Η εγχώρια αγορά προβλέπει νέο κύμα ανατιμήσεων από Σεπτέμβριο, που στα βασικά είδη διατροφής θα ξεπεράσει το 20%
Παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας δύο είναι οι κύριοι τροφοδότες του πληθωρισμού. Η ενέργεια και τα τρόφιμα. Τον πρώτο πυλώνα, που τροφοδοτεί κατά ποσοστό 69% τον ελληνικό δείκτη τιμών καταναλωτή, τον έχουμε υπεραναλύσει. Ο δεύτερος όμως τροφοδότης της ακρίβειας, τα τρόφιμα, μένει θολό σημείο της ανάλυσης, αν και είναι αυτός που έρχεται βιαίως να δώσει τη χαριστική βολή στις κοινωνίες ακόμη και του δυτικού κόσμου, που περιγράφεται ως επισιτιστική κρίση.
Αν λοιπόν οι τιμές της ενέργειας (κυρίως σε υγρά καύσιμα, φυσικό αέριο και ρεύμα) παραμένουν ο άγνωστος X για το κοντινό και το μεσοπρόθεσμο μέλλον, είναι βέβαιο ότι οι τιμές στα τρόφιμα θα πάρουν την ανηφόρα. Αν κάποιος εντρυφήσει σε ό,τι γίνεται στις αγορές των σιτηρών και των σπόρων που παράγουν έλαια και στα κερδοσκοπικά παιχνίδια σε βάρος των μικρών παραγωγών, θα διαπιστώσει ότι στην αγορά πρώτων υλών για την παραγωγή τροφίμων έχει στηθεί πάρτι αισχροκέρδειας με τεχνητές πτώσεις και αυξήσεις τιμών. Σε αυτό το πάρτι τελικά χαμένοι είναι από τη μία πλευρά οι μικροί παραγωγοί, οι οποίοι εξαναγκάζονται να πωλήσουν φτηνά παρότι το κόστος παραγωγής (σπόροι, λίπασμα, εργατικά χέρια) ήταν στα ύψη. Από την άλλη πλευρά της εφοδιαστικής αλυσίδας, βέβαια, χαμένοι είναι οι καταναλωτές, που θα δουν την τελική τιμή των προϊόντων στα ράφια των καταστημάτων τροφίμων να εκτοξεύεται.
Θεριεύει ο δείκτης τροφίμων
Μόλις την περασμένη Τρίτη η ΕΛΣΤΑΤ κοινοποίησε τον δείκτη τιμών καταναλωτή. Συνολικά η αύξηση του πληθωρισμού τον Ιούλιο 2022 κινήθηκε στο 11,6% σε σχέση με τον Ιούλιο του 2021. Κυβέρνηση και πετσωμένα ΜΜΕ βρήκαν ευκαιρία να πανηγυρίσουν γιατί επιβραδύνθηκε ο πληθωρισμός σε σχέση με τον Ιούνιο (από 12,1% σε 11,6%), κάτι που οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μειωμένη ζήτηση σε ρεύμα λόγω των ήπιων κλιματικών συνθηκών (αλλά και στην τιμή του φυσικού αερίου που έμεινε σχετικά χαμηλά τον Ιούνιο). Ομως αυτό αφορά τον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή (πληθωρισμός).
Ωστόσο αν κάποιος ξεφύγει από τις γενικότητες και εστιάσει ειδικώς, βλέπει ότι η ακρίβεια δεν τιθασεύτηκε. Πώς μπορεί κάποιος να πει το αντίθετο όταν ο δείκτης της ομάδας «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» παρουσίασε αύξηση και κινήθηκε ανοδικά με ρυθμό 13% λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε ψωμί και δημητριακά, κρέατα (γενικά), ψάρια (γενικά), γαλακτοκομικά και αυγά, έλαια και λίπη, λαχανικά (γενικά), ζάχαρη – σοκολάτες – γλυκά – παγωτά, λοιπά τρόφιμα, καφέ – κακάο – τσάι, μεταλλικό νερό – αναψυκτικά – χυμούς φρούτων. Αυτό που αντιστάθμισε κάπως τα πράγματα ήταν κυρίως η μείωση των τιμών στα νωπά φρούτα, λόγω της εποχικότητας.
