Ένα μακροσκελές κείμενο, δημοσίευσε σήμερα, Παρασκευή, η Πόλα Ρούπα, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα, με αφορμή τη δίκη της που ξεκινάει τον ερχόμενο Οκτώβριο.
Η Ρούπα, αναφέρεται ταυτόχρονα στη δράση του Επαναστατικού Αγώνα, στην ένοπλη δράση την οποία υποστηρίζει αλλά και την απόδραση με ελικόπτερο.
Η ίδια σχολιάζει τη στάση που κράτησε το κράτος απέναντι στην ίδια αλλά και στο 6χρονο παιδί της το οποίο όπως υποστηρίζει δέχτηκε πολιτική αντιμετώπιση.
Από το κείμενο φυσικά και δεν έλειψαν οι πολυάριθμες αναφορές στον σύντροφό της Νίκο Μαζιώτη.
Αναλυτικά το κείμενο:
Όταν ο Επαναστατικός Αγώνας ξεκίνησε την δράση του, το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον δεν ήταν ευνοϊκό για τέτοιου είδους εγχειρήματα. Το κράτος και το πολιτικό σύστημα διατράνωνε την κατίσχυσή του επί της ένοπλης δράσης, λόγω της καταστολής των ένοπλων οργανώσεων, ο ‘‘πόλεμος κατά της τρομοκρατίας’’ είχε γίνει κεντρικός πολιτικός άξονας για την επέκταση της παγκοσμιοποίησης με στρατιωτικούς και οικονομικούς όρους, η κοινωνία ζούσε υπό το καθεστώς της ευημερίας μέσω δανεικών, ο καπιταλισμός διένυε την περίοδο με τα μεγαλύτερα ποσοστά ανάπτυξης στην σύγχρονη ιστορία του και οι οικονομικές ελίτ πανηγύριζαν για το ‘‘τέλος των κρίσεων’’.
Ο Επαναστατικός Αγώνας επιχείρησε να αμφισβητήσει στην πράξη την παντοδυναμία του κράτους επί της ένοπλης αντίστασης μέσα από δράσεις συνδεμένες με τα κορυφαία οικονομικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής. Παράλληλα ανέδειξε την φενάκη της ‘‘τέλειας λειτουργίας’’ της καπιταλιστικής μηχανής και επανέφερε μέσα σε μια φαινομενικά αρνητική κοινωνική συγκυρία το επαναστατικό πρόταγμα. Κάτω από το πέπλο της κερδοφορίας του κεφαλαίου και της ανάπτυξης που είχε ως κεντρικό άξονα το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, ο κοινωνικός και ταξικός πόλεμος συνεχιζόταν και οι διαβεβαιώσεις για την ‘‘αέναη καπιταλιστική επέκταση και το τέλος των οικονομικών κρίσεων’’ δεν μας είχαν πείσει.
Τα μέτρα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης που επιβάλλονταν το ένα μετά το άλλο και ενάντια στα οποία είχε δώσει τη μάχη του ο Επαναστατικός Αγώνας, έκαναν όλο και περισσότερο την κοινωνική βάση στην χώρα να στενάζει, καθώς τα δάνεια είχαν γίνει ήδη θηλιά στο λαιμό της ενώ οι μισθοί, οι συντάξεις και τα εργασιακά δικαιώματα δέχονταν αποφασιστικά χτυπήματα.
Την περίοδο μετά το 2006 απανωτά οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα έρχονταν στην δημοσιότητα επί κυβερνήσεως Ν.Δ με το Κ. Καραμανλή στην πρωθυπουργία,αναδεικνύοντας το βάθος της διαφθοράς και της σήψης που είχε κυριαρχήσει στο πολιτικό σύστημα. Ενώ η φτώχεια μεγάλωνε, οι προκλήσεις των καθεστωτικών πολιτικών με τα απανωτά κοινωνικά εγκλήματά τους είχαν κάνει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας να αηδιάσει. Όλοι θυμόμαστε τις ‘‘έρευνες’’ δημοσιογράφων με τους πολίτες να δηλώνουν μπροστά σε τηλεοπτικές κάμερες ότι ‘‘οι πολιτικοί πρέπει να κρεμαστούν στην πλατεία Συντάγματος’’. Μέχρι που τα ρεπορτάζ αυτά σταμάτησαν για ευνόητους λόγους.
Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον μπάτσο Κορκονέα ήταν η σπίθα που άναψε το φιτίλι της κοινωνικής οργής. Η οργή αυτή που είχε κοινωνική και οικονομική βάση εκδηλώθηκε με μεγάλη σφοδρότητα τον Δεκέμβρη του ’08. Τα πρώτα γεγονότα της οικονομικής κρίσης που θα χτυπούσε την χώρα είχαν ήδη συμβεί και ο Επαναστατικός Αγώνας ετοιμαζόταν να δράσει μέσα στο νέο κοινωνικό πλαίσιο που θα διαμορφωνόταν.
Από το 2003 που ξεκίνησε την δράση του μέχρι την κομβική στιγμή που εκδηλώθηκε η μεγαλύτερη οικονομική κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού, ο Επαναστατικός Αγώνας είχε πραγματοποιήσει σειρά επιθέσεων με αιχμή την αντίσταση στις δύο όψεις της παγκοσμιοποίησης του συστήματος, το νεοφιλελευθερισμό και τον ‘‘πόλεμο κατά της τρομοκρατίας’’(υπουργεία Οικονομίας και Απασχόλησης, τράπεζα Citibank, αστυνομικό τμήμα Καλλιθέας, δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων, κλούβα των ΜΑΤ στην Πέτρου Ράλλη, Shell, αμερικάνικη πρεσβεία). Είχε στραφεί ενάντια στην πολιτική εξουσία (επίθεση στο Γ. Βουλγαράκη) όταν τα πολιτικά και οικονομικά ‘‘σκάνδαλα’’ κυριαρχούσαν σαρώνοντας τη συναίνεση στο καθεστώς πριν ακόμα το ξέσπασμα της κρίσης. Είχε προειδοποιήσει για την δολοφονία Γρηγορόπουλου με την επίθεση στον Α.Τ. Περισσού, την οποία δολοφονία απάντησε με τις ένοπλες επιθέσεις ενάντια στην κλούβα των ΜΑΤ στο Γουδί και ενάντια στα ΜΑΤ στο υπουργείο Πολιτισμού.
