάντρα. Αυτό είναι πια απολύτως ορατό και µετρήσιµο σε κάθε έργο ξεχωριστά.

Στον ετήσιο απολογισµό που η υπουργός έκανε στους δηµοσιογράφους πριν από λίγες µέρες περισσεύουν οι συνήθεις σχολαστικές περιγραφικές διαδικαστικές γενικολογίες για να φουσκώνουν οι εντυπώσεις και να πολλαπλασιάζονται οι επικλήσεις σε προσχήµατα για τις καθυστερήσεις. Από την άλλη, λείπουν τα ακριβή χρονοδιαγράµµατα εξέλιξης των έργων, όπως και η ουσία και η διαφάνεια. Εναν χρόνο µετά τα έργα της Αµφίπολης µόλις αρχίζουν, η προµελέτη για το Αρχαιολογικό Μουσείο µόλις ολοκληρώθηκε, αλλά και πάλι δεν δηµοσιοποιήθηκε ώστε να µάθουµε τι προβλέπει. Το αναβατόριο ακόµη αναµένεται ύστερα από ένα ολόκληρο καλοκαίρι µε πλήρως απρόσβατη σε αναπήρους την Ακρόπολη.

Πες µου τις λέξεις, ας είναι λίγες λέξεις

Αλλά πόσα επέλεξε να αποσιωπήσει πλήρως η υπουργός; Θα περιοριστούµε σε ένα µικρό µόνο δείγµα. ∆εν ακούσαµε, αλήθεια, τίποτε για εκείνο τον φάκελο διεκδίκησης των Γλυπτών που ετοίµαζε για τον πρωθυπουργό. ∆εν ακούσαµε τίποτε για την ακέφαλη από καλλιτεχνικό διευθυντή εδώ και µήνες Ελευσίνα, για την αναβολή της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και τις καταγγελίες του αντιπροέδρου του ∆Σ που αποκεφαλίστηκε µε σκαιό τρόπο. ∆εν ακούσαµε λέξη για το ακέφαλο από καλλιτεχνικό διευθυντή ΕΜΣΤ όπου επικρατεί ένα ευνοϊκό για κάθε αυθαιρεσία δηµιουργικό (sic) χάος. Ούτε λέξη για το ακέφαλο από καλλιτεχνικό διευθυντή Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης ούτε και για την προσφυγή στη ∆ικαιοσύνη της επιλεγµένης ύστερα από προκήρυξη διευθύντριας. Αλήθεια, οι προκηρύξεις των πολιτιστικών οργανισµών που τις ακύρωσε πέρυσι, αµέσως µόλις ανέλαβε, προκαλούσαν καθυστερήσεις, όπως υποστήριζε η υπουργός; Μα γιατί ούτε να διορίσει διευθυντές δεν κατάφερε ύστερα από τόσο µεγάλο διάστηµα; Αλλά και εκεί που τα ∆Σ πρέπει σύµφωνα µε τον νόµο να κάνουν προκηρύξεις, όπως στο MOMus, γιατί αλήθεια τις αναβάλλει αυθαιρετώντας εδώ και έναν χρόνο; Ούτε για αυτό ακούσαµε λέξη στον απολογισµό – αυτοαγιογραφία.

Η «βιβλιογραφία» που επικαλέστηκε η υπουργός στη Βουλή δυστυχώς εµπλουτίζεται καθηµερινά µε την προσφορά άφθονου υλικού για τον κανιβαλισµό του υπουργείου από µηχανισµούς, παράλληλες αδιαφανείς διαδικασίες και µηχανορραφίες. Αντί της περιφερειακής πολιτικής κλείνονται συµφωνίες κοµµατικών σκοπιµοτήτων µε τους περιφερειάρχες, αντί δηµόσιων επενδύσεων πριµοδοτούνται επιλεκτικές πελατειακές και πυροσβεστικές δράσεις, αντί της οργανικής σύνδεσης του υπουργείου µε το Ακροπόλ ως παραγωγό διαλόγου και κόµβο σύγχρονου πολιτισµού επιλέγεται η απλή εκπροσώπηση στο ∆Σ, αντί του οργανισµού βιβλίου και της δηµιουργίας αναγνωστικού κοινού, έρευνας, στατιστικής, βιβλιογραφίας και δοµικών µεταρρυθµίσεων δίνονται υποσχέσεις για αγορές βιβλίων.

