Θύματα μιλούν για τον αργό και βασανιστικό «θάνατό» τους από τον βιαστή, από την κοινωνία, από το δικαστήριο, από τη ζωή που είχαν πριν…
«Ο,τι πληρώνεις παίρνεις στη ζωή, ας πρόσεχε πού έμπλεκε». Πρόκειται για το πιο ήπιο σχόλιο στο προφίλ της Ελένης Τοπαλούδη στο Facebook την ημέρα που βρέθηκε η σορός της στη θάλασσα κοντά στους Πεύκους της Ρόδου. Η Ελένη είχε αντισταθεί στους βιαστές και δολοφόνους της φωνάζοντας με θάρρος ότι θα τους καταγγείλει. Κι όμως, υπό την ασφάλεια της ανωνυμίας τους ορισμένοι επιχειρούσαν να τη μετατρέψουν από θύμα ενός αποτρόπαιου διπλού εγκλήματος σε θύτη, επιρρίπτοντάς της ευθύνη για όσα συνέβησαν.
Το φαινόμενο της ενοχοποίησης δηλαδή του θύματος, κάθε άλλο παρά σπάνιο είναι. Σε πλείστες όσες περιπτώσεις κακοποιημένες γυναίκες παρουσιάζονται και αντιμετωπίζονται ως υπαίτιες για τη βία που έχουν υποστεί. Τα αποτελέσματα, όπως στην περίπτωση της 18άχρονης Βρετανίδας που βιάστηκε στη Ζάκυνθο και τελικά αυτοκτόνησε μην αντέχοντας το βάρος, είναι συχνά ολέθρια.
Η Βασιλική είναι σήμερα 31 ετών και δεν θυμίζει σε τίποτε το κορίτσι που ήρθε στην Αθήνα από τη Γερμανία, όπου μεγάλωσε, για να σπουδάσει νομική. Ονειρευόταν να γίνει εισαγγελέας. Ενα βράδυ βρέθηκε να αναζητά εργασία σε κατάστημα των δυτικών προαστίων. Ο ιδιοκτήτης προσφέρθηκε να την πάει με το αυτοκίνητο μέχρι το μετρό. Λίγο αργότερα θα γνώριζε το σκληρότερο πρόσωπο της ζωής.
«Μπήκα στο αυτοκίνητο και αντί για το μετρό με πήγε σε κάποιο ξενοδοχείο. Με απείλησε για να μπούμε στο δωμάτιο. Εγώ είμαι 1,70 και πολύ αδύνατη, εκείνος ήταν τεράστιος. Και μόνο που στεκόταν από πάνω μου ήταν αδύνατον να αντιδράσω. Με βίασε στο κρεβάτι και με απειλούσε ότι θα με πάρουν με φέρετρο, ότι θα φέρει και φίλους του, ότι παίζω με τους δικούς του όρους το παιχνίδι και πολλά άλλα. Σκεφτόμουν ότι θα με σκοτώσει. Με κράτησε μέχρι το πρωί. Όποτε αντιδρούσα, πάθαινα κρίση και φώναζα με χτυπούσε στο πρόσωπο. Κάποια στιγμή του ζήτησα να βγω στο μπαλκόνι για να καπνίσω. Με άφησε να βγω με το σεντόνι αλλά με παρατήρησε που κοιτούσα αν μπορώ να φύγω. Ημασταν στον τρίτο όροφο. Με ξαναέβαλε μέσα και με άρπαξε από τον λαιμό. Προσπάθησε να με πνίξει. Δεν ξέρω πώς βρήκα τη δύναμη και κατάφερα να τον απωθήσω. Ετρεξα προς την πόρτα, την άνοιξα, βγήκα. Ευτυχώς έξω ήταν δύο καμαριέρες οι οποίες με έκρυψαν σε ένα δωμάτιο» περιγράφει στο Documento.
