H σκηνοθέτρια Κατερίνα Ευαγγελάτου μιλάει στο Documento και την Αφροδίτη Ερμίδη για τον «Βόιτσεκ», τον Μπίχνερ και τις δυσκολίες του ελληνικού θεάτρου
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου εδώ και δώδεκα χρόνια αποδεικνύει συνεχώς πόσο ευφυής και ταλαντούχα είναι. Αναµετριέται µε µεγάλα έργα και βγαίνει πάντα νικήτρια, µε τις παραστάσεις της να γίνονται talk of the town. Αυτήν τη φορά καταπιάνεται µε ένα δύσκολο, εξπρεσιονιστικό έργο – σκληρό αλλά ταυτόχρονα ποιητικό και γκροτέσκο. Ο «Βόιτσεκ» γράφτηκε το 1836 –όταν ο Γκέοργκ Μπίχνερ ήταν µόλις 23 χρόνων– αλλά παρέµεινε ανολοκλήρωτος καθώς ο συγγραφέας πέθανε τον επόµενο χρόνο.
Η υπόθεση βασίζεται σε πραγµατικά γεγονότα της ζωής του βετεράνου του σουηδικού και του πρωσικού στρατού Γιόχαν Κρίστιαν Βόιτσεκ. Το έργο –δίχως να γίνεται διδακτικό– βάζει στο στόχαστρο κάθε µορφή εξουσίας που εκµεταλλεύεται τον άνθρωπο και διερευνά τη βία που εκλύεται από τις στρεβλές ανθρώπινες σχέσεις. «Υπαρξιακό κενό, µοναξιά, εκµετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, σεξουαλική επιθυµία, ιατρικά πειράµατα που οδηγούν στην τρέλα, ζωώδη ένστικτα και αποκτήνωση του ανθρώπου, ερωτική ζήλια, φόνος, θάνατος». Όλα είναι ο «Βόιτσεκ» σύµφωνα µε τη σκηνοθέτρια.
Τι αντιπροσωπεύει τελικά ο Βόιτσεκ; Τον καταπιεσµένο προλετάριο που οφείλει να επαναστατήσει ή τον άνθρωπο που βάλλεται από τους άλλους αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό;
∆εν είδαµε το έργο µέσα από ένα στενό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Προσπαθήσαµε να το απελευθερώσουµε, κατά κάποιον τρόπο, από αυτές τις αναγνώσεις που βεβαίως και έχουν αξία, αλλά θεωρώ ότι εάν τις πάρεις µονοδιάστατα εγκλωβίζονται η αξία και το βάθος του έργου. Φυσικά και υπάρχει ισχυρό το πολιτικό κοµµάτι, άλλωστε είναι ο πρώτος ήρωας του προλεταριάτου που γίνεται πρωταγωνιστής. Και οπωσδήποτε ο ίδιος ο Μπίχνερ ήταν πρόσωπο πολιτικοποιηµένο και το έδειχνε εµπράκτως. Οµως αυτό που έφτιαξε είναι ένα υπαρξιακό ποίηµα για την άβυσσο της ύπαρξης, τα αναπάντητα ερωτήµατα, το µέχρι πού µπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος, τι σηµαίνει καταπίεση, κοινωνική εκµετάλλευση, αποκτήνωση του ανθρώπου. Ο Βόιτσεκ είναι τόσο σπουδαίο έργο γιατί µπορείς να το διαβάσεις µε πολύ διαφορετικούς τρόπους και γι’ αυτό βλέπουµε παραστάσεις πολιτικές, µε ωµή ρεαλιστική προσέγγιση, ή πιο εξπρεσιονιστικές µε γκροτέσκα στοιχεία.
