Καζακστάν: Οργή για το διεφθαρμένο καθεστώς

Πριν από τρεις εβδομάδες το Καζακστάν βρέθηκε στο επίκεντρο της διεθνούς ειδησεογραφίας λόγω των μαζικών αντικυβερνητικών διαδηλώσεων και συγκρούσεων με τις δυνάμεις καταστολής στους δρόμους της πρωτεύουσας Νουρσουλτάν, στο Αλμάτι και το Ζαναοζέν. Στις 8 Ιανουαρίου οι πολίτες της πρωτεύουσας ξύπνησαν χωρίς σύνδεση στο διαδίκτυο και χωρίς πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς η κυβέρνηση διέκοψε τις τηλεπικοινωνίες για να συγκρατήσει τις κινητοποιήσεις που είχαν πάρει διαστάσεις και να μπλοκάρει τη δράση των ακτιβιστικών δικτύων που καλούσαν τον κόσμο στους δρόμους.

Η αχανής χώρα της κεντρικής Ασίας συγκέντρωσε για πρώτη φορά το παγκόσμιο ενδιαφέρον μετά τον Δεκέμβριο του 1991 και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της από τη Σοβιετική Ενωση. Η διεθνής κοινότητα κάλεσε την κυβέρνηση του Κασίμ-Τζομάρτ Τοκάγεφ να επιδείξει «συγκράτηση», με τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών να αναμένουν την απάντηση της Ρωσίας, η οποία έστειλε άμεσα στρατιωτικές δυνάμεις για να συγκρατήσουν την εξέγερση. Η μέχρι πρότινος «πιο σταθερή και ευημερούσα» μετασοβιετική χώρα βιώνει μια μεγάλη λαϊκή εξέγερση, τα αίτια της οποίας εντοπίζονται στην κληρονομιά της 30ετούς κυριαρχίας του Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ.

Η αφορμή των κινητοποιήσεων

«Λίγες μέρες μετά την έναρξη του νέου έτους ήρθε το τέλος της κυριαρχίας μιας αυταρχικής ελίτ που λυμαίνεται τη χώρα μας και τους πολίτες της. Ο “εθνάρχης” Ναζαρμπάγεφ και ο μηχανισμός που έχει στήσει εδώ και δεκαετίες σιγά σιγά καταρρέουν. Ήρθε η στιγμή να αλλάξουμε πορεία και να αποκτήσουμε ένα πραγματικά δημοκρατικό καθεστώς» τονίζει στο Documento ο Γεβγένι Τσίτοφ, πολιτικός επιστήμονας ο οποίος εργάζεται τα τελευταία χρόνια στο Λονδίνο και συμμετέχει ενεργά σε δίκτυα αλληλεγγύης των εξεγερθέντων στη γενέτειρά του Αλμάτι. Οταν τον ρώτησα πώς ξέσπασαν οι κινητοποιήσεις ο Τσίτοφ δήλωσε ότι «αφορμή ήταν η άρση του πλαφόν στην τιμή του υγραερίου, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σε μια νύχτα η τιμή του. Η πραγματικότητα είναι ότι η πολιτική και οικονομική ελίτ ζει πλουσιοπάροχα και δεν λογοδοτεί πουθενά ενώ ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας τα βγάζει πέρα πολύ δύσκολα και δεν βλέπει φως στον ορίζοντα. Τόσο οι μεγαλύτερες όσο και οι νεότερες γενιές δεν έχουν πια καμία πίστη σε όσους κυβερνούν».

Μέχρι σήμερα έχουν χάσει τη ζωή τους πάνω από 225 άνθρωποι, με τα διεθνή ΜΜΕ να έχουν αποσύρει το ενδιαφέρον τους από την περιοχή. Τίποτε δεν προμηνύει ότι η κοινωνική ένταση θα υποχωρήσει άμεσα, με πολίτες και οργανώσεις να καλούν την κυβέρνηση σε παραίτηση. «Μαζί με όσους έχουν χάσει τη ζωή τους υπάρχουν χιλιάδες πολίτες που έχουν φυλακιστεί και οι συγγενείς τους δεν έχουν καμία επίσημη ενημέρωση από τις αρχές» σημειώνει σε πρόσφατη έκθεσή της η οργάνωση Human Rights Watch, η οποία μαζί με άλλες διεθνείς οργανώσεις κάνει έκκληση προς την κυβέρνηση Τοκάγεφ να απελευθερώσει τους συλληφθέντες. «Οι πολίτες που βρίσκονται πίσω από τις κινητοποιήσεις έχουν διαφορετικές αναφορές, διαφορετικό background. Κάποιοι ξεκίνησαν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς όσους βγήκαν αρχικά στους δρόμους ανήμερα της Πρωτοχρονιάς στην πόλη Ζαναοζέν. Σταδιακά πύκνωσαν οι γραμμές και συμμετείχαν πολίτες από κόμματα και οργανώσεις της αντιπολίτευσης, υποστηρικτές εξόριστων πολιτικών που έχουν διωχτεί, όπως ο ολιγάρχης Μουχτάρ Αμπλιάζοφ της οργάνωσης Δημοκρατική Επιλογή και ο δημοσιογράφος Ζανμπολάτ Μαμάι του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά και μέλη οργανώσεων της νεολαίας» δηλώνει στο Documento η Ραγιάνα Αλίγεβα, κοινωνική λειτουργός στο Νουρσουλτάν, μέλος της οργάνωσης Oyan, Qazaqstan! (Ξύπνα Καζακστάν! στα ελληνικά). «Θέλουμε πολιτική αλλαγή και απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων. Τίποτα λιγότερο από αυτό δεν θα μας κάνει να σταματήσουμε» προσθέτει.