«Λυτρώθηκα όταν τον άκουσα να κλαίει»
Ο τότε 27 ετών δράστης συνελήφθη έπειτα από δύο ημέρες. «Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια κάθειρξη λόγω πρότερου έντιμου βίου» λέει στο Documento περιγράφοντας όσα βίωσε στην αίθουσα του μεικτού ορκωτού. «Ημουν αποφασισμένη. Ή θα έβγαινα νικήτρια ή θα αυτοκτονούσα. Με εξέταζαν επί έξι ώρες. Μου ζήτησαν δεκάδες φορές να δείξω πώς μου έβγαλε τα ρούχα, με ρωτούσαν επανειλημμένως γιατί δεν αντέδρασα. Περισσότερο απ’ όλα όμως με πείραξε όταν με ρώτησαν αν διεκδικώ χρήματα. Αυτή ήταν η πρώτη κουβέντα που μου είπε ο εισαγγελέας. Ολα αυτά ενώ είχα την ιατροδικαστική έκθεση που πιστοποιούσε τον βιασμό μου και μάλιστα παρά φύση. Εκείνος ισχυριζόταν ότι επικοινωνούσαμε καιρό, ότι του έστελνα μηνύματα, τα οποία βέβαια δεν προσκόμισε ποτέ. Προσπαθούσαν να πείσουν το δικαστήριο ότι με κακομεταχειριζόταν ο σύντροφός μου και γι’ αυτό έψαχνα άλλον. Χρησιμοποιούσαν ως επιχείρημα ακόμη και το ότι ήμουν μόνη στο δικαστήριο, χωρίς την οικογένειά μου. Εκείνο που μου έδωσε δύναμη ήταν η εικόνα του. Το ότι άρχισε να κλαίει. Οταν άκουσε την ποινή σπάραξε στο κλάμα. Αρχικά ήθελα να του χιμήξω, όμως ένιωσα λύτρωση όταν τον άκουσα να κλαίει. Απ’ αυτό και μόνο ένιωσα καλά. Μου είχε πει τόσες φορές εκείνο το βράδυ ότι παίζω με τους δικούς του όρους και πια έπαιζε εκείνος με τους δικούς μου. Οταν τον είδα να κλαίει γύρισα και του είπα ότι το παιχνίδι τελείωσε. Μου έφτανε που είχα γίνει εγώ ο λύκος κι εκείνος το πρόβατο που έτρεμε. Είχα γίνει εγώ ο βιαστής του».
Χρόνια μετά, το εφετείο τον αθώωσε λόγω αμφιβολιών. Στα 39 του πια μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του, ενώ το θύμα του συνεχίζει να βιώνει τις συνέπειες του εγκλήματός του. «Δεν έχω πια καμιά σχέση με το κοριτσάκι εκείνο. Μετά το περιστατικό παράτησα τη σχολή μου, έκανα σχέση έπειτα από πέντε χρόνια. Εκανα για χρόνια ψυχοθεραπεία. Είχα πάθει κατάθλιψη βαριάς μορφής, πέρασα ανορεξία, είχα σταματήσει ακόμη και να κάνω μπάνιο. Επαιρνα προληπτικά ακόμη και φάρμακα για τον HIV μέχρι να βεβαιωθούμε ότι δεν έχω κάτι. Χώρισα με τον σύντροφό μου ύστερα από ενάμιση μήνα και κάθε βράδυ έβλεπα εφιάλτες με τον βιασμό μου. Οταν παράτησα τη Νομική σταμάτησα να μιλάω με τον πατέρα μου. Κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε ότι ήταν απλώς ένα κακό σεξ που δεν πέτυχε. Δεν μπορούν να καταλάβουν. Αυτό που δεν πρόκειται ποτέ να ξεπεράσω είναι εκείνη η Βασιλική που έχασα τότε. Ημουν ένα αγνό κορίτσι, δεν πίστευα ότι υπάρχουν τόσο κακοί άνθρωποι. Το έπνιξε αυτός εκείνο το κορίτσι. Από το δωμάτιο εκείνο το ξημέρωμα βγήκε κάποια άλλη».
