Αν ανοίξεις την τηλεόραση σε ώρα ειδήσεων (δε σου το προτείνω αν με ρωτάς), θα δεις να συζητάνε κυρίως δύο θέματα: τον Λύτρα και την Κεντροαριστερά.
Το θέμα του Λύτρα το συζητάνε εδώ και σχεδόν 15 μέρες. Βλέπεις, μια υπόθεση κακοποίησης που αφορά ένα λαμπερό ζευγάρι αξίζει πολύ βαθύτερης ανάλυσης από την απόπειρα βιασμού και τελικά την άγρια δολοφονία ενός 11χρονου Ρομά κοριτσιού που δεν άντεξε ούτε δύο μέρες στην επικαιρότητα. Και αυτό είναι ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε για να κατανοήσουμε τι σημαίνει εμπεδωμένος ρατσισμός.
Το θέμα της Κεντροαριστεράς, δηλαδή οι βυζαντινισμοί εντός ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, έχει ξεπεράσει τα όρια του «βαρετού» και πλέον φλερτάρει με τον ιδρυματισμό.
Συνεπώς, σήμερα λέω να μην ασχοληθούμε με κανένα από αυτά τα θέματα. Ας δούμε τα «δεύτερα» θέματα της εβδομάδας που πέρασε.
Καθάρματα
Ας δώσουμε λίγο χρόνο για να χωνέψουμε την αηδία που προκαλεί το βίντεο με τα δεκάδες αυτοκίνητα να περνούν δίπλα από ένα τραυματισμένο κορίτσι στο οδόστρωμα, το οποίο το είχε χτυπήσει και το είχε εγκαταλείψει ένα άλλο κτήνος. Οι περαστικοί όμως για μένα είναι ακόμη μεγαλύτερα κτήνη. Αυτοί δεν έφυγαν πανικόβλητοι όπως μάλλον ο οδηγός του αυτοκινήτου που τη χτύπησε, φοβούμενος το βάρος της ευθύνης και άρα της ποινής του. Αυτοί έφυγαν με ψυχρό αίμα. Με πρώτο και κύριο αίσθημα μόνο αυτό της αδιαφορίας, όχι εκείνο του φόβου ή του πανικού. Έφυγαν γιατί «που να μπλέκεις τώρα;». Γιατί «κάποιος θα τη δει μωρέ, μπορεί να είναι και κανα πρεζάκι». Γιατί «θα σταματούσα, αλλά έχω το παιδί μαζί». Γιατί «είχα βοηθήσει πριν λίγα χρόνια κάποιον». Γιατί «κι αν είναι κάποια απατεωνιά;»
Ξέρετε, όσοι μεγαλώσαμε στα 80s και τα 90s, μας πιπίλιζαν το μυαλό με την αυθαίρετη θεωρία ότι στην Ελλάδα «είμαστε αλλιώς». Μας έλεγαν ότι στο εξωτερικό πέφτει ένας στον δρόμο και δεν ασχολείται κανείς ενώ εδώ, οι «θερμοί», τρέχουν όλοι για τον ξένο. Ήταν ψέμα τότε, και είναι ακόμη μεγαλύτερο ψέμα τώρα. Ήταν άλλος ένας βολικός μύθος που φτιάξαμε εμείς για τους εαυτούς μας. Το ποιοι είμαστε το είδαμε στο βίντεο και δεν χρειάζεται ερμηνείες. Κατά τα άλλα το μεγάλο μας άγχος είναι το πώς θα αποκτήσουμε «προοδευτικό μέτωπο με προοπτική διακυβέρνησης». Θα πρότεινα πριν από αυτό, να λύσουμε κάτι πιο απλό: όπως για παράδειγμα το πώς να μην είμαστε καθάρματα.
Ο Νικητής
Ας δώσουμε λίγο χρόνο και μερικές γραμμές για τη μεγάλη νίκη του Τζούλιαν Ασάνζ. Του ανθρώπου που στάθηκε μόνος του απέναντι στο τέρας. Του δημοσιογράφου που τον εγκατέλειψαν οι δημοσιογράφοι.
