Τσίπρας: Kυβέρνηση από τις πρώτες εκλογές με νίκη ΣΥΡΙΖΑ – Ολόκληρη η ομιλία στην ΚΕ

Τσίπρας: Kυβέρνηση από τις πρώτες εκλογές με νίκη ΣΥΡΙΖΑ – Ολόκληρη η ομιλία στην ΚΕ

Kυβέρνηση από τις πρώτες εκλογές. Με νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και προοδευτική συνεργασία, τόνισε στην κατακλείδα της ομιλίας του, κατά το κλείσιμο των διήμερων εργασιών της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, ο Αλέξης Τσίπρας.

Στην ομιλία του αναφέρθηκε διεξοδικά σε όλα τα μεγάλα ζητήματα που τέθηκαν στη διαδικασία από τους ομιλητές και έδωσε το στίγμα των επόμενων πρωτοβουλιών και βημάτων του κόμματος για το κρίσιμο -πολιτικά και κοινωνικά- διάστημα που έρχεται.

Ολόκληρη η ομιλία Τσίπρα

Πρώτα απ’ όλα να πω ότι ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα Κεντρική Επιτροπή, σε μια κρίσιμη στιγμή. Όλες οι ομιλίες, όλες οι τοποθετήσεις κινήθηκαν πάνω στο πλαίσιο μιας κοινής αγωνίας για όσα δύσκολα έχουμε μπροστά μας, σε όλους τους τομείς.

Τόσο στον τομέα της πολιτικής μάχης, που γνωρίζουμε ότι δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση, όσο και στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα τα οποία διογκώνονται και στα οποία καλούμαστε όχι μόνο να ζητάμε την εξουσιοδότηση της ψήφου για να λυθούν όταν θα γίνουν οι εκλογές, αλλά να είμαστε δίπλα στους πολίτες, στους ανθρώπους που περνούν μεγάλες δυσκολίες, για ν’ ανοίξουμε τον δρόμο, είτε μέσα από παρεμβάσεις αλληλεγγύης είτε μέσα από αντιστάσεις και διεκδικήσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών.

Η πρώτη μου λοιπόν παρατήρηση στο κλείσιμο αυτής της διήμερης συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής είναι μια εξομολόγηση, ας το πω έτσι. Άκουσα την αγωνία όλων σας. Συντρόφισσες και σύντροφοι, το δύσκολο δεν θα είναι να κερδίσουμε τις εκλογές. Το δύσκολο θα είναι να διαχειριστούμε το χάος που θ’ αφήσουν πίσω οι «άριστοι» που διαχειρίστηκαν για τρία χρόνια τις τύχες της χώρας, της οικονομίας και της κοινωνίας.

Η πορεία του κ. Μητσοτάκη, και θέλω ν’ αναφερθώ περισσότερο στο κλείσιμό μου σ’ αυτό που ονομάζει δικό του γήπεδο δήθεν, το γήπεδο της οικονομίας. Όχι μονάχα τα ζητήματα της ακρίβειας, των ανισοτήτων, των κοινωνικών αντιθέσεων, τα καθαρά μεγέθη τα οικονομικά.

Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη στην Ελλάδα θυμίζει πολύ τη διακυβέρνηση Μάκρι στην Αργεντινή (2015-2019). Πρόεδρος της Αργεντινής, νεοφιλελεύθερος, φέρελπις, ήρθε να χτυπήσει τον αριστερό λαϊκισμό, έτσι έλεγαν εκεί. Και τον υποδέχθηκαν οι αγορές με ζουρνάδες και νταούλια, με πανηγυρισμούς.

Επί τρία χρόνια μάλιστα είχε καταφέρει, διότι ήταν ικανός και αυτός εξαιρετικά στην επικοινωνιακή πολιτική, να δημιουργήσει μια εικόνα για την Αργεντινή που δεν είχε καμία σχέση με τις επιδόσεις τις οικονομικές και τις κοινωνικές. Αυτά όμως έχουν κοντά ποδάρια. Διότι εντάξει, οι αγορές εμπιστεύονται περισσότερο αυτούς οι οποίοι φαίνονται ή κάνουν τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό της κερδοσκοπίας, κάποιων funds.
Όταν όμως έρχεται ο λογαριασμός, ακόμα και οι αγορές δεν μπορούν να μην κοστολογήσουν το αποτέλεσμα. Το 2019 λοιπόν, η Αργεντινή βρέθηκε με τρομακτικούς δείκτες, επέστρεψε σε συνθήκες μη δανεισμού, χρεοκοπίας, 16 εκατομμύρια πολίτες στην πείνα και στη φτώχεια, κοινωνική εξαθλίωση, ανεργία. Σας θυμίζει κάτι αυτό;

Πάμε να δούμε τι έχουν καταφέρει στην οικονομία αυτοί οι οποίοι αυτοπαρουσιάζονται ως «άριστοι» και με υψηλή διαχειριστική ικανότητα. Τι έχουν κάνει λοιπόν στην οικονομία; Και, μάλιστα, αυτοί που κατηγορούν εμάς. Όταν ανακοινώσαμε τις προγραμματικές μας θέσεις στα μέσα του Σεπτέμβρη, ποια ήταν η απάντηση του υπουργού Οικονομικών, του κ. Σταϊκούρα: Ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ θα μας φέρει ξανά σε μνημόνια. Αυτά δεν μας είπαν;

Ποιοι κατηγορούν εμάς: Αυτοί που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια και τη χρεοκοπία. Εμάς που ξεπλύναμε τα άπλυτα δεκαετιών και καταφέραμε με τη δική μας διαχειριστική ικανότητα όχι μόνο να βγάλουμε τη χώρα από τη διεθνή επιτροπεία και τα μνημόνια, αλλά να ρυθμίσουμε το δημόσιο χρέος που, αν δεν είχε ρυθμιστεί, η χώρα θα ήταν ακόμα σε μνημόνια. Και να αφήσουμε και 37 δισεκατομμύρια στα δημόσια Ταμεία.

Όταν τότε αυτοί μας έλεγαν -η προπαγάνδα τους ποια ήταν, να τα θυμόμαστε αυτά και να τα λέμε και στον ελληνικό λαό, να σηκώνουμε το γάντι της αντιπαράθεσης στο πεδίο της οικονομίας. Βλέπω ότι πολλοί από εμάς που μας εκπροσωπούν στα Μέσα Ενημέρωσης, αφήνουν στην άκρη αυτό το πεδίο. Κακώς το αφήνουμε στην άκρη.

