Οι ελεγκτές του ΚΕΦΟΜΕΠ δικαιολόγησαν τα αδικαιολόγητα, έκλεισαν τα μάτια σε εξόφθαλμα ελεγκτέα στοιχεία και εξέφρασαν άποψη ως μη όφειλαν
Το 2017, έπειτα από µεγάλη δηµοσιογραφική έρευνα του Documento για την περιουσιακή κατάσταση του πρωθυπουργού και της συζύγου του και κατόπιν µηνυτήριας αναφοράς του εκδότη της εφηµερίδας στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ξεκίνησε έρευνα για το κατά πόσο ήταν νόµιµα τα χρήµατα τα οποία είχαν βρεθεί σε λογαριασµούς της Μαρέβας Γκραµπόφσκι. Κατά τη διαδικασία, ωστόσο, που ακολουθήθηκε από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουµένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), στο οποίο οι αρµόδιες εισαγγελικές αρχές ανέθεσαν την έρευνα, αποδείχτηκε ότι το ενδεχόµενο ύπαρξης µαύρου χρήµατος ουδέποτε ελέγχθηκε επαρκώς και διεξοδικά. Στην πραγµατικότητα οι ελεγκτές που ανέλαβαν να εξετάσουν την υπόθεση προκάλεσαν συγχύσεις, εµφανίζοντας τη Μαρέβα Γκραµπόφσκι να είναι σε θέση να δικαιολογήσει την αγορά του σπιτιού του Βολταίρου στο Παρίσι µε τα εισοδήµατά της.
Oµως αγοραστής δεν ήταν η ίδια, αλλά η εταιρεία SCI Personal Ventures, δικής της ιδιοκτησίας την εποχή εκείνη. Το σπίτι το οποίο κόστιζε σχεδόν 1,625 εκατ. ευρώ από τα οποία 900.000 ευρώ ήταν δάνειο, αγοράστηκε δηλαδή όχι από τη σύζυγο του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά από µια εταιρεία η οποία αν και είχε πολύ µικρό κεφάλαιο (µόλις 10.000 ευρώ) κατάφερε να διαθέσει ένα υπέρογκο ποσό για την αγορά του, από το σύνολο του οποίου οι σχεδόν 725.000 ευρώ εµφανίζονταν ως ίδια κεφάλαια.
Οι ελεγκτές Ιωάννης Καθαρός και Ιωάννης Βέρρος, οι οποίοι πραγµατοποίησαν τον φορολογικό έλεγχο και διαβίβασαν στην επίκουρη εισαγγελέα Οικονοµικού Εγκλήµατος το πόρισµά τους, συµπέραναν πως όσα αφορούν τις χρονιές από το 2006 έως το 2011 έχουν παραγραφεί. Παρά το γεγονός όµως ότι οι ελεγκτές δεν µπορούσαν να ελέγξουν τις παραβάσεις λόγω της παραγραφής, επέλεξαν να συντάξουν την εξής πονηρή διατύπωση. Ανέφεραν στο έγγραφό τους ότι «µε βάση τα υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασµών προϊόντων και ειδικότερα αυτά που υφίσταντο στις 31/12/2005, τα οποία επίσης η ελεγχόµενη έθεσε υπόψη του ελέγχου, σε συνδυασµό µε τα εισοδήµατά της προ της αγοράς του ως άνω ακινήτου (σ.σ.: σπιτιού Βολταίρου), ήτοι εισοδήµατα χρήσεων 2005 και προγενέστερων, όπως αυτά δηλώθηκαν µε τις οικείες δηλώσεις φορολογίας εισοδήµατος που υπέβαλλε, φαίνεται ότι δύνατο αυτή να καλύψει το µέρος του τιµήµατος για την αγορά του υπόψη ακινήτου, το οποίο δεν αποτέλεσε προϊόν χρηµατοδότησης µέσω δανείου».
Οι ελεγκτές έκαναν τρεις εξόφθαλµες εξυπηρετήσεις προς όφελος της κ. Γκραµπόφσκι, οι οποίες οδήγησαν σε µη συνειδητή προφανώς αρχειοθέτηση µιας προδήλως βάσιµης καταγγελίας και στο µπλοκάρισµα του περαιτέρω ελέγχου της συζύγου του νυν πρωθυπουργού. Πρώτον, εξέφρασαν άποψη για υπόθεση κατά τους ίδιους παραγεγραµµένη, δηλαδή για κάτι το οποίο δεν µπορούσαν να ελέγξουν. ∆εύτερον, συµπέραναν ότι η κ. Γκραµπόφσκι µπορούσε µε βάση τα εισοδήµατά της να αγοράσει το ακίνητο στο κέντρο της γαλλικής πρωτεύουσας, αλλά δεν διαπίστωσαν αν πράγµατι το σπίτι αγοράστηκε µε αυτά τα χρήµατα ή µε άλλα τα οποία θα µπορούσαν να µην είναι νόµιµα. Και τρίτον, πλην όµως βασικότερο όλων, ανέφεραν ότι η Μαρέβα Γκραµπόφσκι είχε τη δυνατότητα ως φυσικό πρόσωπο να αγοράσει το ακίνητο, ενώ αυτό αγοράστηκε όχι από την ίδια, αλλά από µια εταιρεία της µε κεφάλαιο µόλις 10.000 ευρώ. Προκάλεσαν έτσι σύγχυση µεταξύ φυσικού προσώπου και εταιρείας, πράγµα που δύσκολα κάποιος ελεγκτής θα έκανε αν καλείτο να διερευνήσει κάποιον απλό πολίτη.
Τα περίεργα της έρευνας όµως δεν σταµατούν εδώ. Η κ. Γκραµπόφσκι ελέγχθηκε ουσιαστικά για τις χρονιές 2011 και 2012, αφού οι πιθανές φορολογικές παραβάσεις δεν είχαν παραγραφεί γι’ αυτήν τη διετία. Για το 2012 οι ελεγκτές κατέγραψαν ποσά στους προσωπικούς λογαριασµούς της συζύγου του πρωθυπουργού, για τα οποία σηµείωσαν ότι «η ελεγχόµενη (σ.σ.: η Μαρέβα Γκραµπόφσκι) υποστήριξε ότι αφορούν τη µίσθωση ακινήτου, το οποίο ανήκει στην εταιρεία SCI Personal Ventures η οποία εδρεύει στη Γαλλία όπου φορολογείται». Με άλλα λόγια, οι ελεγκτές εντόπισαν ποσά που η κ. Γκραµπόφσκι λάµβανε από µισθώµατα σε προσωπικούς λογαριασµούς, ενώ έπρεπε να είναι σε εταιρικούς της γαλλικής εταιρείας. Παρά ταύτα, δεν θεώρησαν ότι βρήκαν κάτι το οποίο όφειλαν να ελέγξουν περαιτέρω ώστε να διερευνηθεί το ενδεχόµενο µαύρου χρήµατος.