Νέα άνοδος τον Σεπτέμβριο
Δυστυχώς τα πράγματα δεν βαίνουν καλώς και τα δύσκολα είναι μπροστά μας στην αγορά τροφίμων. Στελέχη της αγοράς προβλέπουν νέο κύμα ανατιμήσεων σε πολλούς κωδικούς προϊόντων από τον Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες από τα σουπερμάρκετ, αυτές οι ανατιμήσεις σε βασικά είδη διατροφής αλλά και σε καθαριστικά κ.λπ. θα φτάσουν ή θα ξεπεράσουν το 20%.
Σημασία έχει ωστόσο από πού προέρχονται αυτές οι αυξήσεις. Για να μην εισέλθουμε σε υπεραπλουστευμένα συνθήματα όπως αυτά που υιοθετεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τύπου «για όλα φταίει ο Πούτιν», καλό θα ήταν να πέσει φως στις πραγματικές αιτίες αυτής της κατάστασης που φέρνει το τσουνάμι της επισιτιστικής κρίσης και στις δυτικές κοινωνίες.
Ναι, ο κίνδυνος να υπάρξει έλλειψη βασικών τροφίμων είναι υπαρκτός κυρίως εξαιτίας όσων συμβαίνουν στην Ουκρανία και των δυτικών κυρώσεων στη Ρωσία, που προστίθενται στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Το πρόβλημα έρχεται κυρίως από το μαλακό σιτάρι. Μπορεί η θριαμβολογία για τη συμφωνία της Κωνσταντινούπολης, η οποία αφορά την εξαγωγή εκατομμυρίων τόνων ουκρανικών σιτηρών και λιπασμάτων μέσω του Εύξεινου Πόντου, η οποία επιτεύχθηκε έπειτα από εβδομάδες διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στο τέλος Ιουλίου, να γεννά ελπίδες αποφόρτισης των τιμών, ωστόσο αφορά τους αποθηκευμένους τόνους της περυσινής παραγωγής. Ειρήσθω εν παρόδω, αυτά τα περυσινά σιτηρά δεν είναι καθόλου σαφές σε τι κατάσταση βρίσκονται καθότι με περιορισμένα μέσα και με τεράστιες διακοπές ρεύματος οι Ουκρανοί δίνουν μάχη για τη σωτηρία τους ενάντια σε εκατομμύρια τρωκτικά που δρουν νύχτα στις αποθήκες και δισεκατομμύρια έντομα που εφορμούν κατά ριπάς την ημέρα.
Παρότι γίνεται προσπάθεια να φανεί ότι το πρόβλημα λύθηκε, στην πράξη δεν έχει λυθεί το παραμικρό. Τόσο στις ουκρανικές αποθήκες όσο και στις αποθήκες των εδαφών που έχει κατακτήσει η Ρωσία διά των όπλων ουδείς γνωρίζει την κατάσταση των αποθηκευμένων σιτηρών. Το ερώτημα που αναφύεται είναι ποιος μπορεί να διασφαλίσει ότι τα αποθέματα που βρίσκονται σε λιμάνια φόρτωσης ή σε αποθήκες της ενδοχώρας είναι κατάλληλα για κατανάλωση, εξαιτίας τρωκτικών, εντόμων και μούχλας.