Τι μας έλεγε ο Μητσοτάκης όταν βγαίναμε από τα μνημόνια; Ότι μπαίνουμε σε τέταρτο. Τέταρτο μνημόνιο δεν έλεγε; Και ποια ήταν η γραμμή του τότε; Να πάμε σε πιστοληπτική γραμμή στήριξης. Αυτά δεν έλεγε; Αν δεν υπήρχε αυτό το περιβόητο μαξιλάρι, για το οποίο έχει υπάρξει κριτική γόνιμη ότι θα μπορούσε να ήταν μικρότερο, αλλά δεν υπήρχε, η χώρα θα ήταν ξανά αν όχι σε μνημόνιο, σε γραμμή στήριξης από την περίοδο της πανδημίας.

Και τώρα μας λένε, αυτοί το φτιάξανε κι αυτό. Όπως μας λέμε ότι εμείς βάλαμε τη χώρα στα μνημόνια. Αυτή είναι μια κατ’ εξοχήν ακροδεξιάς αντίληψης επικοινωνιακή πολιτική, γκεμπελική θα έλεγε κανείς. Κατ’ εξοχήν την αξιοποίησε ο Τραμπ στις ΗΠΑ. Πάνε ν’ αντιστρέψουν με χυδαίο τρόπο την πραγματικότητα.

Για να δούμε, όμως, τι ακριβώς έχουν κάνει αυτοί τα τρία και πλέον χρόνια που κυβερνάνε; Πρώτα απ’ όλα, είναι αλήθεια ότι βρέθηκαν σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, αλλά αυτό έχει δυο όψεις. Εμείς βρεθήκαμε σε συνθήκες όπου ίσχυε το Σύμφωνο Σταθερότητας και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί του πλεονάσματος 3%. Αυτοί βρέθηκαν στην περίοδο της πανδημίας όπου η δημοσιονομική συνθήκη δεν υπήρχε, Σύμφωνο Σταθερότητας δεν υπάρχει.

Υπάρχει η λεγόμενη ρήτρα διαφυγής. Και, μάλιστα, η προτροπή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι να δαπανηθούν όσα χρήματα είναι απαραίτητα την περίοδο της πανδημίας για να στηριχθεί το δημόσιο σύστημα υγείας και η οικονομία. Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη το τι έκαναν με την Υγεία. Αρνητικά ρεκόρ παντού, στους θανάτους. Τι έχουν κάνει με την ακρίβεια. Αρνητικά ρεκόρ στην ενεργειακή κρίση.

Πάμε να δούμε στην οικονομία. Έδωσαν 50 δισ. Βγήκα εγώ και είπα κάποια στιγμή ότι αν εμείς είχαμε να κυβερνήσουμε όχι για να μαζέψουμε 37 δισ. από τα άδεια Ταμεία μας που έδωσαν, αλλά είχαμε τη δυνατότητα να δαπανήσουμε πάνω από 50 δισ., θα στηρίζαμε την κοινωνία. Θα το καταλάβαινε η κοινωνία αυτό. Θα το καταλάβαιναν τα χαμηλά στρώματα, η μεσαία τάξη.

Πού έδωσαν αυτά τα χρήματα; Τα έδωσαν σ’ αυτούς που πραγματικότητα είχαν ανάγκη; Ή για άλλη μια φορά με πελατειακά κριτήρια μοίρασαν χρήματα;

Τα συμπεράσματα ας τ’ αφήσουμε να τα κρίνουν αυτοί οι οποίοι αισθάνονται και είναι πράγματι μικρομεσαίοι, μεσαία τάξη και οι οποίοι παραπλανήθηκαν, εξαπατήθηκαν στις εκλογές του 2019.

Πάμε όμως να δούμε πιο συγκεκριμένα αποτελέσματα: 10ετές ομόλογο. Να δούμε τ’ αποτελέσματα των «αρίστων». 5,1% το 10ετές. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι αγορές έχουν γίνει ξανά απαγορευτικές για την ελληνική οικονομία. Αυτό σημαίνει.

Όταν έπεφταν τα 10ετή ομόλογα το 2019, γιατί ακριβώς εμείς είχαμε αφήσει τη χώρα σε 8 συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης μετά από μια 10ετία ύφεσης, με ρυθμισμένο το χρέος και με 37 δισ. μαξιλάρι, γι’ αυτό έπεφταν. Και γιατί υπήρξαν και οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αμέσως μετά.

Τι μας έλεγαν οι «άριστοι»; Ότι δεν έχει να κάνει με τη δουλειά του ΣΥΡΙΖΑ ούτε με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά ήταν το «Μητσοτάκης effect». Ο Μητσοτάκης τα έριχνε τα ομόλογα. Τώρα που έχουν πάει στον θεό, δεν τ’ ανεβάζει ο Μητσοτάκης, τ’ ανεβάζει η διεθνής συγκυρία. Λοιπόν, αυτή είναι η πραγματικότητα στα ομόλογα.

Πάμε παρακάτω. Επενδυτική βαθμίδα: Ποιος ήταν ο βασικός στόχος που ο ίδιος ο Μητσοτάκης έθεσε από τις εκλογές του 2019 όταν άφησε τα παραμύθια περί 4ου μνημονίου και περί πιστοληπτικής γραμμής και καταστροφής 100 δισ. που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε 18 μήνες, έλεγε «γιατί είμαι άριστος, ικανός, τεχνοκράτης, έχω διαχειριστική ικανότητα, θα βάλω τη χώρα σε επενδυτική βαθμίδα». 18 μήνες, δηλαδή στο τέλος του ’20.

Πέρασαν οι 18 μήνες, είπε «εντάξει, δεν πρόλαβα στο τέλος του ’20, αρχές του ’21 θα μπούμε στην επενδυτική βαθμίδα». Πέρασε και το ’21. «Το ’22 θα μπούμε στην επενδυτική βαθμίδα». Περνάει και το ’22, μας είπε αρχές του ’23. Τώρα βλέπει ότι θα πάει στις εκλογές στο τέλος και προφανώς δεν θα έχουμε μπει. Κάποια στιγμή μέσα στο ’23.