Ενδοκυβερνητικός ανταγωνισμός

Ο πρόεδρος της χώρας Τοκάγεφ επιχείρησε να αποκαταστήσει την ομαλότητα απολύοντας τον επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και πρώην πρόεδρο της χώρας Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ. Η κρίση ωστόσο δεν εξομαλύνθηκε, με τον Τοκάγεφ να κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να εντείνει την κρατική καταστολή. Η λίστα των κρατικών αξιωματούχων που παύτηκαν από τις θέσεις τους μεγαλώνει, σε μια προσπάθεια του προέδρου να δείξει ότι ακούει το αίτημα των πολιτών για αλλαγή και ανανέωση, τη στιγμή που οι μυστικές δυνάμεις της χώρας υποτίθεται ότι βρίσκονταν σε επιφυλακή για πιθανό πραξικόπημα. «Ο Τοκάγεφ διέλυσε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας φοβούμενος τους ανθρώπους του Ναζαρμπάγεφ. Το οξύμωρο είναι ότι ο Ναζαρμπάγεφ τοποθέτησε τον Τοκάγεφ στη θέση του σημερινού προέδρου και τώρα ο ένας θέλει να τραβήξει το χαλί κάτω από τον άλλο. Είναι μια μάχη πολιτικής επιβίωσης η οποία αντανακλάται στην κοινωνία, με αμφότερους να επιχειρούν να ρίξουν στάχτη στα μάτια των εξεγερμένων και να προβληθούν ως εκείνοι που ακούνε και σέβονται τα αιτήματα των πολιτών» υπογραμμίζει ο Τσίτοφ, ο οποίος δηλώνει στο Documento ανήσυχος σχετικά με τις εξελίξεις το επόμενο διάστημα. «Υπάρχει η τάση η κοινωνική ένταση άλλοτε να εντείνεται και άλλοτε να υποχωρεί μέχρι να υπάρξει πολιτική αλλαγή στον τόπο. Ωστόσο αυτά που βλέπω να κορυφώνονται και ανησυχώ είναι η βία των αρχών και η καταστολή. Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει την αστυνομία και τον στρατό, ειδικά οι ξένοι παρατηρητές που έρχονται στη χώρα αλλά φεύγουν με τα χέρια άδεια».

Το 2020 ο Τοκάγεφ υιοθέτησε νόμο που στόχο είχε να χαλαρώσει τους περιορισμούς στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι και να φιλελευθεροποιήσει πτυχές του καθεστώτος. Σε ομιλία του φέτος στις 7 Ιανουαρίου, εν μέσω των διαδηλώσεων, κατηγόρησε τους ακτιβιστές, τα διεθνή ΜΜΕ και τις οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων ότι υποκινούν τη βία, λέγοντας ότι «παραχώρησε ελευθερίες στον λαό τις οποίες όμως δεν αξιοποιεί σωστά». Υπεραμύνθηκε των πρωτοβουλιών του για «ενίσχυση της ελευθεροτυπίας» και «στήριξη της κοινωνίας των πολιτών», παρά το γεγονός ότι ο έλεγχος στα ΜΜΕ και στην πλειονότητα των οργανώσεων παραμένει ασφυκτικός. «Η δήθεν φιλελευθεροποίηση δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια προσπάθεια να δείξει ο Τοκάγεφ ότι ακούει τους πολίτες, ενώ στην πραγματικότητα δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσα. Πρόκειται για ένα νέο μοντέλο πλήρους ελέγχου των ΜΜΕ και των οργανώσεων, το οποίο ακολουθεί κατά γράμμα την προηγούμενη συνταγή του Ναζαρμπάγεφ. Ο πρόεδρος χρησιμοποιεί λέξεις που ακούγονται δημοκρατικές, αλλά στην πραγματικότητα όλα αυτά είναι δηλώσεις χωρίς ουσία και περιεχόμενο» δηλώνει η Αλίγεβα, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι τον Τοκάγεφ τον απασχολεί μόνο πώς θα γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος του καθεστώτος και θα καταπιέσει κάθε δημοκρατική φωνή.