Όμως από το 2008 το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο προβλέψαμε ότι θα αλλάξει άρδην. Με τα πρώτα σημάδια που μας έδειξε η κρίση που ερχόταν και που θα σάρωνε εν είδη τσουνάμι όλο τον κόσμο και ειδικά την Ελλάδα, ο Επαναστατικός Αγώνας όφειλε να επιταχύνει και να οξύνει την δράση του. Στο κοινωνικό πεδίο πλέον δεν θα είναι μόνος του καθώς αναμένονταν σφοδρές κοινωνικές αντιδράσεις ενώ η νεοφιλελεύθερη συναίνεση θα χρεοκοπούσε μαζί με την κρατική χρεοκοπία.
Οι επιθέσεις σε Citibank, σε χρηματιστήριο, Eurobank ήταν οι πολιτικά ιεραρχημένες δράσεις με κριτήριο τους θεσμούς και τους μηχανισμούς που έπαιξαν κομβικό ρόλο στην σύγχρονη αρχιτεκτονική του συστήματος και διεθνώς, συνεπώς φέρουν μέγιστη ευθύνη για την κρίση και συγχρόνως απολάμβαναν την ευεργετική πολιτική των πολιτικών καθεστώτων και των κεντρικών τραπεζών που δούλεψαν με περισσή φροντίδα για να μεταφέρουν την βόμβα του ιδιωτικού χρέους από το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην κοινωνική βάση. Η κρίση χρέους που θα χτυπούσε την χώρα, θα μας έβαζε στα μνημόνια και η μακρά σκοτεινή πορεία της κοινωνίας θα ξεκινούσε.
Ήταν ένα στοίχημα μεγάλο ο αγώνας ενάντια σε αυτή την καταστροφική εξέλιξη και ο Επαναστατικός Αγώνας ‘‘σήκωσε το γάντι’’ μιας ιστορικής πρόκλησης: Ή θα ανατρέψουμε το σύστημα και θα κάνουμε Επανάσταση ή θα τσακιστούμε όλοι μαζί κάτω από το ζυγό και την σκλαβιά ‘‘των πολιτικών διάσωσης του συστήματος’’.
Η κοινωνία σε αυτή την χώρα δεν ήθελε να αποδεχτεί αμαχητί την επιβολή των μνημονίων. Έβραζε κάτω από την απειλή της κηδεμονίας και της επιτήρησης από το ΔΝΤ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ενώ η κυρίαρχη προπαγάνδα για ‘‘τα καταστροφικά αποτελέσματα της άτακτης χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους’’ δεν είχε ακόμα ιδιαίτερη απήχηση.
Μέσα σε ένα εκρηκτικό κοινωνικό περιβάλλον, και με ένα οικονομικό σύστημα να παραπαίει λόγω της κρίσης, το πρώτο κατασταλτικό χτύπημα ενάντια στον Επαναστατικό Αγώνα που η συγκυρία το έφερε να συμβεί λίγο πριν από την επιβολή του πρώτου μνημονίου, ήταν ένα σημαντικό βήμα του καθεστώτος προς την κατεύθυνση διασφάλισης της πολιτικής ισορροπίας που τόσο είχε ανάγκη για να περάσει εξοντωτικά μέτρα. Οι κοινωνικές αντιστάσεις που εκδηλώθηκαν ήταν δυνατές, όμως όχι αρκετές για να βάλουν φρένο στην λαίλαπα των μνημονίων. Οι κατασταλτικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν εναντίον άλλων οργανώσεων και ατόμων που εμπλέκονταν ή φέρονται ότι εμπλέκονταν σε ένοπλες δραστηριότητες, κατάφεραν να μετουσιώνουν σταδιακά την όποια επιθετική – εξεγερσιακή διάθεση του α/α χώρου, σε θέση άμυνας απέναντι στην καταστολή.
Τα ανατρεπτικά και επαναστατικά προτάγματα – όπου αυτά υπήρχαν – σταδιακά εξαφανίστηκαν. Οι κοινωνικές αντιστάσεις από την άλλη, έφτασαν στα φυσικά τους όρια, αφού όμως πριν συνάντησαν και αυτές τις σφοδρές κατασταλτικές επιθέσεις από τις κυβερνήσεις Παπανδρέου – Παπαδήμου αρχικά και Σαμαρά – Βενιζέλου στην συνέχεια.
Στην ήττα των κοινωνικών αντιστάσεων ‘‘ανδρώθηκε’’ ο Σύριζα που πήρε την εξουσία προχωρώντας στην μεγαλύτερη λαϊκή εξαπάτηση που έχει καταφέρει ποτέ καθεστωτικό πολιτικό κόμμα. Η ήττα έχει επικυριαρχήσει στην κοινωνία, τα μέτρα κοινωνικής γενοκτονίας επιβάλλονται το ένα μετά το άλλο και η ένοπλη δράση ενώ γίνεται όλο και πιο επιτακτική μέσα στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ενώ διόλου δεν έχει καταφέρει το καθεστώς να την απαξιώσει στις κοινωνικές συνειδήσεις παρά την επίθεση που έχει εξαπολύσει εναντίον της, η αναδίπλωση και η θέση άμυνας που παίρνουν αρκετοί από αυτούς που ενεπλάκησαν σε πρακτικές αντάρτικου πόλης και αφού δέχθηκαν τα κατασταλτικά χτυπήματα, ήταν αρκετά για ‘‘αναθεώρηση’’ της επιλογής, για εγκατάλειψη του επαναστατικού προτάγματος ως ‘‘άκαιρου’’ και ‘‘εκτός ημερησίας διατάξεως’’.
