Κατερίνα Καρυστινού: Πρώτο τραπέζι πίστα

Κατερίνα Καρυστινού: Πρώτο τραπέζι πίστα

Μια_x000D_
βασίλισσα της νύχτας μας ξεναγεί στην εποχή που στα μπουζούκια γινόταν χαλασμός

Σπασμένα πιάτα, λουλουδοπόλεμος και σαμπάνιες. Όταν η νυχτερινή Αθήνα έμοιαζε ακόμη με λαμπερό λούνα παρκ και τα χιλιάρικα έπεφταν βροχή για ένα καλό τραπέζι. Τα περισσότερα μαγαζιά βρίσκονταν στην Αχαρνών και τη Συγγρού, ενώ τα πολύ μεγάλα ονόματα εμφανίζονταν στην παραλία. Η τραγουδίστρια Κατερίνα Καρυστινού μάς μεταφέρει στο κλίμα εκείνης της εποχής. «Συνήθως είμαι χείμαρρος. Δεν μου τα βγάζεις με το τσιγκέλι» μας λέει στην αρχή της συνέντευξης από τη Σάμο όπου βρίσκεται για νυχτερινές εμφανίσεις.

Η ιστορία της στο τραγούδι ξεκίνησε τυχαία το 1986 σε μια απόφαση της στιγμής. «Δεν είχα καμία σχέση με τον χώρο. Μικρούλα ήμουν, μόλις 21 χρόνων. Μια μέρα ξύπνησα και αποφάσισα ότι θέλω να γίνω τραγουδίστρια. Πολύ απλά. Και άλλαξα όλη μου τη ζωή. Οι γονείς μου ήθελαν να με σπουδάσουν με γαλλικά και πιάνο. Εγώ όμως πήρα την απόφασή μου. Το πρώτο μου μαγαζί ήταν το Ιφιγένεια στη Συγγρού. Μου δίνανε 5.000 δραχμές μεροκάματο. Είπα εδώ είμαστε και έτσι βγήκα στο τραγούδι». Στην ερώτηση αν ήταν πιο λαμπερή εκείνη η εποχή ξεσπάει σε γέλια. «Τι πιο λαμπερή, καλέ, μόνο λαμπερή; Και η πιο άφωνη αισθανόταν βασίλισσα όταν έβγαινε στην πίστα. Αν ήσουν και λίγο μπάνικη όπως εγώ, γινόταν σεισμός, έκλειναν σπίτια. Έβλεπες να σφάζονται στην ποδιά σου, ανταγωνισμοί, κόντρες για το ποιος θα κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά. Ήταν όλα μαγεία. Πήραμε λεφτά, δουλεύαμε επτά μέρες την εβδομάδα, δεν υπήρχε ρεπό τότε. Δεν είχα δικαίωμα ούτε να αρρωστήσω. Κάποτε έπαθα δηλητηρίαση και έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο για πλύση στομάχου. Ήρθαν και με πήραν με τους ορούς αργά τη νύχτα για να βγω να τραγουδήσω».

Κατά τη διάρκεια της καριέρας της δούλεψε με την Τζένη Βάνου, με τον Σταμάτη Γονίδη, με τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο και με άλλα μεγάλα ονόματα της νυχτερινής Αθήνας. «Το πρώτο μου σουξέ μού το έδωσε ο Σταμάτης Γονίδης και τον ευγνωμονώ. Με το τραγούδι “Σταματήστε τη γη να κατέβω” γέμισα μαγαζιά. Οι νέοι βέβαια είχαμε τότε σεβασμό στους μεγαλύτερους. Τώρα οι μικροί, αν έχεις και κάποια ηλικία, σε κοιτάνε με απαξίωση, σε λένε γέρο ή γριά, σε βλέπουν με το ένα πόδι στον τάφο».

Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 τα μπουζούκια και οι ντισκοτέκ ήταν οι πιο δημοφιλείς τρόποι διασκέδασης. «Τα λεφτά τα έβγαζαν πιο εύκολα οι άνθρωποι. Και ο μπετατζής και ο μεσαίος και ο πλούσιος τα ξόδευαν για διασκέδαση. Το ίδιο έκανα και εγώ. Μπορεί να έπαιρνα ακόμη και 100.000 δραχμές μεροκάματο, αλλά τα ξέσκιζα, τα χάλαγα όλα. Δεν με ένοιαζε, γιατί την άλλη μέρα ήξερα ότι θα τα ξαναπάρω. Τα μπουζούκια ήταν τότε πολύ στη μόδα, πολύ in. Για να βγάλεις γκόμενα, της έλεγες πάμε να ακούσουμε τον τάδε σε αυτό το μαγαζί. Απομυθοποιηθήκαμε όμως στη συνέχεια. Άλλαξε ο τρόπος σκέψης, κουλτούρας και ζωής».

Ποια ήταν τα δυνατά στέκια εκείνης της εποχής; «Αμπάρες, Λατρεία, Αχίλλειο, Νεράιδα. Τα καλύτερα μαγαζιά της πόλης. Αυτά τα μέρη δεν υπάρχουν πια, έκλεισαν. Το πιο γνωστό μαγαζί της Συγγρού ήταν ο Διογένης. Εκεί βγήκαν ο Λευτέρης Πανταζής, η Άννα Βίσση, η Άντζελα Δημητρίου». Τότε γινόταν παρέλαση αναγνωρίσιμων, ενώ ξοδεύονταν απίστευτα ποτά ακόμη και για ένα πέρασμα της τραγουδίστριας από το τραπέζι. «Έρχονταν άνθρωποι που είναι σήμερα μεγάλα ονόματα. Πολιτικοί, υπουργοί, προπονητές, εφοπλιστές, βιομήχανοι. Οι άντρες ήξεραν να φλερτάρουν, σέβονταν το γυναικείο φύλο. Και να φανταστείς, μπορεί να μη σε έβγαζαν καν ραντεβού, δεν τολμούσαν να σε ακουμπήσουν. Έρχονταν ανθοδέσμες στα καμαρίνια, κοσμήματα, δώρα. Υπήρχε ερωτισμός. Και ο άλλος δεν χάλαγε προφανώς γιατί του άρεσε μόνο το τραγούδι. Μας ερωτεύονταν κιόλας και έρχονταν να μας ακούσουν. Υπήρχε όμως και σεβασμός. Αν κατέβαινες στο τραπέζι να πεις ένα “χαίρω πολύ”, μπορεί ο άλλος να έτρεμε από την ταραχή, όποιος και αν ήταν».

Κάποια στιγμή άρχισε η παρακμή, ενώ η κρίση άλλαξε εντελώς τα δεδομένα. «Ρε παιδιά, τώρα ένα μπουκάλι κάνει 100 ευρώ. Με αυτά τα λεφτά ο άλλος αγοράζει όλο τον μήνα κρέας για την οικογένειά του. Αν ξέραμε βέβαια, αν ήξερε ο κόσμος ότι θα έρθει κάποια μέρα αυτή η καταστροφή που ζούμε σήμερα, θα ήταν αλλιώς». Η κατάσταση στα μπουζούκια σήμερα είναι λίγο πιο ξενέρωτη, πιο μαζεμένη. «Δεν ετοιμάζομαι πια με την ίδια όρεξη για το μεροκάματο. Υπάρχει ένα ψυχοπλάκωμα όταν στολίζεσαι. Θα έχει την άλλη μέρα δουλειά; Είμαστε πλέον είδος πολυτελείας. Ο κόσμος είναι βαρύς και ασήκωτος. Το σκέφτεται να σηκωθεί να χορέψει από τα προβλήματα. Αφού τον βλέπεις ότι την ώρα που ακούει ένα τραγούδι έχει στο μυαλό του κάτι άλλο, ας πούμε πώς θα πληρώσει τους λογαριασμούς. Αφήστε τα. Χοντροκρισάρα» μας λέει η Κατερίνα Καρυστινού στο τέλος της συνέντευξης. 

Φωτογραφία: Από το προσωπικό αρχείο της κ. Καρυστινού

Ετικέτες

Documento Newsletter