Μπορεί οι εποχές να είναι αντιηρωικές, όμως οι πραγματικοί ήρωες βρίσκουν τρόπο να αναδειχτούν ακόμη και μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες. Δεν θα επιμείνω στο να πω πόσο σημαντικά θέματα «έβγαλαν» τα Wikileaks. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του είναι, μεγαλύτερη ακόμη και από τις αποκαλύψεις για τους πολέμους στο Ιράκ και του Αφγανιστάν, είναι στη Δημοσιογραφία εν συνόλω. Τα Wikileaks άλλαξαν για πάντα αυτό που γνωρίζουμε ως παραδοσιακό ρεπορτάζ, έδωσαν συγκλονιστική δύναμη σε κάθε συντάκτη ειδήσεων σε μικρά newsrooms σε όλο τον κόσμο, άνοιξαν ένα νέο σύμπαν δημοσίου ελέγχου και λογοδοσίας.
Ήταν λογικό ότι το παγκόσμιο σύστημα το οποίο υπέστη ένα τόσο σφοδρό χτύπημα από έναν nerd τύπο με λευκά μαλλιά, δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ. Τον κράτησε φυλακισμένο επί της ουσίας για 12 χρόνια, αδιαφορώντας για τα πολλά προβλήματα της υγείας του, διατηρώντας ενεργή την απειλή της θανατικής καταδίκης στις ΗΠΑ, και δολοφονώντας κάθε μέρα τον χαρακτήρα του.
Ο Ασάνζ έμεινε όρθιος όταν όλα ήταν εναντίον του και όταν οι ίδιοι οι συνάδελφοί του σε όλο τον κόσμο τον εγκατέλειπαν, αμφισβητώντας ακόμη και το αν ήταν δημοσιογραφική η λειτουργία των Wikileaks.
Ο συμβιβασμός στον οποίο κατέληξε με την αμερικανική δικαιοσύνη, είναι μια τεράστια νίκη για τον ίδιο και μια ακόμη μεγαλύτερη ήττα για τη συστηματική προσπάθεια εξόντωσης που είχαν ενεργοποιήσει οι ΗΠΑ εναντίον του ήδη από το 2010. Ταυτόχρονα όμως, είναι και μια μεγάλη ήττα για τη δημοσιογραφία. Η νομολογία ότι η δημοσιοποίηση απόρρητων στοιχείων μπορεί να θεωρηθεί «κατασκοπεία», ανοίγει τον δρόμο για καταδίκες δημοσιογράφων που επιτελούν την ουσία του ρόλου τους ως ελεγκτές της εξουσίας.
Μη μιλάς. Δούλευε.
Είναι 29 Ιουνίου. Σε δύο μέρες, από την 1η Ιουλίου τίθεται σε εφαρμογή η διάταξη της κυβέρνησης για εξαήμερη, ανασφάλιστη εργασία. Την ώρα που η τάση στην Ευρώπη είναι η μείωση των ωρών εργασίας, η Ελλάδα, στην προσπάθειά της να γίνει όχι η Δανία του Νότου, αλλά η Ταϊλάνδη της Ευρώπης, αυξάνει τις ημέρες εργασίας σε βάρος των εργαζομένων. +1 ημέρα κερδίζουν οι εργοδότες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κερδίζουν και μισή ώρα εργασίας ανά ημέρα, καθώς πλέον δεν θα προσμετράται στον χρόνο εργασίας το μισάωρο διάλειμμα. Και επειδή τα δωράκια στους εργοδότες δεν ήταν αρκετά, αποφάσισαν να μην προσμετράται στον χρόνο εργασίας ούτε καν ο χρόνος προετοιμασίας του εργαζόμενου, ακόμη και αν βρίσκεται στον χώρο εργασίας. Και δε σταμάτησαν ούτε εκεί, αλλά φρόντισαν για αυτή η έξτρα μέρα εργασίας να μην μπαίνουν καν ένσημα, οπότε να μη μετράει για τη σύνταξη. Συνεπώς θα είναι σαν να δουλεύεις πέντε μέρες, αλλά θα δουλεύεις έξι.
Θα πίστευε κανείς ότι οι… «κεντροαριστεροί» όλων των αποχρώσεων θα έβρισκαν κάτι να πουν ανάμεσα στους τσακωμούς τους. Ότι θα ήταν έξαλλοι και θα διαβεβαίωναν ότι η πρώτη αλλαγή που θα έκαναν θα ήταν η κατάργηση αυτού του εκτρώματος. Αλλά όχι, ας μην τους ενοχλούμε από το να παίξουν λίγο ακόμη Game of Thrones. Θα περίμενε κανείς επίσης ότι η ΓΣΕΕ θα ήταν στα κάγκελα. Αλλά αυτό πράγματι θα ήταν ανέκδοτο.
