Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της λευκώματος «Άνθρωποι και τοπία» η φωτογράφος Κατερίνα Μαυροκεφαλίδου γράφει για θραύσματα ταξιδιών της απ’ όλο τον κόσμο και για καλειδοσκοπικές εικόνες που αντανακλούν την ενότητα του κόσμου.
Πάντα µου άρεσαν τα ταξίδια… Το όνειρό µου ήταν να έχω ένα αυτοκίνητο κατάλληλο για µεγάλα ταξίδια, για να µπορώ να σταµατώ όπου θέλω και όσο καιρό θέλω… Ήταν ένα παλιό όνειρο, ένα καλό όνειρο, που δεν πραγµατοποιήθηκε… ή µάλλον πραγµατοποιήθηκε µε κάποιες τροποποιήσεις… Ζούσα τότε στο ∆υτικό Βερολίνο και έκανα το µοντάζ σε διάφορες παραγωγές, µικρές και µεγάλες. Ποτέ όµως µόνιµα σε κάποιον τηλεοπτικό σταθµό που θα µε δέσµευε. Η δουλειά µου ήταν εποχική, όσο διαρκούσε η παραγωγή – µετά ή θα έπεφτα µε τα µούτρα στην επόµενη ή θα άνοιγα τα φτερά µου για κάποιο ταξίδι, κάποιον άγνωστο τόπο.
Τον πρώτο καιρό, όταν ακόµη φοιτούσα στη σχολή, τα οικονοµικά µου δεν έφταναν για µεγάλα ταξίδια. Έτσι, µαζί µε τον τότε σύντροφό µου ξεκινούσαµε τα ταξίδια µας µε οτοστόπ. ∆ιαλέγαµε τον προορισµό, προσδιορίζαµε τον χρόνο και τα χρήµατα που διαθέταµε και µε τη Rolleiflex συντροφιά βρισκόµαστε στη Νορµανδία και από εκεί στη Βρετάνη. Και να µια όµορφη ξεχασµενη Citroën µπροστά σε ένα αγροτόσπιτο… Στο απογευµατινό πορτοκαλί φως του ήλιου η τέλεια φωτογραφία… Με δυσκολία κρατάω τη µηχανή από την αγωνία µη µας πετάξει το περιστέρι και µείνει το παράθυρο άδειο και το κάδρο κενό…
Ένας από τους πιο καλούς τρόπους για να γνωρίσεις µια χώρα και τους ανθρώπους της είναι να ταξιδεύεις µε οτοστόπ – µιλάω βέβαια για εκείνη την ωραία εποχή που αυτό δεν ήταν επικίνδυνο. Επειδή ποτέ δεν βρίσκεις το αυτοκίνητο που θα σε πάει στον προορισµό σου, αναγκάζεσαι να αλλάζεις πολλά αυτοκίνητα, να περπατάς µέχρι την επόµενη διασταύρωση και να γνωρίζεις διαφορετικούς ανθρώπους, άλλους που ταξιδεύουν µε ένα σαραβαλιασµένο DCV και άλλους µε µια απαστράπτουσα Ferrari. Και καµιά φορά το βραδάκι καταλήγεις στο µαγαζί του χωριού µε ένα µπουκάλι Μποζολέ κερασµένο από την καλή παρέα.
Στα ταξίδια µου πάντα µε οδηγούσε το φως, ο ήλιος. Από το κορίτσι που χαιρετάει τον ήλιο σε µια ακτή της Αττικής στα Λεγραινά µέχρι το πρωινό στον δρόµο προς την Καστέλα µε τον µεθυσµένο να παίρνει τον υπνάκο του.
Ένα ταξίδι είναι η ζωή µου, η ζωή µας. Ή µια ταινία µε σκηνοθέτη και εικονολήπτη εσένα κι εµένα.
Ήταν µια αστυνοµική ταινία που γυρίζαµε τότε κοντά στη Βρέµη µε τον Κλάους, τον Γιούργκεν, τη Γιούντιθ… Μετά τα γυρίσµατα, οι βόλτες µας µε τα ψαροκάικα που ψάρευαν µόνο γαρίδες και η ανησυχία µας µήπως µας πιάσει η άµπωτη και αποκλειστούµε δώδεκα ώρες στο ψαροκάικο.
