Πριν από 3 χρόνια, τον Αύγουστο του 2019, ο Αλέξης Τσίπρας κατήγγειλε την κυβέρνηση της ΝΔ ότι αναβιώνει τις πιο σκοτεινές εποχές και πρακτικές του κράτους της Δεξιάς μετατρέποντας την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ξανά σε ΚΥΠ.
Ακολουθώντας τις ίδιες πολιτικές, η Κυβέρνηση της ΝΔ, πρόσφατα, την 31η Μαρτίου 2021, έφερε (φωτογραφική) τροπολογία με την οποία η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) στερείται τη δυνατότητα να γνωστοποιεί στους πολίτες την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους από την ΕΥΠ, αν ο λόγος της παρακολούθησής τους αφορά την εθνική ασφάλεια.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά από την πλήρη υπαγωγή της ΕΥΠ στον Πρωθυπουργό έρχεται η δικαίωση για τις επιφυλάξεις που διατύπωσε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Η πλήρης απογύμνωση του κράτους της δεξιάς από κάθε δημοκρατικό στοιχείο επήλθε με την μηνυτήρια αναφορά για απόπειρα υποκλοπής του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη και τις παραιτήσεις Δημητριάδη – Κοντολέοντα.
Η θρυαλλίδα είχε ήδη ξεκινήσει όταν τρεις μήνες πριν ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης είχε καταγγείλει την διπλή παρακολούθηση του και αιτήθηκε να λάβει γνώση τους λόγους και μετά από ποιου αίτημα αυτή έλαβε χώρα.
Ουδέποτε του δόθηκαν στοιχεία από την ΑΔΑΕ.
Αδιαμφισβήτητα οι παραιτήσεις δεν είναι τυχαίες, η κυβέρνηση είναι έκθετη για τις πρακτικές που έχει ακολουθήσει.
Όσο και να διοχετεύουν στα ΜΜΕ ότι θέλουν λάμψει η αλήθεια, δεν πράττουν τίποτα ως προς αυτό.
Ωστόσο, η αλήθεια ποια είναι; Ότι δεν ήξερε ο Πρωθυπουργός παρά το γεγονός ότι ο ίδιος είχε αναλάβει την ευθύνη της ΕΥΠ;
Μετά από 48 ώρες, με ένα μαγνητοσκοπημένο μήνυμα ο Πρωθυπουργός δεν έδωσε καμία απάντηση επί της ουσίας. Μάλλον θόλωσε περισσότερο τα νερά βυθίζοντας τον εαυτό του και την Κυβέρνηση στον βούρκο.
Άλλωστε ποιος νοήμων άνθρωπος θα πειθόταν με τις ασυναρτησίες περί νόμιμης επισύνδεσης την οποία αφ’ ενός δεν γνώριζε και αφ’ ετέρου ήταν πολιτικά λάθος.
Επέλεξε την άγνοια ως απάντηση, μετατοπίζοντας την πολιτική ευθύνη στον μη εκλεγμένο ΓΓ του Γραφείου του.
Την ίδια στιγμή επιρρίπτει την ευθύνη στην αντιπολίτευση για την διαδικασία των παρακολουθήσεων, όπως και για κάθε ζήτημα που έχει αποτύχει, ενώ όλοι γνωρίζουν ποιος νομοθέτησε κόντρα στις συνταγματικές επιταγές για την συγκάλυψη των υποκλοπών. Ήταν τυχαίο και αυτό; Ή ήταν μια προσπάθεια φίμωσης και παρεμπόδισης της δημοσιογραφικής έρευνας του Θ. Κουκάκη; Πολλές οι συμπτώσεις!
Και βέβαια, προκείμενου να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες τάσεις των ψηφοφόρων του, κατέφυγε στον πατριωτισμό ισχυριζόμενος επί λέξει: «Υπάρχουν πολλοί εχθροί της πατρίδας που καραδοκούν και θα ήθελαν μία αδύναμη Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Και αν κάποιες σκοτεινές δυνάμεις εκτός Ελλάδας απεργάζονται οποιοδήποτε σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας, να ξέρουν ότι η Ελλάδα είναι και ισχυρή και θεσμικά θωρακισμένη».
Παρέβλεψε, όμως, ότι η καταγγελία είναι αρκούντως σοβαρή και εάν έχει περιέλθει σε γνώση του Πρωθυπουργού κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας, θα έπρεπε ήδη να ενημερώσει τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς.
Το σκάνδαλο, λοιπόν, δεν αφορά μόνο στον Νίκο Ανδρουλάκη και το ΠΑΣΟΚ-ΚινΑλ αλλά κάθε δημοκρατικό πολίτη και το σύνολο των προοδευτικών δυνάμεων.
Ευτυχώς, έστω και με καθυστέρηση, ορθά ο κ. Καστανίδης παραδέχτηκε ότι ήταν άστοχη η υπερψήφιση της τροπολογίας από τους βουλευτές του κόμματός του για την μη χορήγηση στοιχείων εάν κάποιος πολίτης βρέθηκε υπό παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας, μετά από σχετικό αίτημα.
Η χώρα βιώνει μείζον ζήτημα Δημοκρατίας, κυβερνάται από μια παράταξη που δεν σέβεται του θεσμούς και θεωρεί πως το κράτος είναι φέουδο προς κατάληψη και εκμετάλλευση.
Ο Πρωθυπουργός δεν έχει την ευθιξία να παραιτηθεί. Το άνοιγμα της Βουλής έστω και μετά από 17 μέρες είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την πλήρη απόδοση ευθυνών για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.