Τι σε γοητεύει στον Μπίχνερ;
Είναι πάρα πολύ σηµαντικός συγγραφέας· αναρωτιέσαι τι θα είχε πετύχει εάν δεν είχε πεθάνει στα 23 του χρόνια. Εφερε τοµή στη δραµατουργία όλου του δυτικού θεάτρου και µπορεί να πει κανείς ότι χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχαν η Σάρα Κέιν, ο Πίντερ, ο Μπέκετ, ούτε και ο Μπρεχτ. Χωρίς να µειώνω αυτούς τους σπουδαίους συγγραφείς, όλοι έχουν βουτήξει στη σκέψη του και έχουν επηρεαστεί από τον τρόπο γραφής του. Είναι µεγάλος επαναστάτης. Ο τρόπος που συνέλαβε το πώς θα δοµήσει το έργο, µε τις κοφτές, κινηµατογραφικές σκηνές, ο τρόπος που χειρίζεται τη γλώσσα –αποσπασµατική, άγρια, τραγική, ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο του έργου– ο τρόπος που κάνει ανατοµία στους χαρακτήρες και στις σχέσεις. Ολα τον καθιστούν µεγάλο, ενώ ήταν ακόµη παιδί. Επιπλέον έχει πολύ παράξενο, γκροτέσκο χιούµορ, στοιχείο το οποίο µας ενδιαφέρει πολύ να αναδείξουµε στην παράσταση.
Το γεγονός ότι λόγω της φύσης του το κείµενο του Μπίχνερ δεν είναι καθορισµένο σε δυσκόλεψε ή το αντιµετώπισες σαν µια δηµιουργική πρόκληση;
Με γοητεύει η περιπέτεια των χειρογράφων του. Θυµίζω ότι ο πρώτος εκδότης που τα βρήκε προσπάθησε να τα καθαρίσει µε χηµικά κι αυτό επέφερε ζηµιές στο κείµενο. Για πολλά χρόνια υπήρχαν παρεξηγήσεις, ακόµη και το όνοµα του ήρωα που είχε επικρατήσει αρχικά ήταν Βότσεκ επειδή δεν φαινόταν καλά. Ολα αυτά έχουν κάτι το µυθικό και στην πράξη γίνεται γοητευτικό. Να εξηγήσω πώς δουλέψαµε. ∆εν χρησιµοποιούµε τη σειρά των σκηνών της παράστασης του Αµφι-θεάτρου που είχε ανεβάσει το 1990 ο πατέρας µου (σ.σ.: Σπύρος Ευαγγελάτος). Κρατήσαµε εκείνη τη µετάφραση αλλά βάλαµε τις σκηνές σε δική µας σειρά. Οταν προσήλθαµε στις πρόβες σκέφτηκα να µην προσφέρω στους ηθοποιούς ένα κείµενο δεµένο ως συνήθως – αντ’ αυτού διαβάζαµε τις σκηνές ανά συναντήσεις προσώπων, χωρίς χρονική συνέπεια, ώστε να µπορέσουµε όλοι να απεγκλωβιστούµε από κάτι το δεδοµένο. Ηταν πολύ δηµιουργικό όλο αυτό, φώτισε τα πρόσωπα, τις σχέσεις.
Ο Πάνος Βλάχος μιλάει στο Docville για τον «Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού» του Ντάριο Φο
Αυτό που κατάφερες είναι ένα κείµενο του 19ου αιώνα να το φέρεις στο κοινό ως µια σύγχρονη τραγωδία.
Για µένα είναι πραγµατικά µια µοντέρνα τραγωδία. Καταρχάς κάναµε τροµερό «σκάψιµο» στον λόγο, ο οποίος περιέχει φράσεις µικρές, ελλειπτικές, ποιητικότατες. Παρ’ όλα αυτά είναι και λαϊκός λόγος, ένα κράµα της Βίβλου, µύθων και παραµυθιών. Είναι ένα ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωµα αλλά ταυτοχρόνως προσιτό. Θέλαµε να φαντάζει µεγάλο στο στόµα των ηθοποιών. Προσπαθήσαµε να µη µικρύνουµε τα νοήµατα και να τα φέρουµε στα µέτρα µας, να µην ηχούν µικρές οι έννοιες. Το δεύτερο στοιχείο είναι το κινητικό λεξιλόγιο που φτιάξαµε µε την Πατρίσια Απέργη, το οποίο προσπαθεί να αρθρώσει λόγο γι’ αυτά που δεν λέγονται. Να φτιάξει σώµατα σε ακραία ένταση µε µια ποιητικότητα. Εχει κάτι το εξπρεσιονιστικό η προσέγγισή µας. Επιπλέον, για τις σκηνές του τσίρκου εργαστήκαµε στενά µε µια δασκάλα ακροβατικών και pole dancing.