Αυγή και δείλι
Θα είμαι ξεκάθαρος. Τα κομματικά ΜΜΕ δεν μπορούν να κρίνονται με τους ίδιους όρους που κρίνονται τα ΜΜΕ ιδιωτικών ομίλων. Έχουν διαφορετική στόχευση, διαφορετικό λόγο ύπαρξης και διαφορετικό «βασικό μέτοχο». Όπως λοιπόν θεωρούσα άδικη προς το ΚΚΕ την ανθρωποφαγική συζήτηση που προκάλεσε το κλείσιμο του 902 και της Τυποεκδοτικής, άλλο τόσο προβληματική και υποκριτική θεωρώ την κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ για αυτό καθ’ αυτό το κλείσιμο του καθημερινού φύλλου της Αυγής, από όσους δήθεν κόπτονται για την ιστορικότητα του εντύπου.
Έχοντας πει αυτό, ας δούμε τα δεδομένα. Το να επικαλείται το ΔΣ ενός κομματικού ΜΜΕ τη χαμηλή του κυκλοφορία ώστε να δικαιολογηθεί το λουκέτο είναι παρωχημένο επιχείρημα ακριβώς επειδή την ευθύνη για αυτή τη χαμηλή κυκλοφορία την έχει το ίδιο το κόμμα. Η μη διαπαιδαγώγηση των μελών στην ιδέα ότι η κομματική εφημερίδα είναι «καθημερινός σύντροφος» δεν είναι ευθύνη των εργαζομένων της εφημερίδας που ευλόγως ανησυχούν για τις θέσεις εργασίας τους. Δεν ευθύνονται επίσης οι εργαζόμενοι για το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έθεσε έστω και την τελευταία στιγμή, τα μέλη του προ των ευθυνών τους ώστε να διασώσουν την εφημερίδα που παρεμβαίνει εξ’ ονόματος των ίδιων στον δημόσιο λόγο.
Η εφημερίδα κλείνει χωρίς να υπάρχει καμία ενημέρωση για ενίσχυση των διαδικτυακών ΜΜΕ του ΣΥΡΙΖΑ ή για τον εκσυγχρονισμό του avgi.gr ώστε να μπορέσει να φιλοξενήσει με αρτιότητα μεγαλύτερη δημοσιογραφική ύλη προερχόμενη από τους δημοσιογράφους της εφημερίδας. Η αίσθηση του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» για μια ακόμη φορά έκανε την εμφάνισή της εξ’ Αμερικής, για ένα θέμα που είναι δεδομένο πως θα μπορούσε να έχει διευθετηθεί με διαφορετικό τρόπο ή ακόμη και να είχε αποφευχθεί το κλείσιμο.
Σε κάθε περίπτωση, η στήριξη στους συναδέλφους της Αυγής είναι δεδομένη. Σε συνθήκες καθεστώτος και απόλυτης κυριαρχίας της καθαρόαιμης Δεξιάς με μερικούς πράσινους κόκκους, το να έχουμε μια εφημερίδα λιγότερη στα μανταλάκια των περιπτέρων, εκεί δηλαδή όπου ξεκινούν οι ρωγμές κάθε καθεστώτος μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο με μία λέξη: απώλεια.
El pueblo unido…
Για τη Βολιβία τα πολλά λόγια είναι φτώχεια: Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος. Ούτε καν από τους ξενοκίνητες μαριονέτες όπως ο θλιβερός τύπος που τόλμησε να σταθεί μπροστά στον εκλεγμένο ηγέτη της χώρας και τελικά λίγες ώρες αργότερα, υπό την πίεση του βολιβαριανού λαού, κατέληξε στην πίσω θέση ενός περιπολικού με τα χέρια δεμένα.
Ο λαός της Βολιβίας αντέδρασε άμεσα στα σχέδια αυτών που λατρεύουν να σχεδιάζουν τέτοια happenings. Το μεγαλύτερο εργατικό συνδικάτο κάλεσε τους εργαζόμενους να προστατέψουν τη δημοκρατία στη χώρα. Και εκείνοι το έκαναν, με κίνδυνο της ζωής τους, αλλά όχι της αξιοπρέπειάς τους. Και νίκησαν.
Φαντάζεστε το μεγαλύτερο συνδικάτο της Βολιβίας να ήταν η ΓΣΕΕ και πρόεδρός του ο Παναγόπουλος;