Να σας πω εγώ ποια είναι η πραγματικότητα; Δεν υπάρχει περίπτωση να μπούμε σ’ επενδυτική βαθμίδα. Και δεν υπάρχει περίπτωση να μπούμε σ’ επενδυτική βαθμίδα, διότι η πολιτική του κ. Μητσοτάκη είναι μια αποτυχημένη πολιτική. Δεν φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό που κυβερνούσε πριν από 3,5 χρόνια. Αυτός που κυβερνάει τώρα 3,5 χρόνια τι έχει κάνει;

Η νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική δεν είναι μόνο άδικη κατάφορα σε επίπεδο κοινωνικό, είναι και αποτυχημένη σε επίπεδο οικονομικό. Δείτε τι γίνεται σήμερα στη Μεγάλη Βρετανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η κυβέρνηση της Λιζ Τρας, εξαναγκάζεται σε παραίτηση μέσα σε 23 μέρες. Εξευτελίζονται. Γιατί όμως εξαναγκάζεται σε παραίτηση; Γιατί πήγε να εφαρμόσει ένα ακραία νεοφιλελεύθερο σχέδιο, ακραίας μείωσης των φόρων στους πλούσιους και, φυσικά, λεηλασίας των φτωχών.

Ακόμα λοιπόν και αυτό το σχέδιο που κάποτε οι αγορές θα το έβλεπαν με θετικό τρόπο, στις σημερινές συνθήκες της κρίσης και της ρευστότητας, ούτε αυτές δεν μπορούν να το αντέξουν. Και οδήγησαν οι αγορές την Τρας στην παραίτηση και τη Βρετανία στον εξευτελισμό. Το πρόγραμμα Μητσοτάκη είναι πρόγραμμα Μάκρι Αργεντινής και πρόγραμμα Τρας Βρετανίας. Αυτό είναι το πρόγραμμά τους.

Πάμε να δούμε τι άλλα σημαντικά πράγματα έχουν κάνει με τη διαχειριστική τους ικανότητα στη ΔΕΗ. Μην ξεχνάμε τη ΔΕΗ, μην ξεχνάμε αυτό το θαύμα το οικονομικό. Που μας κατηγορούσαν εμάς ότι διαλύσαμε τη ΔΕΗ όταν εμείς είχαμε καταφέρει να μειώσουμε κατά 1 δισ. τον δανεισμό της και να κρατήσουμε επί 4,5 χρόνια χωρίς ούτε ένα ευρώ αύξηση σε όλους τους λογαριασμούς και μάλιστα με μεσοσταθμική μείωση κατά 12,5%.

Και τι έκαναν, τι έχουν κάνει τώρα οι «άριστοι»; Καταρχάς δρομολόγησαν μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης, πρωτοφανή. Μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης που μπροστά της, αυτό που ετοίμαζε ο Σαμαράς ήταν αστείο πράγμα. Ο Σαμαράς τουλάχιστον προέβλεπε να πάρουμε και για τη μικρή ΔΕΗ για το Δημόσιο Ταμείο.

Αυτοί μέσα από μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που ήταν στημένη, το Ελληνικό Δημόσιο έβαλε πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ για να χάσει το 17% της ΔΕΗ, της σημαντικότερης ενεργειακής επιχείρησης στη χώρα, αυτής που θα μπορούσε να κρατήσει την κοινωνία μπροστά στην επερχόμενη, όλοι το βλέπαμε, ενεργειακή κρίση.

Και ποια είναι τώρα τα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ που το έκανε αυτό; Αύξηση χρέους -παρουσιάζω στοιχεία, τα είπα και στη Βουλή, που αφορούν τους ισολογισμούς της για το α’ εξάμηνο του 2022, από τον Γενάρη του ’22 μέχρι τις 31 Ιουνίου, αύξηση χρέους 355 εκατομμύρια. Μείωση στο Ταμείο, 635 εκατομμύρια, μείωση αποθεματικού. Σύνολο δανείων, 4,3 δισ. Καθαρές ταμειακές ροές, μείον 1,3 δισεκατομμύρια.

Αν δεν είχε πωληθεί ο ΑΔΜΗΕ, θα είχε εξαϋλωθεί το Ταμείο της ΔΕΗ με τη διαχείριση των «αρίστων». Τι όμως κάνουν πάρα πολύ καλά αυτοί οι «άριστοι»; Αυξάνουν τους μισθούς τους, δίνουν μπόνους στους εαυτούς τους και, ταυτόχρονα, προχωρούν σε εκτεταμένα και διαρκή προγράμματα επαναγοράς ιδίων μετοχών στο Χρηματιστήριο -έμμεση χειραγώγηση Χρηματιστηρίου λέγεται αυτό- προκειμένου να κρατάνε τεχνηέντως υψηλά την τιμή της ΔΕΗ.

Αυτά κάνουν οι «άριστοι». Θα παίξουμε κάποια στιγμή λοιπόν στο γήπεδό τους; Εμείς λοιπόν διαχειριστήκαμε με εντιμότητα αλλά και με σωφροσύνη τα δύσκολα δημόσια οικονομικά και φέραμε αυτά τ’ αποτελέσματα: βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια, ρυθμίσαμε το χρέος, αφήσαμε στα Δημόσια Ταμεία. Αυτοί τι έχουν κάνει;

Και πάμε να δούμε τι έχουν κάνει και στις τράπεζες. Το τεράστιο θέμα, που είναι και οικονομικό και κοινωνικό ταυτόχρονα. Έδωσαν 19 δισεκατομμύρια εγγυήσεις στο περιβόητο σχέδιο «Ηρακλής». Για να γίνει τι; Για να πάρουν τα funds δια μέσω των λεγόμενων servicers τα κόκκινα δάνεια στο μισό της αξίας και να κάνουν πλειστηριασμούς για να τα πουλήσουν περισσότερο και να κερδίσουν.

Και το ερώτημα είναι: Γιατί πριν προχωρήσει αυτή η διαδικασία, να μη δίνεται η δυνατότητα να ερωτηθεί ο ιδιοκτήτης, αν μπορεί με μια εύλογη ρύθμιση, παραπάνω από το μισό να πω εγώ, να δώσει και κάτι παραπάνω, να μπορέσει να κρατήσει το σπίτι του; Γιατί χωρίς ρύθμιση να ζητά η τράπεζα από τον ιδιοκτήτη το 150% ή το 200% της αξίας και να δίνεις τα funds τη μισή ή στα 3/5;

Όταν ήμασταν εμείς κάτω από τη σκληρή επιτροπεία το ’15 –και τα λέω αυτά διότι πρέπει να είμαστε περήφανοι γι’ αυτά που πετύχαμε κάτω από τις πιο σκληρές συνθήκες, τις απειλές- όταν ήμασταν εμείς το ’15, η τρόικα ήρθε να μας επιβάλλει μια νομοθετική διαδικασία, να νομοθετήσουμε, ήταν μέσα στα πλαίσια για να προχωρήσουν οι αξιολογήσεις, να μπορούν να παίρνουν κόκκινα δάνεια οι servicers.

Εμείς όμως ψηφίσαμε, μέσα από σκληρή διαπραγμάτευση, έναν νόμο ο οποίος νόμος προέβλεπε και προβλέπει να μπορεί να προχωρήσει η διαδικασία εκποίησης δανείων στους servicers μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχουν συγκεκριμένα στάδια για τη ρύθμιση των δανείων αυτών με τους ιδιοκτήτες. Τι έκανε όταν ήρθε η Νέα Δημοκρατία; Έφτιαξε το σχέδιο «Ηρακλής» και προχώρησε στη διαδικασία των πλειστηριασμών. Αλλά επειδή προφανώς ο νόμος που εμείς ψηφίσαμε το ’15 δεν τους έκανε, διότι προέβλεπε στάδια ρυθμίσεων, πήγαν να προχωρήσουν τη διαδικασία μ’ έναν νόμο του 2003.

Ένας νόμος που δεν προβλέπει υποχρεωτικά στάδια ρυθμίσεων και δίνει πλήρη φορολογική απαλλαγή σε όλες τις πράξεις που διενεργούν τα funds. Να μην καταβάλλεται δηλαδή φόρος υπεραξίας στην πώληση, να μην πληρώνεται ΦΠΑ, να μην υποβάλλεται φόρος για τους τόκους που εισπράττονται από την εξυπηρέτηση των δανείων.

Αντιθέτως, ο νόμος του ’15 προβλέπει ότι κάθε πράξη και κάθε ενέργεια φορολογείται. Γι’ αυτό επέλεξαν, κυβέρνηση και funds, το πλαίσιο του 2003, για να κάνουν πλειστηριασμούς και να βγάζουν εύκολα χρήμα. Ποια είναι τ’ αποτελέσματα σε νούμερα; 44.000 πλειστηριασμοί προβλεπόμενοι στο 2022. Έχουν γίνει πάνω από 30.000. Είναι τρεις φορές περισσότεροι απ’ ό,τι έγιναν το ’21. Αλλά ούτε 3 στους 100 ιδιοκτήτες δεν κατάφεραν να μπουν σε καθεστώς ρύθμισης.

Αυτή είναι η εικόνα σήμερα. Δε μιλάνε τα μέσα γι’ αυτή την εικόνα, οφείλουμε όμως εμείς να την ξέρουμε αυτή την εικόνα. Και όποτε βγαίνουμε στα Μέσα να μην απαντάμε στο γνωστό ερώτημα «ναι, αλλά τι γίνεται με τις δημοσκοπήσεις και πώς και τι». Εδώ τα προβλήματα, τα στοιχεία, τα δεδομένα, οι αριθμοί. Θ’ απαντήσει κανένας σ’ αυτά τα δεδομένα;

Έλα όμως, που ο κλέφτης, λέει, τον πρώτο χρόνο χαίρεται. Υπήρξαν προσφυγές, ο Άρειος Πάγος έβγαλε απόφαση ότι είναι παράνομο να διεξάγεται αυτή η διαδικασία, διότι ο νόμος του 2003 έχει ένα κενό. Ποιο είναι το κενό; Δεν υπήρχαν τότε funds και servicers. Άρα λοιπόν όλη αυτή η διαδικασία, είναι μια διαδικασία η οποία είναι εκτός νομιμότητας.

Και έρχεται τώρα η κυβέρνηση και άφηνε μέχρι προχθές ανοιχτό το αν θα φέρει τροπολογία για να νομιμοποιήσει αυτή τη διαδικασία. την προηγούμενη εβδομάδα. Κάτω από την πίεση, και τη δική μας πίεση, ο κ. Σταϊκούρας είπε ότι δεν θα φέρει τροπολογία.

Θέλω σήμερα να δώσουμε μια προειδοποίηση προς την κυβέρνηση. Να μην τολμήσει καν να φέρει στη Βουλή οποιαδήποτε τροπολογία, και κυρίως ν’ αναλάβει τις ευθύνες της σ’ αυτό το τεράστιο κοινωνικό θέμα. Την ερχόμενη Τετάρτη θα μάθουμε, απ’ ό,τι φαίνεται, επίσημα, την εκτίμηση της Eurostat σε σχέση με τις εγγυήσεις των 19 δισεκατομμυρίων ευρώ, εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου για το σχέδιο «Ηρακλής», για να γίνεται όλη αυτή ή διαδικασία.

Προειδοποιώ τον κ. Μητσοτάκη: Αν οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου εγγραφούν στο δημόσιο χρέος, αν δηλαδή με τη δική του ατζαμοσύνη ο «άριστος», φεσώσουν τον ελληνικό λαό με σχεδόν 20 δισεκατομμύρια ευρώ για να παίρνουν τα funds κοψοχρονιά τα σπίτια της μεσαίας τάξης που υποτίθεται ότι θα στήριζε, θα πρέπει όχι μόνο να λογοδοτήσει, αλλά να σταματήσει τώρα οποιαδήποτε διαδικασία.

Τα χρήματα του ελληνικού λαού, και μάλιστα αυτά που φορτώνονται στο δημόσιο χρέος, να γίνουν εγγυήσεις όχι για εκποιήσεις ακινήτων, αλλά για ρυθμίσεις με τους ιδιοκτήτες και για κοινωνική κατοικία που σήμερα ο μέσος πολίτης δεν μπορεί να βρει να νοικιάσει σπίτι!

Αυτά είναι, συντρόφισσες και σύντροφοι, τα κρίσιμα μεγάλα θέματα, τα οποία οφείλουμε να τ’ αναδείξουμε στον δημόσιο λόγο μας, με τρόπο επιθετικό. Και, επαναλαμβάνω, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη και περηφάνια στο πώς εμείς διαχειριστήκαμε και πώς αυτοί διαχειρίζονται τα δημόσια οικονομικά. Γι’ αυτό σας λέω ότι το πρόβλημα δεν είναι αν θα κερδίσουμε, αλλά τι θα διαχειριστούμε.