Το σχέδιο δράσης, η στρατηγική, οι στόχοι του Επαναστατικού Αγώνα, όπως και κάθε επαναστατικής ένοπλης οργάνωσης, δεν κρίνονται από τις κατασταλτικές επιτυχίες του κράτους. Και πολύ περισσότερο δεν κρίνεται η ορθότητα, η αναγκαιότητα του επαναστατικού προτάγματος.
Εκείνη την περίοδο που επιχειρήθηκε η απόδραση από τις φυλακές Κορυδαλλού, ζούσαμε μια χωρίς προηγούμενο αρνητική ιστορική συνθήκη: Από τη μια το σύστημα περνούσε (και περνάει) την μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του, ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο τόσο λόγω της αστάθειας που του προκαλούσε η ίδια του η κρίση όσο και λόγω της ευρύτατης απονομιμοποίησής του στις κοινωνικές συνειδήσεις και από την άλλη απουσίαζε ένα επαναστατικό κίνημα που θα μπορούσε να δώσει ώθηση για την ανάπτυξη ενός ισχυρού πολιτικού και κοινωνικού ρεύματος ανατροπής του καθεστώτος. Ενώ δηλαδή υπήρχαν οι αντικειμενικές συνθήκες για έναν κοινωνικό ξεσηκωμό, δεν υπήρχαν οι υποκειμενικές αυτές συνθήκες που θα μπορούσαν να τον πραγματοποιήσουν.
Για τον Επαναστατικό Αγώνα και εμάς προσωπικά, ο σκοπός των επαναστατών, ο σκοπός μιας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης δεν μπορεί να ‘‘ακυρώνεται’’ όταν οι συνθήκες γίνονται δύσκολες. Ο ρόλος της, η αποστολή της είναι να πολεμάει την ηττοπάθεια και όχι να την αποδέχεται. Να εντείνει την δράση της σε περιόδους που το κενό της επαναστατικής δράσης μεγαλώνει. Σε τέτοιες περιόδους η ένοπλη επαναστατική δράση ακόμα και από λίγους αγωνιστές, γίνεται πιο επιτακτική και αναγκαία από κάθε άλλη φορά.
Αυτή την αρχή είχαμε πάντα ως Επαναστατικός Αγώνας, αυτή την αρχή είχα κι εγώ. Αλλιώς θα εγκαταλείπαμε τους στόχους μας, τις αρχές μας, τις αξίες μας. Θα εγκαταλείπαμε την επαναστατική προοπτική. Θα δικαιώναμε το καθεστωτικό θηρίο, ως απρόσβλητο, αλώβητο, παντοδύναμο.
Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η απόφαση για την απόδραση από τις φυλακές Κορυδαλλού, ήταν ένα πολιτικά σημαντικό στοίχημα: Μια καίρια απάντηση στα απανωτά κατασταλτικά χτυπήματα του κράτους. Ένα χτύπημα στην επικυριαρχία της ήττας στον αγώνα που επιχειρούσαν οι κυβερνήσεις και το κράτος με την χρήση της καταστολής και στην περίπτωση της κυβέρνησης Σύριζα – ΑΝΕΛ με την εναλλαγή των επιλογών καταστολή – αφομοίωση . Η αλληλεγγύη που θα έπρεπε να είναι μια σχέση που τροφοδοτεί την επαναστατική αντεπίθεση στην κρατική βία και την καταστολή έχει καταπέσει σε σχέση τακτικισμού για την επίτευξη του ‘‘εφικτού’’, δηλαδή την άμυνα και την διαμαρτυρία απέναντι στις ‘‘κρατικές αυθαιρεσίες’’, απέναντι στις ‘‘παραβιάσεις της θεσμικής ορθότητας’’ που έκανε η καταστολή. Με αποτέλεσμα η αλληλεγγύη να αλλοτριώνεται από σχέση αγώνα σε σχέση που προωθεί τον εξωραϊσμό και τον εξορθολογισμό του κυρίαρχου καθεστωτικού πλαισίου καταστολής. Πρόκειται για την καταδίκη σε θάνατο της αλληλεγγύης. Και κανένας δεν καταδικάζει την επαναστατική σχέση αλληλεγγύης, αν δεν έχει προηγουμένως καταδικάσει τον ίδιο τον ανατρεπτικό αγώνα.
Κυρίως όμως η απόφαση για την απόδραση από τις φυλακές Κορυδαλλού ήταν ένα πολιτικό και κοινωνικό στοίχημα γιατί χτυπούσε την ευρύτερη κοινωνική ηττοπάθεια και παραίτηση. Σε μια τέτοια ζοφερή για την κοινωνία περίοδο, αυτός που θεωρεί τον εαυτό του επαναστάτη, έχει χρέος να μπαίνει μπροστά, να ρισκάρει προσωπικά ο ίδιος για να επιχειρεί να ανατρέψει τις ισχύουσες στάσεις και θέσεις που γίνονται αιτία να βαλτώσει ο αγώνας.
Η απελευθέρωση του συντρόφου Νίκου Μαζιώτη ήταν από την πρώτη στιγμή της σύλληψής του ένα σημαντικό στοίχημα. Ούτως ή άλλως δεν θα τον εγκαταλείπαμε.Εξ’ άλλου ήταν πολιτική μας επιλογή ο Νίκος Μαζιώτης και εγώ να περάσουμε στην ‘‘παρανομία’’ για να συνεχίσουμε την δράση μας στα πλαίσια του Επαναστατικού Αγώνα. Η κοινωνική και πολιτική ιστορική περίοδος με τα μνημόνια, την λαίλαπα των μέτρων διάσωσης του συστήματος με την ραγδαία αύξηση της φτώχειας και της περιθωριοποίησης που αυτά έφερναν, αλλά και η οπισθοχώρηση των αντιστάσεων, υπήρξαν καταλυτικοί παράγοντες για να κάνουν ακόμα πιο επιτακτική κατά την επαναστατική οπτική μας την συνέχιση της ένοπλης δράσης ενάντια στην σύγχρονη ανελέητη τυραννία.
