Θέλουμε μια τίμια συμφωνία που δεν θα περιορίζει τα δικαιώματα του ελληνικού λαού, χωρίς πρόσθετη λιτότητα και χωρίς να θυσιάσουμε τα εργασιακά συμφέροντα των εργαζομένων, τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος.
Τη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να κλείσει άμεσα η συμφωνία για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν θα περιοριστούν περαιτέρω τα δικαιώματα του ελληνικού λαού και δεν θα υπάρξει πρόσθετη λιτότητα, εξέφρασε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της επίσκεψης του επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων της ΕΕ Πιερ Μοσκοβισί στην Αθήνα.
«Δεν πρόκειται να θυσιάσουμε τα συμφέροντα των εργαζομένων και του ελληνικού λαού προχωρώντας σε οποιαδήποτε υποχώρηση σε θέμα αρχής. Θέλουμε να κλείσει άμεσα η συμφωνία, μια τίμια συμφωνία όμως, η οποία δεν θα επιβαρύνει περαιτέρω τη λιτότητα, άρα μία δημοσιονομικά ουδέτερη συμφωνία», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Κατρούγκαλος κατά την τακτική περιοδική ενημέρωση προς τους διπλωματικούς συντάκτες για τους δύο κύκλους των αρμοδιοτήτων του, της οικονομικής διπλωματίας και των ευρωπαϊκών υποθέσεων. Υπογράμμισε, μάλιστα, ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις παραμένουν στο κέντρο των διεκδικήσεων μας.
Συνεχίζοντας στο ίδιο μήκος κύματος, επέρριψε την ευθύνη για τη μη ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης στις παράλογες και αντιφατικές απαιτήσεις του ΔΝΤ, σημειώνοντας ότι η ανάγκη να κλείσει άμεσα η αξιολόγηση δεν γίνεται πλέον αντικείμενο επίκλησης μόνον από την Ελλάδα, αλλά και από όλους τους αξιωματούχους της ΕΕ, ακόμα και από ορισμένους που στο παρελθόν δεν είχαν ιδιαίτερη θερμή σχέση με τη χώρα μας. Προς επίρρωση αυτών, αναφέρθηκε στο κλίμα που συνάντησε κατά την επίσκεψή του στις Βρυξέλλες κατά τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φρανς Τίμερμανς και τον Ευρωπαίο επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί, παρατηρώντας ότι «έχουμε σημαντικότατη σύγκλιση με τους περισσότερους ευρωπαϊκούς θεσμούς».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενόψει του Διαλόγου για το Μέλλον της που θα κορυφωθεί στη συνάντηση κορυφής της Ρώμης του Μαρτίου. Στο πλαίσιο αυτό έκανε λόγο για στρατηγικό αναπροσανατολισμό της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας από την παλιά τους συμμαχία με τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις σε μια ημιτελή, αλλά προφανώς διαμορφούμενη προσπάθεια νέας προοδευτικής συμμαχίας με τις δυνάμεις της Οικολογίας και της πέραν της Σοσιαλδημοκρατίας Αριστεράς. Μολονότι δεν πέτυχε να αναδείξει πρόεδρο στο Ευρωκοινοβούλιο, υποστήριξε ότι προέκυψε πανηγυρικά η διάρρηξη της «μεγάλης συμμαχίας» μεταξύ συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων στο Ευρωκοινοβούλιο. Η αλλαγή των συσχετισμών των πολιτικών δυναμικών στην Ευρώπη γίνεται με την ταχύτητα των παγετώνων, με αργούς ρυθμούς, αλλά είναι ανεπίστρεπτη όταν συμβεί, προσέθεσε.
Στην κατεύθυνση αυτή, ενέταξε και την επίσκεψή του στο Βερολίνο, όπου έχει προσκληθεί από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας να μιλήσει στην Μπούντεστανγκ, σε εκδήλωση που οργανώνεται αύριο για την κοινωνική Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτής της επίσκεψης, θα μιλήσει, επίσης, στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της γερμανικής Βουλής και θα συναντηθεί και με τον πρόεδρο της Επιτροπής Προϋπολογισμού. Θα συναντηθεί ακόμα και με τον εκπρόσωπο της Die Linke Άξελ Τρόοστ, ο οποίος ζήτησε από την επιστημονική υπηρεσία της Μπούντεστανγκ να εκδώσει τη γνωμάτευση από την οποία έγινε γνωστό πως ο ισχυρισμός Σόιμπλε, ότι είναι αναγκαία τάχα συνταγματικά νέα ψηφοφορία εφόσον το ΔΝΤ αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα, δεν ήταν αληθής.
Σε ερώτηση αν υπάρχουν αντίστοιχα περιθώρια συνεργασίας και στην Ελλάδα, ανέφερε πως «όποιος επιδιώκει μια στρατηγική προσέγγιση με τη Σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη ως νέα βάση συσχετισμών για να απελευθερωθούμε από τις πολιτικές λιτότητας και να έχουμε νέες πολιτικές στην Ευρώπη, για λόγους συνέπειας θα πρέπει να έχει την ίδια πολιτική και στο εσωτερικό». Σημείωσε όμως ότι αυτό εξαρτάται απολύτως από τις επιλογές που θα κάνει η λεγόμενη κεντροαριστερά στην Ελλάδα, από το εάν, δηλαδή, θα απογαλακτιστεί από τις νεοφιλελεύθερες επιλογές σύμπλευσης με τη ΝΔ, όπως έπραξαν οι Ευρωπαίοι Σοσιαλδημοκράτες.