Να πω δυο λόγια για τα θέμα της εξωτερικής πολιτικής. Θέλω να υπερασπιστώ την αναφορά της δήλωσης της Κεντρικής Επιτροπής στα ελληνοτουρκικά. Γιατί; Όπως καλωσόρισα την Παρασκευή και την αναφορά του Ευρωπαϊκού Φόρουμ στα ελληνοτουρκικά, όπου καταδικάζονται σαφώς οι επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας προς την Ελλάδα και την Κύπρο.

Και νομίζω ότι σ’ αυτό που λέμε στην απόφαση, τίθενται οι βάσεις για μια νέα πρότασή του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία σ’ αυτά τα θέματα, αντίστοιχης μ’ αυτή που κάναμε το 2021, που χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα.

Το 2021 είχαμε προτείνει τη διασύνδεση της Χάγης με την έναρξη των διαπραγματεύσεων που ανακοινώθηκαν το Μάιο της ίδιας χρονιάς, για την τελωνειακή ένωση Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας. Δυστυχώς, ο κ. Μητσοτάκης, υπέγραψε την έναρξη αυτών των διαπραγματεύσεων χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Και έτσι πιστεύω ότι χάσαμε μια πολύτιμη ευκαιρία.

Δεν αξιοποίησε μια περίοδο δηλαδή, όπου η Τουρκία πιεζόταν τότε από την εκλογή Μπάιντεν. Είχε ανακαλέσει το Oruc Reis, το Barbarossa και τα άλλα ερευνητικά πλοία. Δεν αξιοποίησε αυτή την περίοδο προκειμένου η Ελλάδα να παλέψει και να διεκδικήσει ένα συγκροτημένο πλαίσιο ελληνοτουρκικού διαλόγου, υπό την πίεση και τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αποφάσισε τότε ο πρωθυπουργός να επενδύσει στο αφήγημα της δήθεν απομονωμένης Τουρκίας και έτσι χάθηκε μια ευκαιρία. Διότι ο κ. Μητσοτάκης, προφανώς όπως πάντοτε η συντηρητική παράταξη, δεν έχουν ούτε την ευελιξία ούτε τη δυνατότητα να προχωρήσουν και να πάρουν το ρίσκο της επίλυσης διεθνών προβλημάτων. Ποτέ. Δεν παίρνουν ποτέ την ευθύνη.

Αρέσκονται στο να λένε κορώνες, στο να λένε μεγάλα λόγια, αλλά δυστυχώς πάντοτε, η ιστορία το έχει αποδείξει, επί των ημερών τους, η εξωτερική πολιτική της χώρας, επιδεινώνεται. Και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Σήμερα βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε. Έχουμε μια Τουρκία η οποία σταδιακά απεκατέστησε τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση και βεβαίως μια Τουρκία η οποία μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, διεκδικεί να έχει και ρόλο ειρηνοποιού, άκουσον-άκουσον, και διαμεσολαβητή.

Θεωρώ λοιπόν ότι εμείς, ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν πρέπει να έχουμε μονάχα κάποιες θέσεις αρχής, αλλά κι ένα σχέδιο πάνω στο τραπέζι που θα υποδεικνύει πώς εμείς θα διαχειριστούμε σε λίγους μήνες που θ’ αναλάβουμε τη διακυβέρνηση της χώρας.

Δεν γίνεται να συνεχίζουν άλλοι και όχι η Ελλάδα να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων για τις εξελίξεις στην περιοχή. Δε γίνεται να έχει η Τουρκία την πρωτοβουλία να υπογράφει νέα μνημόνια με τη Λιβύη, με την ανοχή των ΗΠΑ και η Ελλάδα ν’ ακολουθεί το δόγμα του πιστού και δεδομένου συμμάχου και να μην παίρνει τίποτα.

Ούτε γίνεται να εξαντλείται η εξωτερική πολιτική της χώρας στην απόσπαση δηλώσεων από τον έναν ή τον άλλο αξιωματούχο ή ν’ αρκούμαστε σε μια ταξιδιωτική διπλωματία να το πω έτσι, όπου λέμε τις θέσεις μας σε διάφορες χώρες, επιδιώκοντας να κερδίσουμε το blame game με τον Τούρκο Πρόεδρο. Γιατί αυτός ο δρόμος είναι ολισθηρός. Και απ’ αυτή τη διαδικασία, μόνο κέρδος δεν μπορεί να έχει η χώρα. Και όποιοι βλέπουν την εξωτερική πολιτική ή τα ελληνοτουρκικά ως ένα πεδίο πρόσκαιρων επικοινωνιακών κερδών στην εσωτερική πολιτική σκακιέρα, πλανώνται οικτρά.

Πρώτον, διότι ποτέ δεν ξέρεις πώς αυτή η κλιμάκωση της ρητορικής έντασης μπορεί να εξελιχθεί. Δεύτερον, είναι ανεύθυνο εθνικά να παίζει κανείς με τη φωτιά. Θεωρώ λοιπόν πολύ σημαντικό που σήμερα, με την απόφασή μας δίνουνε ένα σαφές μήνυμα: ζητάμε την επέκταση των χωρικών υδάτων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Προσέξτε, δεν είναι casus belli, είναι η Ανατολική Μεσόγειος. Είναι κυριαρχικό μας δικαίωμα. Ένα απολύτως σαφές μήνυμα άσκησης της κυριαρχίας μας, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Και διευκρινίζουμε ότι αυτό πρέπει να γίνει στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης στρατηγικής, που να ανοίγει τις συνομιλίες για οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας με όλες τις όμορες χώρες μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Με την Αίγυπτο, σε συνέχεια της ήδη υφιστάμενης συμφωνίας, με τη Λιβύη, την Κύπρο και ναι, και με την Τουρκία, με προοπτική, τι; Την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Διότι αυτή η προοπτική είναι η μόνη που μπορεί να δώσει διέξοδο σ’ ένα κλιμακούμενο αδιέξοδο σήμερα. Να επεκτείνουμε λοιπόν τα χωρικά μας ύδατα, όπως έχουμε δικαίωμα να πράξουμε, και να επιδιώξουμε ένα διάλογο οριοθέτησης στην Ανατολική Μεσόγειο με σαφείς κόκκινες γραμμές.

Αυτό είναι ένα σοβαρό πλαίσιο και άσκησης των δικαιωμάτων μας βάσει του Διεθνούς Δικαίου αλλά, επιτρέψτε μου, και πίεσης της Τουρκίας με τη βοήθεια των εταίρων μας, προκειμένου να τερματίσει τις προκλήσεις και να επιστρέψει στο διάλογο και τη διπλωματία. Και παράλληλα βεβαίως, να συνδέσουμε εκ νέου τη Χάγη με την αναθεώρηση της τελωνειακής ένωσης.

Άκουσα κάποιους αγαπημένους συντρόφους να θέτουν ένα θέμα. Για να μη μιλάω γενικά, άκουσα τον αγαπημένο μου το σύντροφο, τον Θοδωρή Δρίτσα να με ρωτάει αν έχω πρόβλημα ή αντίρρηση ή θεωρώ ανέξοδο φραξιονισμό το να καταγράφονται διαφορετικές απόψεις σε κρίσιμα ζητήματα. Όχι Θοδωρή, δεν έχω καθόλου αυτή την άποψη και το ξέρεις. Άλλα είναι τα θέματα τα οποία μας προβληματίζουν όλους. Αλλά μιας και ετέθη από πολλούς συντρόφους το ζήτημα αυτό, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη διατύπωση διαφορετικής άποψης σε κρίσιμα θέματα στρατηγικής.

Το μόνο που θέλω να θέσω ως προβληματισμό σε όλους μας, έχει να κάνει με το γεγονός ότι μια από τις βασικές αιτίες, αυτό είναι κριτική, ας μου επιτραπεί, άποψη λέω, είναι κριτική όχι στη διαδικασία ή στο γιατί υπάρχει άποψη, είναι κριτική σε αυτή καθαυτή την επιλογή να διατυπωθεί μια άποψη που, κατά τη γνώμη μου, αποπροσανατολίζει τη βασική συζήτηση σήμερα. Όχι ότι δεν είναι εύλογο να υπάρχει ή δεν νομιμοποιείται.

Ένα από τα βασικά προβλήματα που πιστεύω έχει το κόμμα μας και είναι σημαία επικοινωνιακή των πολιτικών μας αντιπάλων, είναι το ζήτημα της αξιοπιστίας. Τι μας λένε; Μας λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ λέει πολλά πράγματα αλλά, όταν έρχεται στη διακυβέρνηση, αυτά τα πράγματα δεν τα υλοποιεί. Είναι μια συνέχεια του «έξω οι βάσεις και το ΝΑΤΟ» του Ανδρέα Παπανδρέου, της δεκαετίας του ’80.

Και προσέξτε: ορισμένα πράγματα έχουν τη σημειολογία τους και την αξία τους. Εμείς ναι, υλοποιήσαμε το σχέδιό μας του ’14 το ’15, γιατί δώσαμε μια μάχη, μια σύγκρουση σκληρή. Και κερδίσαμε όσα περισσότερα μπορούσε να κερδίσει η χώρα και η ελληνική κοινωνία απ’ αυτή τη σκληρή σύγκρουση με τους δανειστές.

Στην εξωτερική πολιτική δεν κάναμε αυτό. Στην εξωτερική πολιτική εφαρμόσαμε το πρόγραμμά μας και είμαστε υπερήφανοι γι’ αυτό. Γιατί φέραμε τη Συμφωνία των Πρεσπών, μεταξύ όλων των άλλων, και φτάσαμε πολύ κοντά και σε επίλυση και το θέμα του Κυπριακού.

Νομίζω ότι είμαστε περήφανοι και γιατί ελληνοτουρκικές σχέσεις την περίοδο εκείνη, δεν είχαμε ούτε το Oruc Reis να γίνεται ποστάλι στο Αιγαίο ούτε αυτή την ακραία ρητορική που έχουμε σήμερα και να είμαστε σε μια λογική κλιμάκωσης της έντασης, αδιέξοδης. Προσέξτε λοιπόν: η Συμφωνία των Πρεσπών, μη γελιόμαστε, μην κοροϊδεύουμε τον κόσμο, βασίστηκε σ’ ένα πράγμα: Είχε ως προϋπόθεση, την ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ.

Το αγαπήσαμε το ΝΑΤΟ εμείς ποτέ; Όχι. Αλλά πολύ ευθέως και πολύ ρητώς και πολύ σαφώς είπαμε στους βόρειους γείτονές μας ότι «αν αυτή είναι η επιλογή σας, μετά χαράς να μπείτε». Και δώσαμε τη μάχη και μέσα στη Βουλή και κερδίσαμε και οριακά μια πλειοψηφία, βλέπω εδώ τον Σπύρο Δανέλλη, ήταν βουλευτής άλλου κόμματος. Και όχι μόνο, και ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος.

Δεν μπορεί λοιπόν σήμερα, όταν έρχονται δυο χώρες οι οποίες δεν είναι χώρες που είναι στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας και ν’ αποτελούν casus belli, γιατί εκεί, για τη Γεωργία, για τη Μολδαβία, έχουμε άλλη θέση. Αλλά έρχονται δυο χώρες, ευρωπαϊκές χώρες, μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και σου λένε «θέλουμε να μπούμε στο ΝΑΤΟ, το κακό ΝΑΤΟ». Θέλουν. Ακόμα και η Αριστερά τους στηρίζει εκεί.

Εμείς λοιπόν που δώσαμε τη μάχη για να μπει η Βόρεια Μακεδονία και να έχουμε τη Συμφωνία των Πρεσπών, θα βγούμε και θα πούμε «όχι, η Ελλάδα πρέπει ν’ ασκήσει βέτο;». Γιατί αυτό λέμε.

Και έρχομαι στο θέμα της αξιοπιστίας σύντροφοι, γιατί είναι πολύ κρίσιμο το θέμα της αξιοπιστίας. Διότι κάθε φορά, όταν λέμε κάτι, ιδίως τώρα που πηγαίνουμε κοντά στις εκλογές, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, όχι ότι δουλεύουμε όλοι μαζί σ’ ένα σχέδιο, απλά να είμαστε δεύτερο κόμμα και να διατυπώνουμε τις ωραίες μας απόψεις, αλλά ότι θα είμαστε κυβέρνηση αύριο.

