Η δεύτερη θητεία Μητσοτάκη ξεκίνησε με τα… καλά! Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προσήλθε στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο με τα αναμενόμενα μεγάλα λόγια κι ένα πολιτικό μήνυμα για τη νέα τετραετία φτιαγμένο για να ακουστεί ωραία στα αυτιά του κόσμου: καλύτεροι μισθοί, καλύτερη δημόσια υγεία, καλύτερο κράτος, καλύτερη ζωή σε μια ισχυρή Ελλάδα.
Αμέσως μετά επισκέφτηκε το υπουργείο Οικονομικών όπου έχει εγκατασταθεί ο Κωστής Χατζηδάκης και παρουσίασαν συνοπτικά το πρώτο οικονομικό νομοσχέδιο της νέας κυβέρνησης, που θα συμπεριλάβει ορισμένες από τις προεκλογικές υποσχέσεις της ΝΔ: νέο μισθολόγιο για το δημόσιο με αυξήσεις για χαμηλόμισθους και κάποια ειδικά μισθολόγια, αύξηση αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά, αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κατά 8%, αύξηση του οικογενειακού επιδόματος στο δημόσιο, αύξηση επιδόματος μητρότητας για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, μονιμοποίηση απαλλαγής των πρώην δικαιούχων ΕΚΑΣ από τη συμμετοχή στα φάρμακα, Youth Pass και μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 10% για τα σπίτια που ασφαλίζονται. Στις διατάξεις του ίδιου νομοσχεδίου αναμένεται να ενταχθεί επίσης η τρίμηνη παράταση του Market Pass που αποφάσισε η νέα κυβέρνηση για να δείξει ότι κάτι κάνει για την ακρίβεια στα τρόφιμα, καθώς τον Μάιο παρά την υποχώρηση του γενικού πληθωρισμού στο 2,8%, ο πληθωρισμός των τροφίμων «έτρεχε» με 11,6%.
Τα μέτρα αυτά έχουν κόστος 1,02 δισ. ευρώ και θα περάσουν από τη Βουλή πριν από τις θερινές διακοπές, εξαντλώντας ενδεχομένως το μεγαλύτερο μέρος του δημοσιονομικού χώρου που δημιούργησε η μεγάλη αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 2 δισ. ευρώ πάνω από τον στόχο στο πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου 2023, κυρίως λόγω του ΦΠΑ, ήτοι των πληθωριστικών φόρων στην κατανάλωση.
Παρά ταύτα, ο Κυρ. Μητσοτάκης επέλεξε να τα ανακοινώσει άρον άρον, πριν ακόμη από τις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή, επισήμως κατά Χατζηδάκη «για να δοθεί απάντηση σε όσους αμφισβήτησαν την υλοποίηση των προεκλογικών μας δεσμεύσεων», στην πραγματικότητα όμως για να χρυσωθεί το χάπι της οριστικής κατάργησης των επιδοτήσεων στο ρεύμα που ανήγγειλε ο νέος ΥΠΕΝ Θεόδωρος Σκυλακάκης αλλά και για να έχουν γίνει νόμος του κράτους πριν από τον Σεπτέμβριο, μήνα κατά τον οποίο θα επικυρωθεί από την Κομισιόν το Πρόγραμμα Σταθερότητας 202326, δεσμεύοντας οριστικά την κυβέρνηση της ΝΔ σε μια σφιχτή δημοσιονομική πολιτική παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων.