Έκανα πολλά ταξίδια στη βόρεια Αφρική, στο Μαγκρέµπ. Πρώτα στην Αλγερία, τότε που προσπαθούσε να βρει τον σοσιαλιστικό της βηµατισµό µέσα από το ισλάµ. Και ο νεαρός οικοδόµος στο Αλγέρι µε το γέλιο του καληµερίζει το αύριο που τον προσπέρασε… Στην τουριστική Τυνησία τα παιδιά βγάζουν το µεροκάµατο περιµένοντας να πάνε βόλτα µε την καµήλα κάποια τουρίστρια ή πουλώντας τα «ρόδα της ερήµου», το σύµβολο της Σαχάρας, κρυστάλλους από τα υπόγεια νερά που σχηµατίζουν πέτρινα ανοιχτά τριαντάφυλλα. Και το «αγόρι µε τον ήλιο στο πρόσωπο» από το πουθενά, στην απέραντη Σαχάρα, για λίγα σαντίµ στάθηκε να το φωτογραφίσω…
Οι Βέρβεροι είναι οι κάτοικοι που βρήκαν οι Αραβες όταν κατέκτησαν τη βόρεια Αφρική. Οµορφοι, περήφανοι άνθρωποι, νοµάδες µε γαλάζια µάτια και ψηλή κορµοστασιά. Στη σκηνή της η Μίριαµ χαµογελώντας µε κερνάει τσάι µέντας µε µέλι και πίτα ψηµένη στα κάρβουνα και η γιαγιά µε τα παραδοσιακά ρούχα και τατουάζ µε κοιτάζει µε ένα βλέµα που κλείνει όλη τη σοφία του κόσµου.
Γύρω µου, γύρω µας, η θάλασσα που µας ενώνει: από το κορίτσι που τηλεφωνεί στον καλό της στο λιµάνι της Καβάλας, στον ψαρά στον Βόλο και στην ψαραγορά της Μασσαλίας. Απέναντι, από τον τόπο της εξορίας του, το νησάκι Ιφ, µας χαιρετάει ο κόµης Μοντεχρήστος.
Και στο φτερό βρισκόµαστε στην Κροατία, στο Ντουµπρόβνικ: στο φρούριο, στα στενά δροµάκια της παλαιάς πόλης, γεµάτα ζωή, νέους ανθρώπους… Και κάπου εκεί µια πρόσοψη στολισµένη στη µνήµη ενός νεκρού που έµενε εκεί: να µας τον θυµίζει, όπως µας θυµίζουν τον πόλεµο στην πρώην Γιουγκοσλαβία οι τρύπες από τις σφαίρες στα σπίτια του Σεράγεβο. Και οι τοίχοι της Αθήνας είχαν κάποτε τα σηµάδια από τις σφαίρες του Εµφυλίου…
Όµως µ’ αυτά και τ’ άλλα ξεχάσαµε το Βερολίνο: ας περπατήσουµε λοιπόν στις όχθες του Σπρε, ας πιούµε µια µπίρα στα όρθια και προτού µας πιάσει ο χειµώνας ας τρέξουµε στο Παρίσι και στην Αθήνα. Και στα Εξάρχεια, στη γειτονιά που έµενα τότε… Τα όνειρα γεµίζουν τους τοίχους και µας λένε τη δική τους ιστορία.
Και σ’ όλα αυτά τα ταξίδια µάς συντροφεύουν πρόσωπα αγαπηµένα, πρόσωπα γνωστά και πρόσωπα άγνωστα. Και παιδιά, πολλά παιδιά, παιδιά που παίζουν, που χαίρονται, που δουλεύουν, παιδιά που κοιτούν µε σοβαρότητα ή µε γέλιο και περιέργεια το αύριο που έρχεται. Παιδιά που ετοιµάζονται για το αύριο κρατώντας σηµαίες.
INF0
Το λεύκωμα «Άνθρωποι και τοπία» της Κατερίνας Ζωιτοπούλου-Μαυροκεφαλίδου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αγγελάκη