Μίλησέ µας για τον εξαιρετικό θίασο του Βόιτσεκ και για τα πολύ µικρά παιδιά που συµµετέχουν στην παράσταση.
Είναι άτοµα µε τα οποία συνεργάζοµαι πρώτη φορά, όπως ο Γάλλος, η Μαυρίδου, άλλοι που γνωρίζω από παλιά και παιδιά νεότερης γενιάς. Ο θίασος είναι εξαιρετικός, ψυχικά και σωµατικά ευέλικτος και αυτό δεν είναι αυτονόητο. ∆οκιµάσαµε ακραία πράγµατα στην εκφορά του λόγου και την κίνηση. Οσον αφορά τα πιτσιρίκια µας, δυσκολεύτηκα να πάρω την απόφαση γιατί δεν έχω ξαναδουλέψει µε τόσο µικρά παιδιά 5,5-6 χρόνων. Ωστόσο ήρθαν σε αρκετές πρόβες και τα βάλαµε στο κλίµα χωρίς να τροµάξουν, τους εξηγήσαµε γι’ αυτό το «σκοτεινό παραµύθι» που πρέπει να διηγηθούµε.
Οι παραστάσεις σου είναι σίγουρα αντάξιες ξένων µεγάλων παραγωγών. Πώς και δεν έχουµε δει τις δουλειές σου εκτός Ελλάδας;
Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές ξένοι έχουν δει τις παραστάσεις και θέλουν να τις πάρουν αλλά είναι αδύνατο λόγω πόρων. ∆εν κάνω παραστάσεις µε τρεις ηθοποιούς και ένα παγκάκι. Είναι παραγωγές που έχουν είκοσι µε τριάντα συντελεστές πάνω στη σκηνή και πίσω από αυτή. Πολλές φορές έχουµε σκοντάψει σε τέτοια ζητήµατα, όπως µε την «Αλκηστη» και τον «Φάουστ». Είναι αδύνατον εάν δεν βρεθεί ιδιώτης χορηγός. Ούτε το υπουργείο Πολιτισµού δεν έχει καταφέρει να βοηθήσει.
Στην Ελλάδα φαίνεται ότι είναι δύσκολο σπορ η υποστήριξη απαιτητικών παραγωγών.
Υπάρχουν ευτυχώς οργανισµοί και παραγωγοί που στηρίζουν τις παραστάσεις. Ο «Βόιτσεκ» είναι συµπαραγωγή του Θεάτρου Πειραιά µε τον Γιώργο Λυκιαρδόπουλο (εταιρεία Λυκόφως). Βεβαίως θα επιθυµούσα ακόµη καλύτερες συνθήκες για τους συνεργάτες µου και για µένα. Οι επιχορηγήσεις είναι σχεδόν συµβολικές. Μακάρι εφόσον εξασφαλίστηκε από τη Λυδία Κονιόρδου ο ειδικός κωδικός στον κρατικό προϋπολογισµό για το θέατρο να µπορέσει να επεκταθεί. Είναι δύσκολο να κάνεις θέατρο στην Ελλάδα. Ωστόσο είµαι ευτυχής που το κάνω σε µεγάλο βαθµό όπως ονειρεύοµαι, δεν θα πω στον ιδανικό.