Ο Επαναστατικός Αγώνας απάντησε με το μεγάλο χτύπημα στην Τράπεζα της Ελλάδας και το γραφείο του ΔΝΤ στις 10/4/2014 εν μέσω μιας εκκωφαντικής κοινωνικής σιωπής στην παρατεταμένη μνημονική επίθεση. Ο Επαναστατικός Αγώνας δεν υπήρξε οργάνωση που αναδύθηκε μέσα σε ένα ‘‘εύκολο’’ κοινωνικό πεδίο όπου υπήρχε διάχυτη εξεγερσιακή διάθεση που εκδηλωνόταν μαζικά. Αντιθέτως, ο Επαναστατικός Αγώνας αναδύθηκε σε δύσκολη κοινωνική περίοδο και γι’ αυτόν, αλλά και για εμάς ως πολιτικά υποκείμενα, οι δύσκολες περίοδοι ήταν και είναι αυτές που καθιστούν πιο επιτακτική την ανάγκη για την δράση μιας ένοπλης επαναστατικής οργάνωσης. Και αυτό για να χτυπιέται πιο αποφασιστικά τόσο η κοινωνική συναίνεση στο καθεστώς – η οποία βρισκόταν σε σχετική ισχύ το 2003 οπότε ο Επαναστατικός Αγώνας ξεκίνησε την δράση του – όσο και η παραίτηση, η ηττοπάθεια και ο φόβος σε συγκυρίες δύσκολες με την συναίνεση στο καθεστώς να είναι απούσα, αλλά παράλληλα, να μην δύναται η ανατρεπτική δράση να πάρει τις διαστάσεις που αντιστοιχούν στις δεδομένες ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες. Τις αντικειμενικές συνθήκες έτσι όπως αυτές διαμόρφωνε η ίδια η συστημική κρίση, με το καθεστώς να είναι ιδιαίτερα ασταθές και ευάλωτο στην πολιτική πίεση και τις ένοπλες επιθέσεις.
Ως Επαναστατικός Αγώνας έχουμε πει και κατά το παρελθόν ότι το σύστημα λόγω οικονομικής κρίσης την τελευταία δεκαετία είναι ιδιαίτερα επιρρεπές σε κάθε είδους πολιτική και κοινωνική αστάθεια. Ούτως ή άλλως ο βασικότερος πυλώνας της σταθερότητάς του είναι η πίστη σε αυτό, με κάθε δυνατή έννοια που μπορεί να προσλάβει αυτή η έννοια: Πίστη στην οικονομική του διαιώνιση, πίστη ότι θα αποπληρώνονται τα κρατικά και εταιρικά χρέη, πίστη στην εθνική οικονομία ότι αυτή δεν θα καταρρεύσει, πίστη στο πολιτικό σύστημα ότι θα διατηρεί την κοινωνική συνοχή, θα αποτρέπει και θα καταστέλλει πάσης φύσεως κοινωνικές ανταρσίες. Πίστη στην κοινωνική και πολιτική σταθερότητα και την αντιμετώπιση πολιτικών παραγόντων που την απειλούν. Αυτή την πίστη κατοχυρώνει το κράτος με την καταστολή ενάντια στην ένοπλη δράση. Αυτή η πίστη, με την ανατροπή των κατασταλτικών αποτελεσμάτων έναντι των ένοπλων μορφών αντίστασης, ήταν ένα πολιτικό στοίχημα να χτυπηθεί.
Ο Επαναστατικός Αγώνας δεν ήταν ποτέ μια οργάνωση για ‘‘τα εύκολα’’. Πιστεύαμε πάντα πως οι ίδιοι οι επαναστάτες έχουν την ευθύνη για την διαμόρφωση των υποκειμενικών συνθηκών στον κοινωνικό και ταξικό πόλεμο. Η κοινωνική ηττοπάθεια, ήταν και είναι ευθύνη όλων όσων πρεσβεύουν την αντικαθεστωτική δράση. Ως Επαναστατικός Αγώνας είχαμε ιστορικό χρέος να συγκρουστούμε με την ηττοπάθεια αυτή, τόσο στον ευρύτερο όσο και στον πολιτικό χώρο απ’ όπου προερχόμαστε.
Μέσα σε ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον που είχε κατισχύσει το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς με τις πολιτικές κοινωνικής γενοκτονίας, η απόπειρα απόδρασης ήταν για εμένα μια απαραίτητη κίνηση για την ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών δύναμης.
Το κράτος και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί ενίοτε καταφέρνουν να συλλάβουν και να εκθέσουν με πιο άμεσο τρόπο ακόμα και τους πολιτικούς μας στόχους. Σε αυτή την περίπτωση είχαν πει: ‘‘Η Ρούπα με την απόδραση αυτή ήθελε να ανατρέψει τις συνθήκες του ένοπλου στην Ελλάδα’’. Μπορώ να πω, πως κανένας άλλος, ούτε καν ‘‘φιλικά προσκείμενος’’ προς εμένα, δεν προσέγγισε με τόση ευστοχία το πολιτικό διακύβευμα αυτής της ενέργειας.
Οι συνθήκες του ένοπλου στην Ελλάδα το 2016 οπότε και επιχειρήθηκε αυτή η ενέργεια ήταν συντριπτικά κατά της συνέχισης της ένοπλης δράσης. Ήταν επίσης, συντριπτικές κατά οποιουδήποτε αγώνα για την ανατροπή του καθεστώτος, ενώ η λέξη ‘‘επανάσταση’’ είχε ξαναμπεί από πολλούς στο ‘‘χρονοντούλαπο της ιστορίας’’.
Δεδομένου του κυρίαρχου κοινωνικού κι πολιτικού περιβάλλοντος εκείνη την περίοδο, η ενέργεια αυτή από μόνη της θα ήταν μια ανατροπή των συνθηκών, του ένοπλου στην Ελλάδα όπως ανέφεραν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί για να περιγράψουν τους πολιτικούς μου στόχους. Και αυτοί οι στόχοι – όσον αφορά εμένα – ξεκινούσαν και σταματούσαν στην απόδραση.