Σφιχτή οικονομική πολιτική
Γιατί η ουσία για το «νέο ξεκίνημα της οικονομίας» με βάση τους έξι στόχους που περιέγραψε ο νέος υπουργός Οικονομικών Κ. Χατζηδάκης (μέσος όρος ανάπτυξης 3% και ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, προσαρμογή του παραγωγικού μοντέλου και μείωση του εμπορικού ελλείμματος, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος και μείωση «κόκκινων» δανείων, αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, των δημόσιων επενδύσεων και της δημόσιας περιουσίας για να αυξηθούν οι επενδύσεις) είναι η εξής:
Πρώτον, η οικονομική πολιτική κατά τη δεύτερη τετραετία της ΝΔ πρέπει να λειτουργήσει μέσα σε πολύ σφιχτό δημοσιονομικό πλαίσιο, χωρίς τα ελλείμματα και τις έκτακτες χρηματοδοτήσεις της τάξης των 50 δισ. ευρώ τα οποία έριξε στην οικονομία τα τρία προηγούμενα χρόνια για να κάμψει τη δυσαρέσκεια του κόσμου απέναντι στις αλλεπάλληλες κρίσεις. Αντίθετα, βάσει του Προγράμματος Σταθερότητας 2023-26 πρέπει να βγάλει πρωτογενή πλεονάσματα 1,1% για το 2023, 2,1% για το 2024, 2,3% για το 2025 και 2,5% για το 2026. Για το 2024 η Κομισιόν έχει επιπλέον ζητήσει να μην αυξηθούν οι πρωτογενείς δαπάνες πάνω από το 2,6% του ΑΕΠ και να κοπούν οριστικά οι επιδοτήσεις στο ρεύμα. Είναι ευχής έργον να μη ζητήσει τον Σεπτέμβριο κι άλλα, π.χ., μεγαλύτερα πλεονάσματα επειδή ζητούν περισσότερη δημοσιονομική αυστηρότητα οι Γερμανοί.
Η νέα κυβέρνηση της ΝΔ υπολογίζει ότι για να βγάλει τα πλεονάσματα που υποσχέθηκε –όπως έχει κάνει μόνο η λοιδορηθείσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία 23 χρόνια σε αυτό τον τόπο– θέλει μέσο όρο ανάπτυξης 3% για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, υψηλότερο δηλαδή από τις δικές της προβλέψεις που έβαλε στο Πρόγραμμα Σταθερότητας ή από τις προβλέψεις της τελευταίας έκθεσης του ΚΕΠΕ. Ο στόχος αυτός πάντως φαίνεται δύσκολο αν όχι αδύνατο να επιτευχθεί αν ληφθεί υπόψη ότι από τις αρχές του 2023 υπάρχουν σημάδια οικονομικής επιβράδυνσης σε Ελλάδα, Ευρώπη και ΗΠΑ που προμηνύουν ύφεση εντός του 2023.
Δημόσιο και τράπεζες
Δεύτερον, ο στόχος της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας είναι πολύ πιθανό να εκπληρωθεί έως το τέλος του έτους. Ομως, θα έχει όφελος μόνο σε ό,τι αφορά τη μείωση του κόστους δανεισμού του δημοσίου. Αντίθετα, δεν έχει θα όφελος για τα νοικοκυριά και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που δανείζονται με βάση τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα οποία όχι μόνο θα συνεχίσουν να αυξάνονται αλλά, σύμφωνα με εξαγγελίες στελεχών της ΕΚΤ, θα παραμείνουν στα ύψη τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμη.
Τρίτον, με τον όρο «ενδυνάμωση των τραπεζών» κυβέρνηση της ΝΔ και τράπεζες εννοούν την οριστική επιστροφή των τραπεζών στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή την πώληση και των τελευταίων συμμετοχών του δημοσίου στις τράπεζες που διασώθηκαν με τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων. Το δημόσιο σήμερα κατέχει μέσω του ΤΧΣ το 1,4% της Eurobank, το 9% της Alpha Βank, το 40,34% της Εθνικής και το 27% της Πειραιώς. Η συμμετοχή του σε αυτές με βάση τις τρέχουσες χρηματιστηριακές αποτιμήσεις αξίζει 3,31 δισ. ευρώ. Με δυο λόγια, από τον Σεπτέμβριο που θα αρχίσει η ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, με σκοπό «την ενδυνάμωσή τους και την πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα», το δημόσιο, που έδωσε συνολικά για τις τράπεζες 54 δισ. ευρώ, θα πάρει πίσω τα 3,31 δισ. γράφοντας ζημιά 50 δισ. η οποία θα φορτωθεί στους φορολογούμενους.