Από την άλλη, οι αγρότες εμποδίζονται από αντικειμενικούς παράγοντες να προβούν στο μάζεμα της όποιας σοδειάς. Ο λόγος είναι τα βλήματα. Υπολογίζεται ότι το 3035% των ρωσικών βλημάτων που έχουν ριφθεί σε ουκρανικό έδαφος δεν έχει εκραγεί, κάτι που θα συμβεί εάν το βλήμα χτυπηθεί από άροτρο, θεριζοαλωνιστική μηχανή ή οποιοδήποτε άλλο αγροτικό μηχάνημα. Ολα αυτά μαζί με τις καταστραμμένες υποδομές έχουν οικονομικό αντίκτυπο. Υπολογίζεται ότι ενώ πριν από τη ρωσική εισβολή το κόστος εξαγωγής (από το χωράφι στο λιμάνι) ανερχόταν σε 30-40 δολάρια ανά τόνο, πλέον το κόστος έχει εκτιναχθεί στα 160180 δολάρια/τόνο!
Σκοτεινά μελλούμενα
Αυτά αφορούν το παρόν, ωστόσο το μέλλον φαντάζει ακόμη πιο τρομακτικό. Για να ξεκινήσουμε ανάποδα, όλα συνηγορούν ότι ο σιτοβολώνας της Μεσογείου, οι ατέλειωτες ουκρανικές πεδιάδες, πνέει τα λοίσθια. Ολα αυτά επ’ ωφελεία των αμερικανικών σιτηρών, που είναι πιο ακριβά στην παραγωγή και ακόμη ακριβότερα στη μεταφορά τους.
Παρότι νομίζουμε ότι δεν μας αφορούν τα συμβαίνοντα στην ουκρανική γεωργική οικονομία, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Είναι προφανές ότι η βάση της διατροφής μας βρίσκεται στα σιτηρά. Μέχρι τώρα ήταν φτηνά λόγω του ουκρανικού σιταριού. Πλέον, όπως διαφαίνεται από τις εξελίξεις, όχι μόνο θα είναι πανάκριβα αλλά ούτε θα προσφέρονται σε αφθονία. Για την ακρίβεια μάλλον θα είναι δυσεύρετα, αφού θα περιοριστεί η παραγωγή τους.
Οπως προκύπτει από σχετικές πληροφορίες, ήδη η ουκρανική αγροτική παραγωγή κατευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στους ελαιούχους σπόρους (κυρίως ηλιόσπορος, απ’ όπου εξάγεται το ηλιέλαιο). Από την άλλη, η ρωσική εισβολή έχει και παράπλευρες απώλειες. Εκτιμάται ότι οι μισοί Ουκρανοί αγρότες θα χρεοκοπήσουν σύντομα. Οι καταστροφές της καλλιεργήσιμης γης, του αγροτικού εξοπλισμού (εκατοντάδες χιλιάδες τρακτέρ έχουν ανατιναχθεί) και των εγκαταστάσεων, σε συνδυασμό με την έλλειψη κεφαλαίων προς αποκατάσταση αυτών των καταστροφών, φέρνουν την οικονομική καταστροφή για τον αγροτικό πληθυσμό. Σε όλα αυτά πρέπει να προσμετρηθεί και πόσοι αγρότες σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν στα πεδία των μαχών συνεπεία της παλλαϊκής άμυνας.
Ο παράγοντας αισχροκέρδεια
Λένε ότι οι κρίσεις γεννούν ευκαιρίες. Η κορύφωση μιας κρίσης σε κάθε επίπεδο είναι ο πόλεμος και εκεί γεννώνται οι μεγαλύτερες ευκαιρίες για κερδοσκοπικά παιχνίδια. Αυτά ακριβώς στήθηκαν και φέτος – και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλη χρονιά. Μεγάλη κρίση ο πόλεμος, μεγάλες και οι ευκαιρίες αισχροκέρδειας των λίγων εις βάρος των πολλών.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι μεγάλοι παραγωγοί λιπασμάτων μετρούν κέρδη, διανύοντας ίσως την καλύτερή τους περίοδο λόγω της αύξησης της τιμής των λιπασμάτων και του πολέμου. Ετσι οι αγρότες αγόρασαν ακριβά πρώτες ύλες (λιπάσματα, σπόρους), πλήρωσαν πολλά σε ενέργεια (ρεύμα, καύσιμα κίνησης) και περίμεναν ανταπόδοση με υψηλές χονδρικές τιμές. Αμ δε! Οι κερδοσκόποι στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο πίεσαν τεχνητά προς τα κάτω τις τιμές τον Μάιο – Ιούνιο, όταν οι παραγωγοί πωλούν τα προϊόντα. Οταν χρωστάς δεν μπορεί να περιμένεις να πουλήσεις αργότερα για να ξεπληρώσεις, όταν οι τιμές λάβουν την ανιούσα. Επίσης δεν υπάρχουν ανάλογες αποθήκες για να αποθηκευτούν τα προϊόντα. Ετσι μειώθηκε το κέρδος των αγροτών, επ’ ωφελεία των μεσαζόντων.