Λίνα Νικολακοπούλου: «Η ζωή είναι πιο σοφή από εμάς, δεν σου επιτρέπει να επαναπαύεσαι» [Συνέντευξη]
Ποιο είναι το ιδανικό για σένα;
Καλύτερες αµοιβές για τους συνεργάτες µου πρώτα από όλα. Αυτό σηµαίνει να µπορώ να κάνω πέντε µήνες πρόβες, όχι λιγότερο. Μπορεί να ακουστεί πεζό που µιλάω για οικονοµικά, αλλά το κάνω σε συνάρτηση µε το καλλιτεχνικό σκέλος. Θεωρώ ευτυχές ότι έχω την πολυτέλεια να ράβω τα κοστούµια, αυτό όµως γίνεται µε τον προσωπικό µόχθο της ενδυµατολόγου. Ή ότι έχω τους κορυφαίους συνεργάτες µου µαζί στις πρόβες. Είναι πράγµατα που δεν πληρώνονται όπως θα έπρεπε. Εχει γίνει αυτονόητο ότι όλοι ρίχνουµε τις αµοιβές µας, η δουλειά όµως είναι ίδια, ο µόχθος, η έρευνα, δεν κάνεις έκπτωση εκεί. Και από την άλλη δεν µπορεί το εισιτήριο να κοστίζει µόνο πέντε έως δέκα ευρώ. Είναι λάθος. Καταλαβαίνω ότι ο κόσµος αντιµετωπίζει οικονοµικό πρόβληµα, ωστόσο το χαµηλό αντίτιµο του εισιτηρίου δεν είναι σωστό για το θέατρο.
Μεγαλώνοντας σε θεατρική οικογένεια ήταν προδιαγραμμένη η ενασχόλησή σου με το θέατρο;
Η πορεία μου μπορεί να φαίνεται μονόδρομος, αλλά είχε διάφορες λοξοδρομήσεις. Σίγουρα από μικρή υπήρχε μέσα μου το θέατρο. Οταν κάποιος μεγαλώνει στην Επίδαυρο, στο Ηρώδειο, το Αμφι-θέατρο, είναι σύνηθες το θέατρο να του γίνεται δεύτερη φύση. Ωστόσο έδωσα εξετάσεις, πέρασα στη Φιλοσοφική Σχολή αλλά απογοητεύτηκα οικτρά και αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Να μην κοροϊδεύω πια τον εαυτό μου. Ηδη από τότε υπήρχε έντονη η τάση της σκηνοθεσίας μέσα μου, μια ανάγκη για πιο συνολική θεώρηση. Σχολή σκηνοθεσίας στην Ελλάδα δεν υπήρχε και αποφάσισα να πάω στο Λονδίνο για μεταπτυχιακές σπουδές και στη συνέχεια στη Μόσχα, στη Ρωσική Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης. Ηταν σπουδαία απόφαση που δεν ξέρω πώς είχα την τόλμη να την πάρω. Τα μαθήματα γίνονταν στα ρωσικά κι εγώ δεν ήξερα καν τη γλώσσα, αλλά η τρέλα που είδαν σ’ εμένα τους έπεισε να με δεχτούν. Η ζωή εκεί δεν ήταν καθόλου εύκολη, είχε μεγάλη μοναχικότητα, ήταν ασκητική, αλλά παρακολούθησα σπουδαίες παραστάσεις, γνώρισα εξαιρετικούς σκηνοθέτες. Παρότι είχαμε και δική μας σκηνή, το Αμφι-θέατρο, επέλεξα τη δύσκολη οδό.
Ο πατέρας σου σε συμβούλευε;
Δεν είχαμε διάλογο προτού κάνω κάποια δουλειά. Πιο πολλές φορές συζητούσαμε για την επιλογή των έργων ή τη διανομή. Ο ίδιος δεν πήγαινε πολύ στο θέατρο τα τελευταία χρόνια και έτσι ρωτούσε εμένα για το τι να δει. Σποραδικό διάλογο κάναμε περισσότερο αφού έβλεπε τι είχα φτιάξει. Αλλά είναι πολύ συγκινητικό, πάντα ένιωθα ότι είναι κοντά μου για ό,τι χρειαστεί.
INF0
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, έως 21/4
*H συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento