Η δηµοσίευση του πληθωρισµού του Ιανουαρίου την περασµένη εβδοµάδα από την ΕΛΣΤΑΤ –6,2% σε ετήσια βάση– που εξαέρωσε την πρόσφατη γελοία αύξηση του κατώτατου µισθού κατά 2%, ενώ η αγοραστική του δύναµη είχε ήδη υποχωρήσει κατά 10%, ανάγκασε τον πρωθυπουργό να επαναλάβει από το βήµα της Βουλής την προ µηνός υπόσχεσή του για νέα αύξηση του κατώτατου µισθού τον Μάιο, αποφεύγοντας όµως πάλι να προσδιορίσει το ύψος της. Μπροστά στον κίνδυνο της µαζικής φτωχοποίησης των χαµηλόµισθων και στο πολιτικό κόστος, η κυβέρνηση της Ν∆ φαίνεται να ταλαντεύεται για το κατάλληλο ύψος αποκατάστασης των απωλειών αγοραστικής δύναµης, που δεν θα υπονοµεύει το «κεκτηµένο» των µνηµονίων για το κεφάλαιο και τις ισχυρότερες µερίδες του: τη µείωση του κόστους εργασίας και τον πλήρη έλεγχο της εξέλιξής του ως βάση προσέλκυσης επενδύσεων.
Το ύψος του κατώτατου µισθού αποτελεί πεδίο σφοδρής ταξικής και πολιτικής σύγκρουσης στην ΕΕ. Ολα τα κράτη-µέλη της ΕΕ, πλην Εσθονίας και Ελλάδας µέχρι πρόσφατα, προχώρησαν σε αυξήσεις ακόµη και µέσα στην πανδηµία, αλλά η µάχη που δίνεται από τα συνδικάτα, την Αριστερά και τις προοδευτικές δυνάµεις σε κάθε χώρα προκειµένου ο κατώτατος µισθός να εξασφαλίζει ανεξάρτητη και αξιοπρεπή διαβίωση δεν έχει ακόµη κερδηθεί. Από κοινού και σε συνδυασµό µε το αίτηµα της επαναφοράς ή της ενίσχυσης των συλλογικών διαπραγµατεύσεων, που συστηµατικά αποδυναµώθηκαν τις προηγούµενες δεκαετίες και αποκαθηλώθηκαν στις χώρες των µνηµονίων κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008, η µάχη αυτή ορίζει διαχωριστικές γραµµές στο πεδίο κάθε χώρας και δηµιουργεί συγκλίσεις µεταξύ πολιτικών δυνάµεων. Προκαλεί ρωγµές στην καταθλιπτική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισµού.
Τα τελευταία χρόνια χώρες µε προοδευτικές κυβερνήσεις έκαναν γενναίες αυξήσεις του κατώτατου µισθού, που συνάντησαν παντού τις αντιδράσεις των εργοδοτικών οργανώσεων. Στην Πορτογαλία ο κατώτατος µισθός αυξήθηκε κατά 40% µεταξύ 2015 και 2022 από τις κυβερνήσεις των σοσιαλιστών, µε την πίεση των κοµµάτων της Αριστεράς, ενώ ο Κόστα επανεκλέχθηκε στις πρόσφατες εκλογές µε τη δέσµευση να αυξήσει βαθµιαία τον κατώτατο µισθό κατά 31% µέχρι το 2026. Ο Σάντσεθ στην Ισπανία προχώρησε, µε τη στήριξη της Αριστεράς, σε 22% αύξηση το 2018, ενώ η σηµερινή κυβέρνηση συνασπισµού Σοσιαλιστών – Podemos έχει ήδη κάνει τρεις αυξήσεις από τον Ιανουάριο του 2020. Ο Σολτς κέρδισε τις εκλογές στη Γερµανία υποσχόµενος 15% αύξηση πέραν των ήδη προγραµµατισµένων για το 2022 που υλοποιεί τώρα µε υπό ψήφιση νόµο στον οποίο αντιδρούν οι εργοδοτικές οργανώσεις.
Οι «επαρκείς κατώτατοι µισθοί» και η ενδυνάµωση των συλλογικών διαπραγµατεύσεων αποτελούν το αντικείµενο της σχετικής πρότασης οδηγίας που βρίσκεται στην τελική φάση διαπραγµάτευσης µεταξύ Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Ευρωπαϊκού Συµβουλίου. Αν και µόνο ενδεικτική ως προς τα κοινά κριτήρια διαµόρφωσης του ύψους των κατώτατων µισθών, η προτεινόµενη οδηγία είναι σηµαντική για την ενδυνάµωση των συλλογικών διαπραγµατεύσεων, ιδίως στις χώρες µε πολύ χαµηλά ποσοστά κάλυψης των µισθωτών όπως η Ελλάδα, και βάζει τα θεµέλια για την αντιστροφή της πορείας συνεχούς διάβρωσης των εργασιακών δικαιωµάτων στα κράτη-µέλη της ΕΕ τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Ενα από τα κύρια επίδικα της διαπραγµάτευσης είναι εάν τα κριτήρια επάρκειας του κατώτατου µισθού –60% του διάµεσου και 50% του µέσου µισθού– θα µπουν ή όχι στο προοίµιο, σύµφωνα µε την πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η έκβαση της διαπραγµάτευσης θα επηρεάσει την απόφαση της κυβέρνησης για το ύψος της αύξησης του κατώτατου µισθού από 1ης Μαΐου.
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