«Σταμάτησα γιατί φοβόμουν ότι θα με σκοτώσει»
Θύμα βιασμού από πρόσωπο το οποίο γνώριζε έπεσε η Μαριαλένα. Στα 26 της βρέθηκε ένα βράδυ στο σπίτι του ανθρώπου με τον οποίο είχε αραιές σεξουαλικές επαφές. Αγνοούσε παντελώς τις διαθέσεις του 28άχρονου. «Είχα σεξουαλικές σχέσεις μαζί του για μικρό χρονικό διάστημα. Κάποια στιγμή τσακωθήκαμε κι εκείνος με προσέγγισε για να μου ζητήσει συγγνώμη. Ενα βράδυ κανονίσαμε να βρεθούμε σπίτι του. Του είπα ότι δεν θέλω να έχουμε πια σεξουαλικές επαφές» λέει στο Documento με σπασμένη φωνή.
Η περιγραφή της προκαλεί ρίγος. «Εγινε πολύ φορτικός και σταδιακά εριστικός. Μόλις του είπα ότι θα φύγω έγινε έξω φρενών. Μου είπε “εγώ σήμερα θα γαμήσω”. Εκανα να φύγω, με άρπαξε και άρχισε να με χτυπάει στο πρόσωπο. Νόμιζα ότι θα με σκότωνε. Βρέθηκα με σφηνωμένο το κεφάλι ανάμεσα στο κρεβάτι και τον τοίχο. Σταμάτησα να κουνιέμαι, να προσπαθώ, γιατί φοβόμουν ότι θα με σκοτώσει. Με βίασε παρά φύση. Σηκώθηκα να φύγω. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Εκεί τρελάθηκα, έπαθα υστερία. Εκείνος καθόταν στο κρεβάτι, με κοιτούσε ενώ έκλαιγα και τον παρακαλούσα να μου ανοίξει. Γελούσε. Ανοιξε κάποια στιγμή ένα συρτάρι, μου πέταξε τα κλειδιά και μου είπε: “Φύγε, καριόλα, γιατί ξυπνάω νωρίς”».
Η Μαριαλένα κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Σε κατάσταση σοκ και φορώντας ακόμη ένα ξεχειλωμένο από τα τραβήγματα μαύρο φόρεμα βγήκε στον δρόμο. «Μπήκα σ’ ένα ταξί. Δεν κοίταξα τον οδηγό, αμφιβάλλω αν τον πλήρωσα. Γύρισα σπίτι και δεν ξέρω πόση ώρα έκανα μπάνιο. Όταν συνήλθα πήρα τηλέφωνο την παρέα μου και κάποιους με τους οποίους ήμασταν σε κοινή παρέα με τον δράστη. Υπήρξε φίλη που μου είπε να μην κάνω έτσι, πως ήταν απλώς ένα πολύ άσχημο σεξ. Κάποιοι με παρότρυναν να το καταγγείλω αλλά δεν το έκανα. Σκεφτόμουν ότι ήταν έτσι οι συνθήκες που δεν θα με πίστευε κανείς, πως θα με διέσυραν στο δικαστήριο ρωτώντας με, για παράδειγμα, τι ήθελα στο σπίτι του στις 12 τα μεσάνυχτα. Μετάνιωσα που δεν τον κατήγγειλα, κυρίως γιατί σκέφτομαι ότι μπορεί να το έκανε ξανά».
Οι μύθοι του βιασμού και το προφίλ του δράστη
Αριστη γνώστρια του θέματος, η δικαστική ψυχολόγος Ερη Ιωαννίδου εξηγεί στο Documento τους λόγους για τους οποίους δύσκολα μιλούν τα θύματα. «Ο πρώτος παράγοντας για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι η ενδοοικογενειακή βία. Δηλαδή όταν ο βιασμός γίνεται εντός της οικογένειας από τον σύζυγο. Δύσκολα αποκαλύπτουν τον βιασμό και όταν υπάρχει σωματική ή άλλη απειλή, όταν συμβαίνει σε επαγγελματικό χώρο ή σε μικρές κοινωνίες.
Υπάρχει επίσης έντονη ντροπή και φόβος εξευτελισμού, ενώ συμβαίνει κι όταν ο δράστης έχει υψηλό στάτους και είναι πιθανότερο να πιστέψουν εκείνον παρά το θύμα. Υπάρχει επίσης φόβος αντίδρασης γονέων, συντρόφων και γενικώς της κοινωνίας» σημειώνει.
