Από την πρώτη στην όγδοη θέση υποχώρησαν μεταξύ 2002 και 2018 τα παράπονα των καταναλωτών κατά των ινστιτούτων αδυνατίσματος και των γυμναστηρίων προς το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών (ΚΕΠΚΑ), καθώς στην αρχή της περιόδου κατείχαν ποσοστό 24,22% επί του συνόλου, που πέρυσι μειώθηκε στο 2,87%.
Η μείωση αυτή παρατηρήθηκε μετά την υπογραφή της Υπουργικής Απόφασης Ζ1-1262/29-10-2007, που εισήγαγε συγκεκριμένα μέτρα προστασίας των καταναλωτών.
Ωστόσο, το ΚΕΠΚΑ επισημαίνει ότι υπάρχουν πολίτες που επειδή επιθυμούν να βγουν στις παραλίες με ωραίο σώμα το καλοκαίρι, πιστεύουν ό,τι υπόσχεση τους δοθεί και υπογράφουν συμβόλαια με ινστιτούτα αδυνατίσματος ή γυμναστήρια και αν αλλάξουν γνώμη είτε πριν αρχίσουν τις επισκέψεις είτε μετά, τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζουν την άρνηση της επιχείρησης να ακυρώσει ή να διακόψει το συμβόλαιο. Μάλιστα, σύμφωνα με το ΚΕΠΚΑ, δημιουργείται στους καταναλωτές η εντύπωση ότι, από τη στιγμή που υπέγραψαν ένα συμβόλαιο, πρέπει να πληρώσουν είτε πάρουν υπηρεσίες, είτε όχι, ενώ στην πραγματικότητα αυτό είναι ένα ψέμα.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΚΑ οι καταναλωτές πρέπει να γνωρίζουν ότι η Υπουργική Απόφαση Ζ1-1262 ορίζει τα εξής:
1. Στη σύμβαση, η οποία υπογράφεται, ανάμεσα στις μονάδες αδυνατίσματος, στα γυμναστήρια και στους Καταναλωτές, πρέπει να αναγράφεται το όνομα, η επωνυμία, ο διακριτικός τίτλος, η πλήρης διεύθυνση, ο Α.Φ.Μ., η αρμόδια ΔΟΥ, ο αριθμός μητρώου της επιχείρησης, το όνομα αυτού, που υπογράφει τη σύμβαση, από την πλευρά της επιχείρησης, ο αριθμός αδείας λειτουργίας της επιχείρησης, η χρονολογία και ο τόπος κατάρτισης της σύμβασης, η αναλυτική περιγραφή των υπηρεσιών, ο αριθμός και η διάρκεια των συνεδριών, οι δωρεάν υπηρεσίες, ο χρόνος παροχής των υπηρεσιών, η ολική επιβάρυνση του καταναλωτή, με ανάλυση της αξίας κάθε υπηρεσίας, οι όροι πληρωμής και το δικαίωμα υπαναχώρησης. Η σύμβαση πρέπει να συνοδεύεται, από έντυπο υπαναχώρησης.
2. Ο καταναλωτής μπορεί να υπαναχωρήσει, αναιτιολόγητα, εντός 30 ημερών, με την αποστολή γραπτής δήλωσης, προς την επιχείρηση.
3. Ο καταναλωτής δικαιούται, οποιαδήποτε στιγμή, κατά τη διάρκεια της σύμβασης, να καταγγείλει τη σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή, γίνεται εκκαθάριση των υπηρεσιών, που παρασχέθηκαν και αυτών, που υπολείπονται. Επίσης, η επιχείρηση δικαιούται να παρακρατήσει ένα ποσό μέχρι 2,5% του υπολοίπου της σύμβασης, πέραν του ποσού, που αντιστοιχεί, στις ήδη παρασχεθείσες υπηρεσίες.
4. Τυχόν εκπτώσεις, που συμφωνήθηκαν, κατά τη σύναψη της σύμβασης, εξακολουθούν να ισχύουν και στην περίπτωση της καταγγελίας και διακοπής της σύμβασης.
5. Απαγορεύεται η είσπραξη οποιαδήποτε προκαταβολής, που υπερβαίνει το 2,5% του συνολικού ποσού της σύμβασης, πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης.
6. Εάν η πληρωμή της επιχείρησης γίνεται, με πίστωση, που χορηγείται, από Τράπεζα, η υπαναχώρηση ή η καταγγελία της σύμβασης συνεπάγεται διακοπή πληρωμών, για το μέρος των υπηρεσιών, που δεν παρασχέθηκε.
7. Η επιχείρηση έχει υποχρέωση να επιστρέψει, εντός των 30 ημερών, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ή να απαλλάξει τον καταναλωτή, από τα ποσά, που αναλογούν, στο υπόλοιπο της σύμβασης.
“Από τη υπογραφή της Υπουργικής Απόφασης, τα παράπονα και οι καταγγελίες των καταναλωτών, για τις επιχειρήσεις αυτές, άρχισαν να μειώνονται. Ενώ, το 2002 βρισκόταν, στην 1η θέση των παραπόνων του ΚΕ.Π.ΚΑ., κατέχοντας ποσοστό 24,22% το 2018, υποχώρησαν στην 8η θέση, κατέχοντας ποσοστό μόλις 2,87%. Δυστυχώς, όμως, η εικόνα αυτή αμαυρώνεται, από κάποια ινστιτούτα αδυνατίσματος, που: αρνούνται να εφαρμόσουν τη νομοθεσία, αρνούνται να αποδεχτούν την ακύρωση της σύμβασης, μέσα στην περίοδο υπαναχώρησης., αρνούνται να προβούν, σε εκκαθάριση υπηρεσιών και παραπλανούν τους καταναλωτές, με τον ισχυρισμό ότι η ακύρωση επιτρέπεται μόνον τις πρώτες 30 ημέρες ή δεν επιτρέπεται καθόλου” επισημαίνει το ΚΕΠΚΑ.
Παράλληλα καλεί τους καταναλωτές να μην παρασύρονται από δώρα – λαχνούς κ.λπ και αν θέλουν να αδυνατίσουν ή να περιποιηθούν τον εαυτό τους, να το κάνουν με δική τους σκέψη και απόφαση και να μην αποδέχονται παραβίαση του νόμου και των δικαιωμάτων τους και να καταγγέλλουν τις περιπτώσεις αυτές. Τέλος καλεί την Πολιτεία να εποπτεύει την αγορά, να συνεχίσει να επιβάλλει κυρώσεις, ακόμα και κλείσιμο επιχειρήσεων, να δημοσιοποιεί τα ονόματα των ινστιτούτων, που παρανομούν, ώστε να προστατεύονται οι καταναλωτές.