Για «πολλές πτυχές της μνημονιακής νομοθεσίας, που διαμορφώνουν ένα παρά-σύνταγμα, παραβιάζοντας τις συνταγματικές διατάξεις» έκανε λόγο ο Γιώργος Κατρούγκαλος, συμπληρώνοντας ότι «το Σύνταγμα ήταν ένα από τα πρώτα θύματα της κρίσης».
Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, μιλώντας στη διημερίδα που διοργανώνει η Περιφέρεια Αττικής για τη Συνταγματική Αναθεώρηση και την αναβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, συμπλήρωσε ότι «εξαιτίας της ύπαρξης του παρασυντάγματος, χρειάζεται ένα νέο πολιτικό ξεκίνημα, το οποίο μπορεί να δώσει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο η αναθεώρηση του Συντάγματος», με απώτερο στόχο να διασωθεί η Ευρώπη και να γίνει δημοκρατικότερη.
Παράλληλα, αναγνώρισε ττην ανάγκη εμβάθυνσης της δημοκρατίας στον Β΄ Βαθμό της Αυτοδιοίκησης, λέγοντας ότι θα συμβάλει όχι μόνο στη διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών και αρχών στην Ελλάδα αλλά και στην εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών της Ευρώπης.
Ειδικότερα, ο κ. Κατρούγκαλος αναφέρθηκε στους πέντε άξονες όπως αυτούς έθεσε ως προτεραιότητες ο πρωθυπουργός για την αναθεώρηση, κάνοντας λόγο για μία νέα αρχιτεκτονική του πολιτεύματος, με ενίσχυση των δημοκρατικών χαρακτηριστικών, την ανάγκη εμπέδωσης της απλής αναλογικής, την κατάργηση της ασυλίας του πολιτικού προσωπικού, την ενίσχυση του θεσμού του Προέδρου της Δημοκρατίας, την ενίσχυση της βουλής και την επανεξέταση των ανεξάρτητων αρχών. «Να αλλάξει το ήθος και το ύφος της πολιτικής» ανέφερε, προσθέτοντας την ανάγκη για ενίσχυση της εμπιστοσύνης στους εθνικούς θεσμούς μέσα από την ενεργοποίηση των πολιτών και θεσμών άμεσης δημοκρατίας, προκειμένου «να ξαναδοθεί στον πολίτη η αίσθηση ότι η γνώμη του μετράει» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
Επίσης, έκανε λόγο για την ανάγκη ισχυροποίησης του κράτους δικαίου, με ενίσχυση της δικαιοσύνης και αναζήτηση πιο αποτελεσματικών λύσεων. Επιπλέον, πρόσθεσε ότι «θέματα όπως η απαγόρευση της ιδιωτικοποίησης του νερού και της ενέργειας, είναι ζητήματα που η ευρύτερη αριστερά πρέπει να θέσει».
Τέλος, ο κ. Κατρούγκαλος μίλησε για τη διακριτότητα των ρόλων του κράτους και της εκκλησίας, μέσω της εξασφάλισης της ουδετερότητας του ελληνικού κράτους, «χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζεται η ιστορική προσφορά της», όπως είπε.