Όσο για τους πιο μεγάλους στόχους που είχαμε εκείνη την περίοδο, αυτοί αφορούσαν στην συνέχιση του σχεδίου αντίστασης στην λαίλαπα των μνημονίων και των μέτρων εξόντωσης της κοινωνικής βάσης όπως αυτό το σχέδιο είχε διαμορφωθεί από τον Επαναστατικό Αγώνα.
Η ανατροπή των κοινωνικών και πολιτικών ευθυνών της ήττας και της παραίτησης ήταν ο στόχος που δεν θα εγκατέλειπε ο Επαναστατικός Αγώνας, που δεν θα εγκαταλείπαμε. Και μιλώντας προσωπικά, δεν θα τον εγκατέλειπα, ακόμα και αν ήμουν η τελευταία ένοπλη αγωνίστρια στην Ελλάδα.
Γνωρίζω ότι η παραπάνω θέση μου είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή. Όπως δύσκολο ήταν για ορισμένους να κατανοήσουν – ή να αποδεχθούν – πως γίνεται να ρισκάρεις την ζωή σου για μια απόδραση που υπερβαίνει τα προσωπικά οφέλη. Πώς γίνεται να ρισκάρεις σε τέτοιο βαθμό, με κίνητρα που δεν άπτονται του προσωπικού συμφέροντος. Με κίνητρα την αλληλεγγύη και την ανατροπή των συσχετισμών που δημιουργούσε η καταστολή. Και μάλιστα, χωρίς καν πολιτικές απαιτήσεις.
Ήταν και είναι δύσκολο ορισμένοι να αποδεχθούν και να κατανοήσουν τα παραπάνω, λόγω του ιδιότυπου συνειδησιακού μικροαστισμού τους. Δυστυχώς, αυτά δεν εκφράστηκαν από κύκλους των κατασταλτικών μηχανισμών, που όπως είπα, συνέλαβαν και εξέφρασαν τα πολιτικά μου κίνητρα και στόχους. Εκφράστηκαν από αλλού. Και ανέδειξαν το μέγεθος της πολιτικής παρακμής και της έκπτωσης των συνειδήσεων στους κόλπους του αγώνα.
Είναι δεδομένο πως κάποιοι αδυνατούν να κατανοήσουν λόγω της δικής τους αντίληψης, πως κάποιος (στην προκειμένη περίπτωση ‘‘κάποια’’) επιχειρεί (μόνος του) μια τέτοια ενέργεια, μόνο όταν έχει ισχυρά πολιτικά κίνητρα και όχι προσωπικά. Μόνο ισχυρά πολιτικά κίνητρα προφανώς άγνωστα στους ίδιους μπορούν να βρίσκονται πίσω από μια επιλογή αγώνα που ο ίδιος που την επιχειρεί, γνωρίζει εκ των προτέρων ότι οι πιθανότητες να του στοιχήσει όχι μόνο την ελευθερία του, αλλά και την ίδια του την ζωή, είναι πολύ μεγάλες.
Ισχυρά πολιτικά κίνητρα στην προκειμένη περίπτωση, είναι αυτά που υπερβαίνουν τα ίδια τα πρόσωπα που θα ευνοούνταν. Ισχυρά πολιτικά κίνητρα είναι η αναμέτρηση με την ήττα σε κάθε της μορφή. Η αναμέτρηση με το φασισμό και τη βία του συστήματος.
Η αναμέτρηση με ένα καθεστώς που μέσω χτυπημάτων εναντίον της ένοπλης δράσης, μέσω χτυπημάτων ενάντια σε αυτούς που προσβλέπουν ως μόνη κοινωνική διέξοδο την ανατροπή του, φαντάζει παντοδύναμο και αλώβητο. Ισχυρά πολιτικά κίνητρα είναι η πίστη στην πολιτική δύναμη της επανάστασης.
Ίσως να είναι μακρά της μέσης αντίληψης για το τι σημαίνει αγώνας στην εποχή μας μια τέτοια θέση. Όμως είναι η δική μου θέση, είναι τα δικά μου κίνητρα. Είναι η δική μου θέση για την ζωή, τον αγώνα και την επανάσταση.
Όσο για το πώς είχε συλλάβει η κοινωνία (με την ευρύτερη έννοια) την απόπειρα απόδρασης, δεν ήταν λίγα τα μηνύματα που λάμβανα, ακόμα και ως ‘‘παράνομη’’ και πολύ περισσότερο, αφού με αιχμαλώτισαν: Για ανθρώπους που δεν γνώριζα ποτέ προσωπικά, που δεν έχουν καμία σχέση και επαφή με τον α/α χώρο, για ανθρώπους που δεν θα περίμενα με τίποτα λόγω της πολιτικής και κοινωνικής προέλευσής τους, η απόπειρα απόδρασης ήταν κάτι πολύ ευρύτερο από αυτό που λέει το όνομά της. Ήταν η συνέχιση του αγώνα, όταν πια δεν υπάρχει αγώνας.
Ανέλαβα προσωπικά την ενέργεια αυτή γιατί έπρεπε να εξηγηθώ για το τι έγινε μέσα στο ελικόπτερο, γιατί ήθελα να σηκώσω προσωπικά την μη ολοκλήρωσή της και γιατί ήταν αδύνατο να ‘‘κρυφτώ’’ πίσω από την οργάνωσή μου, αφού ούτως ή άλλως μόνη μου ήμουν στο ελικόπτερο. Λόγω της συντονισμένης επίθεσης που δεχόμαστε από το κράτος και τα ΜΜΕ που έθεταν τον Επαναστατικό Αγώνα ως ‘‘ομπρέλα’’ για κάθε είδους ένοπλη δραστηριότητα – είτε αφορούσε πολιτικές επιθέσεις είτε ληστείες τραπεζών – επέλεξα να αναλάβω την ευθύνη για την απαλλοτρίωση στην τράπεζα Πειραιώς στο νοσοκομείο Σωτηρία προκειμένου να οριοθετήσω τις ενέργειες αυτού του είδους που σχετιζόταν ο Επαναστατικός Αγώνας.