Σύμφωνα με την κ. Ιωαννίδου, την αποκάλυψη αναστέλλουν και οι λεγόμενοι μύθοι του βιασμού. «Πρόκειται για πράγματα τα οποία όλοι μας έχουμε ακούσει και κάποιοι τα έχουν εσωτερικεύσει, όπως για παράδειγμα ότι δεν ευθύνεται ο βιαστής όταν κάποια κυκλοφορεί προκλητικά». Τέτοιοι μύθοι είναι ότι ο βιασμός συμβαίνει από άγνωστους στο θύμα άντρες, ότι πρέπει να υπάρχουν σημάδια πάλης, ότι οι γυναίκες ισχυρίζονται πως βιάστηκαν για να εκδικηθούν ή για να πάρουν χρήματα, ακόμη όμως και ότι βιάζονται μόνο γυναίκες. Οπως λέει η κ. Ιωαννίδου, «θύματα πέφτουν και άντρες αλλά και πολλοί άνθρωποι από την τρανς κοινότητα».
«Αυτά τα στερεότυπα ακούγονται και στα δικαστήρια κυρίως από τους συνηγόρους που απευθύνονται και σε ενόρκους τους οποίους προσπαθούν να πείσουν. Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι τυχαίο ότι στη δίκη για τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη επελέγησαν από την υπεράσπιση άντρες ένορκοι» συμπληρώνει η ίδια. Κατά την ειδικό, «οι μύθοι υπάρχουν γιατί θέλουμε να έχουμε αίσθηση ασφάλειας. Να σκεφτόμαστε πως ό,τι συμβαίνει έχει λογική. Να νομίζουμε ότι αν δεν ντυθούμε προκλητικά, δεν κινδυνεύουμε».
Ασφαλώς ένας βιασμός μπορεί να έχει επιπτώσεις στη ζωή του θύματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να το ξεπεράσει. «Μπορεί το άτομο που έχει βιαστεί να αναπτύξει συναισθήματα αποφυγής οποιασδήποτε συναισθηματικής ή ερωτικής επαφής, όμως μπορεί να αναπτύξει ακόμη και σωματικά συμπτώματα» λέει η δικαστική ψυχολόγος, προσθέτοντας ότι συχνά τα θύματα τα βάζουν με τον εαυτό τους.
Το προφίλ των δραστών δύσκολα μπορεί να σκιαγραφηθεί. Άνθρωποι υπεράνω πάσης υποψίας οι οποίοι δεν συγκεντρώνουν συγκεκριμένα ηλικιακά ή σωματικά χαρακτηριστικά ούτε η οικονομική τους επιφάνεια σχετίζεται με την πράξη τους. Σύμφωνα με την Ερη Ιωαννίδου, υπάρχουν ωστόσο πράγματα στη συμπεριφορά κάποιου τα οποία μπορεί να παρατηρήσει κανείς. Όπως, για παράδειγμα, «είναι επικίνδυνο αν κάποιος παρακολουθεί μια γυναίκα ή επιμένει υπερβολικά ενώ εκείνη του έχει καταστήσει σαφές ότι δεν ενδιαφέρεται».
«Περιπτώσεις παρενοχλητικής συμπεριφοράς (stalking) συχνά καταλήγουν σε βιασμό» συμπληρώνει, υπογραμμίζοντας ότι «ένας βιαστής, ακόμη και κατά συρροή, μπορεί να μη γίνεται αντιληπτός από το περιβάλλον του».
Σύμφωνα πάντως με την ειδικό, υπάρχουν βιαστές που διαλέγουν τα θύματά τους με βάση κάποια χαρακτηριστικά. «Κάποιοι επιλέγουν με αντικειμενικά κριτήρια, όπως π.χ. ανθρώπους που θα φοβηθούν να μιλήσουν ή που κανένας δεν θα τους πιστέψει, πιθανόν και γυναίκες μικρόσωμες ώστε να τους είναι ευκολότερο. Υπάρχουν κι εκείνοι που επιλέγουν με πιο υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι η φυλή, το χρώμα των μαλλιών ή και κάποιο άλλο χαρακτηριστικό, όπως π.χ. να φοράει το θύμα κόκκινες γόβες. Αλλοι βέβαια» καταλήγει «δεν κάνουν καμιά επιλογή».