Το θέμα όμως βρίσκεται μπροστά μας, καθώς του χρόνου δεν θα υπάρχουν χρήματα για να γίνει η ίδια σπορά. Το πρόβλημα το βίωσαν πρώτοι οι Ελληνες κτηνοτρόφοι, που άρχισαν να μειώνουν τα κοπάδια τους γιατί δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε στα ράφια των καταστημάτων τροφίμων. Καταγράφεται πτώση παραγωγής πρόβειου γάλακτος και κατά συνέπεια φέτας. Αυτό φέρνει αύξηση της τιμής του προϊόντος, που καταγράφεται ως αύξηση του δείκτη τιμών «τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών», που επιδρά καταλυτικά στον δείκτη τιμών καταναλωτή (πληθωρισμός).
———————
ΔιαΝΕΟσις: Η εικόνα της αγροτικής οικονομίας
Σε πρόσφατη έρευνα της ΔιαΝΕΟσις, ενός ανεξάρτητου μη κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού, εκτιμάται ότι ο αγροδιατροφικός τομέας προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες στην ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στην έρευνα, σχεδόν το 40% της ελληνικής γης χρησιμοποιείται για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Η έκταση από την άλλη των κατεξοχήν αγροτικών περιοχών αποτελεί το 63% της επικράτειας, με τους κατοίκους που μένουν σ’ αυτές να αντιπροσωπεύουν περίπου το 30-35% του πληθυσμού. Πάντως παρότι κυριαρχεί η φυτική παραγωγή, σχεδόν το 43% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης αποτελείται από βοσκότοπους, ενώ περίπου το ένα τέταρτο αφιερώνεται σε μόνιμες καλλιέργειες και το ένα τρίτο αντιστοιχεί σε αροτραίες καλλιέργειες. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων αντιπροσωπεύουν το 8,2% των συνολικών εξαγωγών και πάνω από το 18% των εξαγωγών αγαθών. Η αξία της συνολικής ελληνικής γεωργικής παραγωγής αντιστοιχεί περίπου στο 2,8% της συνολικής γεωργικής παραγωγής των χωρών της ΕΕ. Η ελληνική παραγωγή είναι κατά βάση φυτική, αν και η χώρα καλύπτει μόνο το 40% των αναγκών της σε όσπρια.
Αξίζει επίσης να τονιστεί πως πάνω από η μισή αξία όλης της ελληνικής γεωργικής παραγωγής προέρχεται από τρεις κατηγορίες που συνδέονται με την υγιεινή διατροφή, δηλαδή τα φρούτα, τα λαχανικά και το ελαιόλαδο. Ολα αυτά συμβαίνουν σε μια ελληνική οικονομία, η οποία είναι κατακερματισμένη, κάτι που δεν ευνοεί την παραγωγικότητα. Συγκεκριμένα, σχεδόν οκτώ στις δέκα εκμεταλλεύσεις είναι μικρότερες από πέντε εκτάρια, που θεωρείται πολύ μικρό νούμερο στην ΕΕ, ενώ δύο στις τρεις έχουν μικρό οικονομικό μέγεθος, κερδίζοντας λιγότερα από 8.000 ευρώ τον χρόνο.