Πού είναι το σχέδιο για τον σύγχρονο πολιτισµό; Πού είναι το σχέδιο για την πολιτιστική κληρονοµιά; ∆εν παράγουν προσδοκία και όραµα η εργαλειακή διαχείριση, οι υπολογισµοί, οι αποκρύψεις, ο κυνισµός του «υπήρξαµε υπερβολικά επιεικείς» της υπουργού που θα αντηχεί για πάντα. Βέβαια ούτε θεσµοί παράγονται µε εύκολες συνταγές γκαλά, πριµαντόνες κι άντε «Ολη η Ελλάδα ένας πολιτισµός». Αυτά έχουν ξαναγίνει και απέτυχαν, γιατί απλώς αντί να απελευθερώνουν πολιτιστικές δυνάµεις τις εγκλωβίζουν για να τις ελέγχουν ασφυκτικά και αυτό προκαλεί εκρήξεις.

Είναι προβληµατικό που µια αρχαιολόγος στο επάγγελµα υπουργός κράτησε εκτός ακρόασης τον επιστηµονικό φορέα του κλάδου της, τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, για να µην έχει αντίλογο στις παραδοξότητες κάτω από τις οποίες κάλυψε τις αλλαγές που επιδιώκει στον αρχαιολογικό νόµο προκειµένου µεγάλες εταιρείες και οργανισµοί να απαλλάσσονται αδειών, τελών και επιβαρύνσεων για τις απεικονίσεις των µνηµείων. Προτιµάει αντί για τις διαφανείς χρεώσεις τις χωρίς πλαίσιο και κανόνες χορηγίες και αντί για το δηµόσιο συµφέρον τα φιλοδωρήµατα; Αν είναι έτσι ας πάρει ευθαρσώς την πολιτική ευθύνη, αντί να αποπειράται να απαξιώνει προηγούµενες υπουργικές αποφάσεις και να υποστηρίζει ψευδώς –για ακόµη µια φορά– ότι τις άδειες τις οποίες σκανδαλωδώς ευνοεί η ίδια τάχα υπέγραψαν προηγούµενοι υπουργοί και στη συνέχεια να υποχρεώνεται να το αναιρέσει µετά την κατάθεση των σχετικών εγγράφων από βουλευτές.

Με κλασικίζουσες µεγαλοστοµίες στα αρχαία θέατρα, µε την καλλιέργεια κλίµατος τεχνητής αισιοδοξίας και µε «µη» κερδοσκοπικές ροές χρήµατος στους πολιτιστικούς οργανισµούς όµως δεν οικοδοµείται ανάπτυξη. Πολύ πιο σηµαντικό, δεν οικοδοµείται καλλιτεχνική δηµιουργία για έναν ανεξάρτητο και παραγωγικό σύγχρονο ελληνικό πολιτισµό µε προοπτική. Εχουµε ξαναδεί το έργο επανειληµµένα από το 1950 και µετά καθώς αυτή ήταν η πολιτιστική πολιτική όλων των δεξιών κυβερνήσεων µε αναγκαίο συµπλήρωµα –όταν χρειαζόταν– τη λογοκρισία και τις διώξεις. Μόνο ο εκδηµοκρατισµός της Μελίνας Μερκούρη το ’80 απέδωσε ύστερα από δεκαετίες µια νέα αίσθηση πολιτισµού στη χώρα, µια αύρα ελευθερίας και αναγνώρισης των τεχνών χωρίς διακρίσεις και αποκλεισµούς. Μάλιστα αξίζει να συγκρίνουµε τη µοναδική συζήτηση που εκείνη είχε προκαλέσει στη Βουλή για τον πολιτισµό µε την τωρινή για το νοµοσχέδιο Ακροπόλ ώστε να βγάλουµε ασφαλή συµπεράσµατα για τους σηµερινούς κυβερνητικούς στόχους.

Το Ακροπόλ ωστόσο και µετά την κοινοβουλευτική συζήτηση που συγκέντρωσε απρόσµενο πολιτικό ενδιαφέρον θα παραµείνει ένα ευκρινές και κρίσιµο διακύβευµα, ένας µάρτυρας για τις κυβερνητικές βλέψεις κάτω από το προσεκτικό βλέµµα της καλλιτεχνικής κοινότητας αλλά και των ανεξάρτητων φορέων και των ανθρώπων του πολιτισµού.

Documento Newsletter