Η όλη πολιτική επιλογή μου στον αγώνα, οι ενέργειες που έκανα μόνη μου και τις ανέλαβα προσωπικά, έγιναν (όπως ήταν αναμενόμενο) τα ‘‘στοιχεία’’ για την ‘‘δόμηση’’ ενός σφοδρού πολέμου εναντίον μου που ήταν σε ισχύ πριν την σύλληψή μου και ενώ ήμουν καταζητούμενη και επικηρυγμένη, κορυφώθηκε με την σύλληψη και την πολεμική αντιμετώπιση που εξαπέλυσε το κράτος και ο Σύριζα εναντίον του 6χρόνου τότε παιδιού μου και ‘‘ολοκληρώνεται’’ με τις διώξεις, τις δίκες και τις καταδίκες που μου ετοιμάζουν.
Ενδεικτικά της κατεύθυνσης και του μεγέθους της εκδίκησης που θέλει να πάρει το κράτος στην σύγκρουση μαζί μου, είναι η πρόταση του εισαγγελέα Δράκου στην δίκη για την επίθεση εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδας και του γραφείου του ΔΝΤ από τον Επαναστατικό Αγώνα. Μια δίκη που ενώ αφορούσε μια ενέργεια, ο εισαγγελέας ομολόγησε ότι με δίκαζαν για όλα. Για όλη μου τη ζωή, όλες μου τις επιλογές, όλες τις υποθέσεις του Επαναστατικού Αγώνα. Η πρότασή του για καταδίκη μου ως ηθικό αυτουργό των πάντων (της οποίας πρότασης, το πρακτικό αποτέλεσμα είναι η ποινή των ισοβίων) είναι η τελική κατάληξη της δίψας για εκδίκηση του κράτους εναντίον μου με στόχο να μου επιβάλλει την εσχάτη των ποινών.
Ο εισαγγελέας έκανε μια πρόταση με πολλά ‘‘καινοτόμα’’ για τέτοιες δίκες στοιχεία. Είπε πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας και το καθεστώς συνολικά θα μπορούσε να είχε καταρρεύσει από την επίθεση στην ΤτΕ και το γραφείο του ΔΝΤ γιατί απειλήθηκε με κατάρρευση το κτίριο. Τελικά σώθηκε από ένα ρολό που πρόλαβαν οι φύλακες να κατεβάσουν. Είπε πως η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι το καλύτερο σύστημα. Σήκωσε τη ‘‘σημαία’’ της υπεράσπισης ενός εγκληματικού, τρομοκρατικού συστήματος και αυτή η υπεράσπιση έναντι της πολιτικής απειλής που – κατά τον ίδιον – αντιπροσωπεύω, της υπεράσπισής του έναντι ενός αγώνα πρόσφορου – κατά τον ίδιον – να φέρει την καθεστωτική ανατροπή (η επίθεση ενάντια στην Τράπεζα της Ελλάδας και το ΔΝΤ, κατά τον ίδιον ήταν αρκετή) και ανέδειξε εμένα ως τον βασικό φορέα αυτής της απειλής. Σε βαθμό που ζήτησε την καταδίκη μου για ηθική αυτουργία στην επίθεση αυτή, σε όλες τις πράξεις του κατηγορητηρίου, ακόμα και στην ‘‘φυσική αυτουργία’’ του Νίκου Μαζιώτη. Για το τελευταίο είναι γνωστό πως ο Μαζιώτης δικάζεται αυτή την περίοδο σε δεύτερο βαθμό για την επίθεση αυτή, στην οποία στο πρώτο δικαστήριο καταδικάστηκε με βάση τις νομικές αλχημείες του δικαστηρίου σε ισόβια για συναυτουργία στην επίθεση. Σε αυτή την δίκη από την αρχή της και στην ένσταση που είχα κάνει για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, για πρώτη φορά σε χρονικά δικών για τέτοιες υποθέσεις και κόντρα στις κυρίαρχες αντιλήψεις υπεράσπισης, υποστήριξα ότι ο 187Α δικάζει δράσεις που αντικειμενικά είναι πρόσφορες για την καθεστωτική ανατροπή, όπως ομολογεί το ίδιο το ‘‘αντιτρομοκρατικό’’ άρθρο. Υποστήριξα ότι μη πρόσφορες για την καθεστωτική ανατροπή δράσεις δεν ‘‘άπτονται’’ του 187Α και δεν θα έπρεπε να δικάζονται από αυτόν. Συνεπώς ο 187Α δικάζει μόνο πολιτικά ‘‘εγκλήματα’’. Με βάση την απόφαση-πυξίδα του Αρείου Πάγου για το πολιτικό ‘‘έγκλημα’’, δεν αρκούν τα πολιτικά κίνητρα, αλλά θα πρέπει η δράση να είναι πρόσφορη να προκαλέσει την ανατροπή. Αυτή την απόφαση που κάθε δικαστήριο μέχρι σήμερα χρησιμοποιεί ως βάση για να απορρίψει κάθε ένσταση για την αναρμοδιότητα των δικαστηρίων που δικάζουν τέτοιες υποθέσεις, την απέκρουσα με το περιεχόμενο του 187Α , αλλά και τις πολιτικές τοποθετήσεις μου στο συγκεκριμένο δικαστήριο.