Όταν λοιπόν αύριο θα είμαστε κυβέρνηση, αγαπημένε μου σύντροφε Θοδωρή, και είσαι εσύ υπουργός, θ’ ασκήσεις βέτο στο Υπουργικό Συμβούλιο για να βγει η χώρα και να πει «βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ», όταν το επιθυμεί αυτό το σύνολο του Κοινοβουλίου; Κακώς το επιθυμούν, ναι, κακώς, το επιθυμούν όμως.

Πρέπει λοιπόν να έχουμε στο μυαλό μας ότι η θέση και η στάση μας και η πρότασή μας πρέπει να είναι μια θέση και στάση η οποία πρέπει να κρίνεται από πάρα πολλά φίλτρα. Κι επειδή είμαι βέβαιος ότι δεν θα ασκούσες ή δεν θ’ ασκήσεις βέτο στο επόμενο Υπουργικό Συμβούλιο. Θεωρώ ότι καλό είναι να μείνει ως καταγραφή αυτή η άποψη, αλλά να μην προχωρήσουμε σε περαιτέρω διαιρέσεις περί όνου σκιάς. Αυτή είναι η άποψή μου.

Αυτοδιοίκηση, δυο λόγια μόνο: Πρώτον, σήμερα διαβάζω στις εφημερίδες ότι η κυβέρνηση σκέφτεται να μεταθέσει το χρόνο των αυτοδιοικητικών εκλογών. Και θέλω να υπάρξει ένα σαφές μήνυμα κι ένα σαφές ερώτημα από εδώ, το οποίο πρέπει να μετατραπεί και σε ερώτημα επίσημο, προς τον υπουργό των Εσωτερικών. Δε μπορεί να μεταφέρεις τα goal post όπως εσύ επιθυμείς.

Άρα πρέπει να μας πει η κυβέρνηση πότε θα γίνουν οι εκλογές οι αυτοδιοικητικές. Αν σκέφτεται μετάθεση ή θα τηρήσει το χρονοδιάγραμμα το οποίο έχει αποφασιστεί. Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι ζητούν να πάνε οι εκλογές λέει μαζί με τις ευρωεκλογές διότι δεν πρόλαβαν να κάνουν έργο. Μάλιστα. Θεμιτό να λένε ότι δεν πρόλαβαν.

Αλλά εν πάση περιπτώσει, εδώ πρέπει να υπάρχει ένα κράτος που λειτουργεί με κάποιους κανόνες. Άρα, να μας απαντήσει ο κ. Μητσοτάκης και ο υπουργός Εσωτερικών πότε θα γίνουν οι εκλογές οι αυτοδιοικητικές, είναι κρίσιμο.

Δεύτερον, εμείς τι κάνουμε; Νομίζω ότι είναι σαφές και ορθώς ειπώθηκε ότι ο βασικός μας στόχος είναι αυτό που έγινε ανάγκη σήμερα για την κοινωνία, για τον τόπο, η πολιτική αλλαγή, που θα έχει γίνει όταν θα γίνουν οι αυτοδιοικητικές εκλογές, να βαθύνει, να ριζώσει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Είναι κρίσιμη η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ιδίως σε μια εποχή κρίσης για την κοινωνία και κοινωνικής αδικίας, κοινωνικών ανισοτήτων.

Άρα, ο στόχος μας πρέπει να είναι ένας. Ακούστηκε εδώ: Το βράδυ των αυτοδιοικητικών εκλογών, να μην είναι ο χάρτης μπλε όπως ήταν το ’19, αλλά να ο χάρτης κόκκινος, άντε κοκκινοπράσινος. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος. Να μιλάμε ειλικρινά εδώ!

Άρα, στόχος είναι η πολιτική αλλαγή στην Αυτοδιοίκηση, άρα να φτιάξουμε ψηφοδέλτια από τώρα που θα κερδίσουν τους εκπροσώπους της Δεξιάς που έχουν ασκήσει μια τετραετία τώρα, αποτυχημένη πολιτική στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Δεν χρειάζεται να μιλήσω με παραδείγματα. Δείτε τι γίνεται εδώ στην Αττική τουλάχιστον και στην Αθήνα.

Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος. Καλώς ή κακώς, έχουμε ένα νομοθετικό πλαίσιο που λέει ότι με 43% την πρώτη Κυριακή βγαίνει ο Δήμαρχος. Άρα, πρέπει τα σχήματα τα οποία εμείς θα οικοδομήσουμε, να μπορούν να κερδίσουν από την πρώτη Κυριακή. Αυτό πρέπει να είναι ο στόχος.

Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δε συνιστώ και δεν ενθαρρύνω στις οργανώσεις μας και στους ανθρώπους που θα δουλέψουν για να πετύχουμε αυτό τον στόχο, να κάνουν ούτε βήμα πίσω στο προγραμματικό πλαίσιο στις αρχές και στις αξίες μας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αλλά στο ζήτημα των προσώπων οφείλουμε να είμαστε πιο διαλλακτικοί.

Και οφείλουμε να είμαστε πιο διαλλακτικοί, γιατί έχουμε την εμπειρία του 2019 και του 2014. Και τι λέει αυτή η εμπειρία: Λέει ότι όλοι μαζί χειροκροτούσαμε τις αποφάσεις των οργάνων της Κεντρικής Επιτροπής, αλλά όταν πήγαινε να εφαρμοστεί στον τόπο μας, λέγαμε «όχι, εδώ υπάρχει ιδιαιτερότητα, να εφαρμοστεί στο διπλανό Δήμο, εδώ έχουμε ένα παιδί εξαιρετικό που θα πάει πάρα πολύ καλά».

Πράγματι, το παιδί ήταν εξαιρετικό, εξαιρετικός σύντροφος ή συντρόφισσα, αλλά δεν πήγαμε καλά ρε παιδιά…. Δεν πήγαμε. Θα το αξιολογήσουμε αυτό; Ή θα πούμε ότι έφταιγε η συγκυρία, ας πούμε, κάθε φορά;

Άρα λοιπόν, να κάνουμε δυο βήματα πίσω ενδεχομένως από φιλοδοξίες, θεμιτές θα πω εγώ, να ενισχύσουμε τα ψηφοδέλτια ώστε να έχουμε όσο το δυνατόν περισσότερους μέσα στα Δημοτικά Συμβούλια, τα Περιφερειακά Συμβούλια και να συγκροτήσουμε ψηφοδέλτια νίκης. Τι να κάνουμε τώρα; Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος, ψηφοδέλτια νίκης.