Και οι μισθοί;
Τέταρτον, η μόνη αναφορά Χατζηδάκη για αυξήσεις στους μισθούς (κατά 25% στην τετραετία έναντι 13% που έχει δηλωθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας από τη ΝΔ, που κατά τα άλλα «υλοποιεί τις προεκλογικές της δεσμεύσεις») υπάρχει ως πιθανό και μόνο παρελκόμενο της ανάπτυξης της οικονομίας κατά 3% ετησίως, η οποία αποτελεί τον βασικό στόχο και δηλώνεται ρητά ότι θα επιδιωχθεί μέσω της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, της ενδυνάμωσης των τραπεζών, της αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, της πώλησης περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου.
Ολα αυτά τα εργαλεία ενδέχεται να βοηθήσουν τα επόμενα χρόνια την περαιτέρω μεγέθυνση των 2.000 μεγάλων εταιρειών που μπορούν και παίρνουν τα χαμηλότοκα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, την αύξηση των επενδύσεων και των εταιρικών κερδών. Δεν θα βοηθήσουν όμως τις 600.000 μικρές και μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις που ψάχνουν εναγωνίως τζίρους εν μέσω συρρίκνωσης των πραγματικών διαθέσιμων εισοδημάτων, ακόμη κι αν μπορούν να δανειστούν, όπως θα συμβαίνει στο εξής με την έναρξη του θεσμού των μικροχρηματοδοτήσεων, αλλά με υψηλά επιτόκια 5,5% έως 8,5%. Και δεν θα βοηθήσουν επίσης τους μισθωτούς που χωρίς συλλογικές συμβάσεις είναι αδύνατο να αντισταθμίσουν τις απώλειες 7,4% που είχαν σε όρους πραγματικού μέσου μισθού το 2022 λόγω του υψηλού πληθωρισμού.
Τέλος, το «νέο ξεκίνημα της οικονομίας» δεν θα δώσει καμία λύση στα 2 εκατομμύρια των χρεωμένων είτε προς το δημόσιο, είτε προς τα ασφαλιστικά ταμεία ή προς τις τράπεζες, όλους αυτούς τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές» κατά ΝΔ, τους ανάξιους μιας βιώσιμης ρύθμισης των οφειλών τους, που τους περιμένουν οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί. Στο eauction.gr την περασμένη εβδομάδα ήταν αναρτημένοι 196.067 πλειστηριασμοί. Οσο περνά ο καιρός θα αυξάνονται.
Τρία κύματα αυξήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος φέρνει το τέλος των επιδοτήσεων
Η πρώτη εξαγγελία του νέου υπουργού Ενέργειας Θεόδ. Σκυλακάκη, έστω και συγκαλυμμένη κάτω από την ευχή «να μη χρειαστεί ξανά η δημοσιονομική πολιτική να βοηθήσει την ενεργειακή πολιτική», ήταν το τέλος των επιδοτήσεων στο ρεύμα.
Δεν αποτελούσε όμως έκπληξη. Τρεις μήνες τώρα η Κομισιόν ζητούσε από την Ελλάδα να κόψει τις κρατικές επιδοτήσεις στο ρεύμα αλλά η κυβέρνηση της ΝΔ την αγνοούσε μέχρι να πάρει τις εκλογές. Οι τελευταίες αποφάσεις του πρώην ΥΠΕΝ Κώστα Σκρέκα όσο ήταν στο υπουργείο ήταν η παράταση των επιδοτήσεων στο ρεύμα ως τις 30 Ιουνίου –όχι όμως τον Ιούλιο– και η επαναφορά στο πρότερο καθεστώς της ρήτρας αναπροσαρμογής από την 1η Οκτωβρίου.
