Οι σηµερινοί πενηντάρηδες είναι η τελευταία γενιά που έµαθε τα τραγούδια του Καζαντζίδη από ανθρώπους που είχαν ζήσει στην εποχή του. Είναι οι τελευταίοι που οι γονείς τους έφυγαν για τα εργοστάσια της Γερµανίας και τις στοές του Βελγίου. Οι τελευταίοι που οι πατεράδες και οι µανάδες τους βρέθηκαν επαρχιώτες στην Οµόνοια. Σε αυτά τα σπίτια ο Καζαντζίδης έγινε για τελευταία φορά Στελάρας, κάτι ανάµεσα σε θεό και αδερφό. Στις πολύ νεότερες γενιές πέρασε ως άκουσµα, όχι όµως ως βίωµα.
Όσο κι αν αγαπάει τα τραγούδια αυτά ο σηµερινός εικοσάρης, κάτι τσινάει µέσα του. Λίγο οι στίχοι που αποτυπώνουν µια άλλη εποχή, λίγο η στάση του Καζαντζίδη απέναντι στα πράγµατα που σήµερα ερµηνεύεται ως τοξική αρρενωπότητα, κάπως πιο δύσκολο φαίνεται να ενωθεί µε το καζαντζίδειο σύµπαν η γενιά που µεγαλώνει µε Τέιλορ Σουίφτ. Μα γίνεται κάποιος που γεννήθηκε την εποχή του ίντερνετ να νιώσει το σπηλαιώδες «ααα» του Καζαντζίδη από το οποίο εκλύεται όλος ο καηµός του κόσµου; Κι όµως γίνεται.
Το «Υπάρχω» δεν είναι απλώς µια ταινία για τη ζωή του τραγουδιστή – καλή ή όχι δεν έχει σηµασία. Είναι η γέφυρα που ενώνει τη γενιά του µε τον πιτσιρικά που για πρώτη φορά ακούει τα τραγούδια εντός του πλαισίου τους, έστω και κινηµατογραφικά, έστω και ωραιοποιηµένα.
Αρκετοί αναρωτιούνται αν ο Καζαντζίδης µπορεί να µπει σε καλούπια. Πιθανότατα όχι, καθώς ο µύθος υπερβαίνει το ανθρώπινο µέγεθος. Σε κάθε περίπτωση µόνο θετικό είναι να ασχοληθούν µε αυτόν οι σηµερινοί εικοσάρηδες, έστω κι αν τον απορρίψουν. ∆ιαβάζω εδώ και µέρες άρθρα και αναρτήσεις κυρίως από ανθρώπους που ποτέ δεν θα περίµενα να ασχοληθούν µε τον Καζαντζίδη. Αυτό δεν συµβαίνει όµως µε τους µύθους; Περνούν µέσα σου και γίνονται κοµµάτι σου προτού το αντιληφθείς. Κι ακόµη κι αν το θέλεις, δεν µπορείς να απαλλαγείς από την επίδραση που σου ασκούν.