Αν πιστεύουμε στη γραμμή του Συνεδρίου για προοδευτική διακυβέρνηση, δεν μπορεί να μην πιστεύουμε και στη γραμμή για προοδευτικές διοικήσεις στους Δήμους και στις Περιφέρειες.

Το συνδικαλιστικό κίνημα: Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να υπάρξει ενότητα στη δράση των συντρόφων μας. Εδώ πρέπει να υπάρχει ενότητα στη δράση του συνδικαλιστικού κινήματος, όχι ενότητα στη δράση των συντρόφων μας. Αυτονόητο είναι αυτό.

Και ξεκινάμε από ένα μεγάλο disadvantage. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 32% και του 36%, παλαιότερα, στον συνδικαλισμό έχει πολύ χαμηλά ποσοστά, όταν η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης, δε, μας δίνει τα ποσοστά μας στις εκλογές, 32%, μας δίνει 40%, 45%. Άρα πιστεύω ότι θα πρέπει όλοι να ομονοήσουμε, να υπάρξουν διεργασίες.

Και θέλω να συγχαρώ τη Μαριλίζα, έχει κάνει μια εξαιρετική δουλειά. Θα κριθούμε σύντομα, θα κριθούμε στις εκλογές στην ΑΔΕΔΥ, που πρέπει να βάλουμε στόχο εκεί, εκεί μπορούμε να είμαστε πρώτη δύναμη αν κάνουμε σωστές συμμαχίες και θα κριθούμε και στις εκλογές στη ΓΣΕΕ. Δεν μπορούμε εκεί να είμαστε πρώτη δύναμη, είναι αλήθεια.

Έχουν δίκιο όσοι σύντροφοι θέτουν και ζητήματα δομικά για τα προβλήματα των Συνδικάτων και για τη ΓΣΕΕ, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να έχουμε μια νέα ΓΣΕΕ αν δεν αλλάξουν πρώτα οι συσχετισμοί μέσα σ’ αυτό το συνδικαλιστικό κίνημα, το προβληματικό. Πρέπει πρώτα εκεί να δώσουμε τη μάχη.

Νομίζω, λοιπόν, ότι πρέπει να προχωρήσουμε έτσι, να ενθαρρύνουμε όλους τους συντρόφους μας σ’ αυτή τη γραμμή, να ενώσουμε δυνάμεις, ν’ αναδείξουμε τα κύρια και να προσπαθήσουμε στη βάση, για ένα διοικητικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Συντρόφισσες και σύντροφοι, όλα τα σφυριά όλων μας, πρέπει να βαράνε σ’ ένα στόχο: 9 Νοέμβρη. Μια μεγάλη κινητοποίηση πρέπει να είναι αυτή. Λαϊκή κινητοποίηση που θα δώσει το στίγμα ότι η κοινωνία δεν είναι νεκρή. Ότι αναπνέει κι ότι υπάρχει προοπτική διεκδίκησης και αγώνα.

Μ’ αυτό λοιπόν κλείνω και λέγοντας και κάτι ακόμα: Ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζει τον εαυτό του ως παράγοντα σταθερότητας του πολιτικού συστήματος. Ο κ. Μητσοτάκης είναι παράγοντας αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος. Αυτό είναι.

Γιατί είναι παράγοντας αποσταθεροποίησης; Όχι μόνο γιατί διαλύει την οικονομία, την κοινωνία, τα οικονομικά μεγέθη της Τρας και του Μάκρι, αλλά και γιατί έχει βγει κι έχει πει ένα πράγμα: Ότι δε θα είναι νικητής, δε μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές. Το έχει παραδεχθεί, το έχει πει ανοιχτά.

Και όχι μόνο ότι δε θα σχηματίσει, ότι δε θα επιδιώξει και να σχηματίσει, ακόμα και αν είναι πρώτος. Το έχει πει. Γιατί το έχει πει; Γιατί δε μπορεί. Δεν μπορεί πια με το ΚΙΝΑΛ, ο θύτης με τα θύματα και δε μπορεί ή δεν του επιτρέπεται, αν και θα το ήθελε, με τον ακροδεξιό Βελόπουλο.

Από τη στιγμή λοιπόν που τα έχει πει όλα αυτά ευθαρσώς, τι ζητά ο κ. Μητσοτάκης από τον ελληνικό λαό στις επόμενες εκλογές; Ζητά να τον ψηφίσει στις δεύτερες. Ζητά δηλαδή να οδηγήσει τη χώρα σε μια διαδικασία διπλής εκλογικής αναμέτρησης. Και μάλιστα, απ’ ό,τι ακούγεται, μέσα στην καρδιά του καλοκαιρού, στην καρδιά της τουριστικής περιόδου.

Λέμε λοιπόν: οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Και τους καλούς αντιπάλους. Οι εκλογές πρέπει να γίνουν σε χρονική περίοδο η οποία δεν θα δημιουργεί σοβαρά ζητήματα σε σχέση με την οικονομική και κοινωνική λειτουργία.

Εμείς λέμε να γίνουν αύριο. Δεν θέλει να γίνουν αύριο; Να γίνουν σε χρονική περίοδο όχι προφανώς καταμεσής του καλοκαιριού με προφανή στόχο να μη μπορούν να πάνε οι νέοι άνθρωποι που θα είναι στις εποχές εργασίες, μπας και διασωθεί!

Αλλά προσέξτε ποια είναι η ουσιώδης διαφορά: Εμείς λέμε εκλογές αύριο ή εν πάση περιπτώσει, το συντομότερο δυνατό, που θα δώσουν τη δυνατότητα την επόμενη μέρα να συγκροτηθεί κυβέρνηση.

Λέμε κυβέρνηση από τις πρώτες εκλογές. Με νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και προοδευτική συνεργασία!

Ο κ. Μητσοτάκης λέει «και δεύτερη και τρίτη αν χρειαστεί, όσες εκλογές, μέχρι εγώ να παραμείνω στην καρέκλα του πρωθυπουργού». Είναι απερχόμενος, το έχει καταλάβει κι ο ίδιος. Ας μην ταλαιπωρεί την κοινωνία, την οικονομία και τη χώρα..

Γι’ αυτό λοιπόν, τα φέρνει έτσι η ζωή, τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι παράγοντας πολιτικής σταθερότητας, και ο κ. Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία παράγοντας πολιτικής αποσταθεροποίησης.

Σας ευχαριστώ.

 

Documento Newsletter