Τι σημαίνουν αυτές οι αλλαγές για τους καταναλωτές; Καταρχάς ότι οι πελάτες της ΔΕΗ θα δουν από την 1η Ιουλίου αυξήσεις 10% καθώς θα καταργηθεί η επιδότηση του 1,5 σεντς ανά κιλοβατώρα. Συγκεκριμένα, η τιμή του ρεύματος που διαμορφώθηκε από 0,14 έως 0,15 ευρώ/κιλοβατώρα τον Ιούνιο, τον Ιούλιο, επειδή δεν θα υπάρξουν επιδοτήσεις, θα είναι αυξημένη κατά 1,5 λεπτό/ κιλοβατώρα (+10% σε ένα μήνα). Αντίστοιχες περίπου αυξήσεις θα πληρώσουν και οι πελάτες των υπόλοιπων προμηθευτών, ενώ όλοι οι καταναλωτές ανεξαρτήτως εταιρείας θα έχουν κι άλλη μια σειρά αυξήσεων για τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, δηλαδή για τις σταθερές χρεώσεις που περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς ρεύματος.
Η πρώτη από αυτές τις αυξήσεις εφαρμόστηκε από την 1η Μαΐου και αφορά την αύξηση της χρέωσης για τον ΔΕΔΔΗΕ κατά 20%. Ακολουθεί μες στο καλοκαίρι –μετά την αποδοχή αιτήματος του ΑΔΜΗΕ από τη ρυθμιστική αρχή για αύξηση του ρυθμιζόμενου εσόδου του– μια αύξηση στη χρέωση του ΑΔΜΗΕ της οποίας το ύψος δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί. Και τρίτη κατά σειρά αναμένεται να είναι η αύξηση στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ΥΚΩ), με την οποία οι καταναλωτές θα κληθούν να καλύψουν το έλλειμμα 5 εκατ. ευρώ στον λογαριασμό των ΥΚΩ από όπου πληρώνονται οι παραγωγοί με ντίζελ που ηλεκτροδοτούν τα νησιά, λογαριασμό που «στράγγιξε» ο πρώην ΥΠΕΝ Κ. Σκρέκας για να πληρώνει τις επιδοτήσεις στο ρεύμα.
Ολα αυτά όμως είναι μόνο η αρχή, καθώς από 1η Οκτωβρίου έπεται συνέχεια, με την οριστική επιστροφή της αγοράς στο πρότερο καθεστώς της ρήτρας αναπροσαρμογής. Η οποία όμως δεν θα λέγεται πια ρήτρα αναπροσαρμογής (οι εταιρείες θεωρούν ότι μόλις οι καταναλωτές ακούν για ρήτρα θα παίρνουν δρόμο) αλλά «μέσος όρος της χονδρεμπορικής τιμής του κάθε μήνα». Ανεξαρτήτως πάντως της ονομασίας του, το νέο μοντέλο θα μοιάζει πολύ με το παλιό και θα δίνει τις ίδιες και ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις με τη ρήτρα αναπροσαρμογής, ανάλογα με τις διακυμάνσεις στις τιμές του φυσικού αερίου και στην κερδοσκοπία στη χονδρεμπορική αγορά.
Οταν επομένως επιστρέψουν οι υψηλές τιμές στο φυσικό αέριο, από το φθινόπωρο και μετά, οι φουσκωμένοι λογαριασμοί ρεύματος θα γίνουν ξανά κοινωνικό πρόβλημα. Κι αυτήν τη φορά τα πράγματα θα είναι πολύ χειρότερα, επειδή με την επιστροφή της δημοσιονομικής πειθαρχίας υπάρχει περίπτωση να επιτραπούν μέτρα στήριξης στους λογαριασμούς ρεύματος αν οι τιμές αυξηθούν πολύ, αλλά όχι οριζόντια, μόνο για τις ευάλωτες ομάδες.