Καπιταλισμός με κινέζικη συνταγή

Ο νεοφιλελευθερισμός ως οικονομικό δόγμα ρίζωσε από τις αρχές του 21ου αιώνα στη χώρα, με την οικονομική ελίτ που επιβίωσε της σοβιετικής μετάβασης να παίρνει τα ηνία της οικονομίας και να απομυζά τα πάντα. Πλούσιο σε ορυκτά κοιτάσματα, το Καζακστάν βρέθηκε να ελέγχεται από μια κλειστή ομάδα ανθρώπων που επένδυσαν σε ακίνητα, γη και φυσικούς πόρους, αξιοποιώντας τη συνταγή του κινέζικου «καπιταλιστικού κομμουνισμού» με έντονα στοιχεία ακραίου ισλαμικού συντηρητισμού. «Θρησκεία, ελίτ και συγκέντρωση πλούτου σε λίγους ανθρώπους είναι μια συνταγή που ακολούθησε το καθεστώς Ναζαρμπάγεφ και συνεχίζει να εφαρμόζει ο Τοκάγεφ. Μάλιστα πολλά μέλη του στενού πυρήνα της ηγεσίας εκποίησαν τον πλούτο της χώρας, εκμεταλλεύονται τα πάντα και στη συνέχεια επενδύουν σε ακίνητα στο εξωτερικό, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία. Πάνω από 700 εκατ. ευρώ έχουν επενδυθεί σε υπερπολυτελή ακίνητα στο Λονδίνο, με πάνω από το 50% να ανήκει στην οικογένεια Ναζαρμπάγεφ» τονίζει στο Documento ο Τσίτοφ.

Η κρίση διπλασίασε τους δισεκατομμυριούχους

Μες στην πανδημία οι ανισότητες στη χώρα βάθυναν ακόμη περισσότερο, τη στιγμή που η μικρή λίστα με τους δισεκατομμυριούχους διπλασιάστηκε. Τα ποσοστά εργασιακής φτώχειας αυξήθηκαν και μεγάλο ποσοστό των πολιτών δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Μέσα από τα αδύναμα οικονομικά στρώματα γεννήθηκε η εξέγερση. Από τη στιγμή που όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι απαγορευμένα, τα εργατικά σωματεία διαλυμένα και τα συνδικάτα αποδεκατισμένα, ο ρόλος των συλλογικοτήτων, των οργανώσεων και της νεολαίας ήταν καθοριστικός στις κινητοποιήσεις. Δεν υπάρχει επίσημη Αριστερά στο Καζακστάν, παρά μόνο μικρές ομάδες και κύκλοι που δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή. «Δεν έχουμε ούτε οργανωμένο αριστερό κίνημα ούτε προσωπικότητες όπως ο Αλεξέι Ναβάλνι στη Ρωσία ή η Σβετλάνα Τιχανούσκαγια στη Λευκορωσία που προσελκύουν τα φώτα πάνω τους. Το κίνημα που θέλει να τα βάλει με το καθεστώς δυναμώνει, αλλά ακόμη υπάρχει δρόμος για να αλλάξουν οι συσχετισμοί. Σε αυτή την κατεύθυνση θέλει να συμβάλει η οργάνωσή μας, ασκώντας παράλληλα πίεση στους εξόριστους πολιτικούς να υψώσουν τη φωνή τους» τονίζει η Αλίγεβα.

Τα γεγονότα του Ιανουαρίου δεν αποτελούν μεμονωμένο περιστατικό. Μπορεί για τη διεθνή κοινότητα τα φώτα να έπεσαν για πρώτη φορά με τέτοια ένταση πάνω στη χώρα μετά το 1991, ωστόσο η πόλη Ζαναοζέν, από όπου ξεκίνησαν οι κινητοποιήσεις, έχει ιστορία στους λαϊκούς αγώνες. Το 2011, αλλά κυρίως από το 2014 και μετά, μικρής έκτασης κινητοποιήσεις έχουν πραγματοποιηθεί με τη συμμετοχή εργατών και φοιτητών, καλύπτοντας μια σειρά από θέματα που αφορούν από αιτήματα για αυξήσεις σε μισθούς και στήριξη των συντάξεων μέχρι περιβαλλοντικά θέματα. «Το εάν θα συνεχιστούν και θα ενταθούν οι διαδηλώσεις θα φανεί το επόμενο διάστημα. Πάντως το κύμα αμφισβήτησης του καθεστώτος ενισχύεται, όπως ενισχύονται και όσοι θέλουν να δουν τον Ναζαρμπάγεφ, τον “Elbasy” (σ.σ.: “Πατέρας του έθνους” στα καζακικά) να εγκαταλείπει τη χώρα» συμπληρώνει η Αλίγεβα.

Ετικέτες