Ο εισαγγελέας με την αποδοχή της προσφορότητας, κατέρριψε έναν ισχυρισμό που αποτελεί την βάση για την νομιμοποίηση αυτών των δικών ως ‘‘ποινικές’’ και όχι ως ‘‘πολιτικές’’. Φυσικά, αυτή η αναγνώριση της προσφορότητας της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα και ειδικά της επίθεσης ενάντια στην Τράπεζα της Ελλάδας και το γραφείο του ΔΝΤ, συνιστά την βάση για τον εισαγγελέα για να προτείνει για εμένα την εσχάτη των ποινών και όχι για τα αποδεικτικά στοιχεία μέσα της δίκης , τα οποία αμφισβήτησε ακυρώνοντας όλη την διαδικασία και τις καταθέσεις των μαρτύρων οι οποίοι κατέρριψαν τον ισχυρισμό του κατηγορητηρίου ότι υπήρχε δόλος για τραυματισμούς από τον Επαναστατικό Αγώνα. Και η κατάρριψη αυτή – πέραν των λοιπών στοιχείων και γεγονότων που ‘‘ζωντάνεψαν’’ στην δικαστική αίθουσα – έγινε με την ρητή αναφορά τους ότι η οργάνωση δεν είχε σκοπό να απειλήσει ή να τραυματίσει τους ίδιους και κανέναν άλλον.
Η θέση του εισαγγελέα ήταν ότι ως εχθρός του συστήματος, μισώ την κοινωνία. Σε αυτό απάντησα άμεσα δηλώνοντας (ομολογουμένως δεν ήταν χωρίς ένταση αυτή η απάντηση ) ότι αυτοί που μισούν την κοινωνία είναι η ΕΚΤ, το ΔΝΤ που χτύπησε ο Επαναστατικός Αγώνας, το κράτος, η κυβέρνηση, όλοι όσοι θέλουν την κοινωνία υποταγμένη και παραιτημένη. Μισούν την κοινωνία όσοι δεν θέλουν η κοινωνία να αντιστέκεται. Αυτοί είναι οι εχθροί του λαού. Την συνολική απάντησή μου στην εισαγγελική πρόταση θα τη δώσω στις 27/6. Όμως ορισμένα πράγματα είναι δεδομένα σε αυτή την δίκη. Οποιαδήποτε αποδεικτική ανάγκη έχει πάει περίπατο, το νομικό πλαίσιο έχει διαρραγεί εντελώς, έχει ομολογηθεί ότι δικάζεται μια πράξη (και μια δράση) που απείλησε με ανατροπή το καθεστώς στην Ελλάδα, έχει ανατραπεί ο ισχυρισμός ότι δεν πρόκειται για ‘‘ποινική δίκη’’. Γι αυτά θα καταδικαστώ.
Εξ’ άλλου σε αυτή την δίκη ο εισαγγελέας δεν με δίκασε για την ΤτΕ μόνο. Στην πρότασή του συμπεριέλαβε όλη την ιστορία του Επαναστατικού Αγώνα, όλες τις ενέργειες, κατέρριψε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις και προκειμένου να ‘‘εδραιώσει’’ την θέση του για την κατηγορία της ‘‘διεύθυνσης’’, με καταδίκασε για ενέργειες που δεν έχουν φθάσει ακόμα σε δικαστήρια: Για την απόπειρα απόδρασης, για απαλλοτριώσεις στην τράπεζα Πειραιώς στο νοσοκομείο Σωτηρία και στην τράπεζα της Εθνικής στην Μαλεσίνα Φθιώτιδας. Αυτές οι ‘‘καταδίκες’’ τον βοήθησαν να βγάλει την σωρευτική πρότασή του για καταδίκη μου σε κατηγορίες προκειμένου να προτείνει την ποινή των ισοβίων.
Για την απόπειρα απόδρασης τελικά ‘‘δικάστηκα’’ σε πρώτη φάση ήδη στο δικαστήριο αυτό. Σωρευτικά ‘‘δικάστηκα’’ και καταδικάστηκα ήδη για τα πάντα.
Σε αυτή την κρατική ‘‘επιτυχία’’ έχει τη μικρή της θέση η αλληλεγγύη. Μια θέση που έμεινε κενή, παρ’ όλο που εγώ ρίσκαρα ζωή και ελευθερία για να την υπηρετήσω. Επειδή όμως τα πιο σπουδαία πράγματα στη ζωή και τον αγώνα ούτε διαβρώνονται ούτε οξειδώνονται από την περιρρέουσα μουχλιασμένη ατμόσφαιρα αν δεν το επιτρέψεις εσύ να συμβεί, θα κρατήσω και θα προστατέψω για πάντα τις επιλογές μου και το πολιτικό τους νόημα ως πολύτιμα όπλα για τον αγώνα. Και θα οπλίσουν αυτούς που πρέπει να οπλίζονται.
Σε όλη την περίοδο της δράσης μας στα πλαίσια του Επαναστατικού Αγώνα, πιστεύαμε και εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως το επαναστατικό πρόταγμα, η προοπτική της ανατροπής του καθεστώτος και η Κοινωνική Επανάσταση, είναι η πυξίδα της δράσης των επαναστατών. Ιδίως όταν αυτοί επιλέγουν τον ένοπλο αγώνα, ο ίδιος ο πυρήνας της πολιτικής τους δράσης δεν μπορεί να είναι άλλος από την πίστη για την κοινωνική αναγκαιότητα ενός αγώνα που θα έχει ως σταθερό του στόχο την δημιουργία μιας κοινωνίας οικονομικής ισότητας και πολιτικής ελευθερίας για όλους τους ανθρώπους. Όμως ο θρίαμβος μιας τέτοιας κοινωνίας προϋποθέτει την συντριπτική νίκη επί της ανθρωποφαγίας που κυριαρχεί ως αξία στο πιο ανταγωνιστικό και αντικοινωνικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα: Τον σύγχρονο καπιταλισμό. Τη νίκη επί της ηθικής σαπίλας που προωθεί ο καπιταλισμός με την κατίσχυση από τα πάνω του οικονομικού φιλελευθερισμού.
Δεν είναι απλώς απάτη της κυρίαρχης οικονομικής και πολιτικής θεωρίας ότι ο ελεύθερα ανταγωνιζόμενος ‘‘οικονομικός άνθρωπος’’ που διαγκωνίζεται άλλους για την ικανοποίηση των ατομικών του συμφερόντων, προάγει το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και συμβάλλει στην ανθρώπινη πρόοδο και εξέλιξη. Είναι η μεγαλύτερη στην ιστορία ηθική διάβρωση του ανθρώπου που από κοινωνικό ον, μετατρέπεται σε οικονομικό και κοινωνικό κανίβαλο. Και όταν η κρίση χτυπάει, με τους οικονομικούς και πολιτικούς υπερεθνικούς θεσμούς να μεταφέρουν τις ‘‘ωρολογιακές βόμβες’’ της κρίσης από τα χρηματοπιστωτικά πεδία, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών, στην κοινωνική βάση για να εκραγούν χωρίς να πλήξουν τα ‘‘παλάτια’’ των πλουσίων, η ηθική του άκρατου ανταγωνισμού που έχει χαλουχήσει αυτό το ‘‘προηγμένο’’ σύστημα εξουσίας τους ανθρώπους, μετατρέπει την κοινωνική βάση σε αρένα που οι φτωχοί αλληλοεξοντώνονται για να επιβιώσουν με βάση το κυρίαρχο δόγμα ‘‘ο θάνατός σου, η ζωή μου’’. Όποτε οι κοινωνίες που μαστίζονται από την βία και την τρομοκρατία του κυρίαρχου καθεστώτος, δεν οργανώνονται για να αντεπιτεθούν και να ανατρέψουν τους δυνάστες τους, όποτε η τυραννία δεν πολεμιέται, η κοινωνική ήττα και η παραίτηση είναι το προσφορότερο πεδίο για ν’ αναπτυχθούν τα φαινόμενα της βίας στην ίδια την κοινωνική βάση. Η ήττα και η παραίτηση από τους αγώνες ρίχνουν την ταφόπλακα στην κοινωνική αλληλεγγύη, την οποία με επιμονή πολεμάει και με όλα τα μέσα – οικονομικά, ιδεολογικά, πολιτικά – το σύστημα.
Η Κοινωνική Επανάσταση δεν είναι τελικά, τίποτα λιγότερο από τον θρίαμβο της κοινωνικής αλληλεγγύης. Όσο για την προάσπιση, την προπαγάνδιση, την προώθηση αυτής της αξίας, απαιτείται η επίγνωση ότι έξω από το ανατρεπτικό πλαίσιο δράσης, έξω από τον αγώνα για την κοινωνική Επανάσταση, αλληλεγγύη για τους ένοπλους αγωνιστές δεν νοείται. Γιατί για εμάς η αλληλεγγύη ή θα είναι επαναστατική ή δεν είναι τίποτα. Θα υπερασπιστώ την επαναστατική αλληλεγγύη, ως την βάση για την ανάπτυξη των υποκειμενικών συνθηκών που θα βοηθήσουν ώστε η κοινωνική επανάσταση να γίνει πραγματικότητα. Θα υπερασπιστώ την επαναστατική αλληλεγγύη ως την βάση για τον τελικό θρίαμβο της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Υ.Γ. 1) Στο δικαστήριο αυτό θα έπρεπε να δικάζομαι μόνη μου. Η κατηγορία περί ηθικής αυτουργίας που προσάπτεται στον Ν. Μαζιώτη και στους υπόλοιπους κατηγορούμενους είναι γελοία αφού συνυπάρχει με την κατηγορία της ‘‘διεύθυνσης τρομοκρατικής οργάνωσης’’ με την οποία έρχομαι για μια ακόμη φορά αντιμέτωπη. Πέραν δηλαδή του άτοπου και άστοχου της απόπειρας των δικαστικών αρχών να προσάψουν σε άλλους την ευθύνη για την απόφασή μου να επιχειρήσω την απόδραση, γεγονός που είναι εντελώς ασυμβίβαστο με τα πολιτικά και προσωπικά χαρακτηριστικά μου, είναι πράγματι, αστείο να επικαλείται το κατηγορητήριο ‘‘ηθικό αυτουργό’’ για την ‘‘διευθύντρια’’. Η αγωνία για ‘‘φούσκωμα’’ των κατηγορητηρίων, έχει φθάσει δικαστές και εισαγγελείς σε σημείο να συντάσσουν κατηγορητήρια – ιλαροτραγωδίες.
Υ.Γ. 2) Στο ίδιο δικαστήριο θα εκδικαστεί η απαλλοτρίωση της τράπεζας Πειραιώς στο νοσοκομείο ‘‘Σωτηρία’’ την οποία ανέλαβα με το κείμενο που είχα αναλάβει την ευθύνη για την απόπειρα απόδρασης. Επίσης, θα εκδικαστεί η απαλλοτρίωση της Εθνικής τράπεζας στην Μαλεσίνα Φθιώτιδας, μία από τις τέσσερις απαλλοτριώσεις που έχουμε αναλάβει ως Επαναστατικός Αγώνας με δημόσιο κείμενο.
Εννοείται πως θα υπερασπιστώ τις παραπάνω ενέργειες μέσα στο δικαστήριο, θα υπερασπιστώ την πρακτική της απαλλοτρίωσης του τραπεζικού κεφαλαίου για τον αγώνα. Θα υπερασπιστώ σε όλο της το φάσμα την επιλογή ζωής και αγώνα που έκανα δρώντας στα πλαίσια του Επαναστατικού Αγώνα.
Υ.Γ. 3) Στην απόπειρα απόδρασης με ελικόπτερο από τις φυλακές Κορυδαλλού δεν υπήρξε έξωθεν συμβολή και βοήθεια ούτε ως προς τον σχεδιασμό της ούτε ως προς την υλοποίησή της ούτε ως προς την χρηματοδότησή της. Η απαλλοτρίωση της τράπεζας Πειραιώς στο νοσοκομείο Σωτηρία ήταν εξ’ άλλου η πρώτη προπαρασκευαστική ενέργεια για την οργάνωση της απόδρασης με ελικόπτερο του Νίκου Μαζιώτη, η απόφαση για την οποία είχε παρθεί από την πρώτη στιγμή της σύλληψης του συντρόφου το καλοκαίρι του 2014.
Πόλα Ρούπα μέλος του Επαναστατικού Αγώνα