«Mε την παλίρροια ανακαλύπτεις ποιος κολυμπάει γυμνός». Τάδε έφη κάποτε ο Γουόρεν Μπάφετ, και η περίπτωση της θορυβώδους κατάρρευσης της Silicon Valley Bank μοιάζει να ταιριάζει γάντι στη ρήση του για μια σειρά λόγων.
Αρχικά, γιατί η άμπωτη ξεκίνησε με την άνοδο του πληθωρισμού στα τέλη του 2021, η οποία είχε ως συνέπεια τη σημαντική αύξηση των επιτοκίων, που με τη σειρά της ακολουθήθηκε από την πλημμυρίδα της πτώσης των μετοχών το 2022. Οι εταιρείες που χρηματοδοτούνταν με επιχειρηματικά κεφάλαια δυσκολεύτηκαν στην άντλησή τους, οπότε πολλές εξ αυτών άρχισαν να «τραβούν» από τα ταμειακά τους υπόλοιπα για να καλύψουν δαπάνες.
Δευτερευόντως, γιατί η αλυσίδα των τραγικών οικονομικών εξελίξεων ήρθε σε μια περίοδο που η κυβέρνηση των Δημοκρατικών είχε αποφασίσει να κάνει την οικονομία αιχμή του δόρατός της, έχοντας στο βλέμμα στραμμένο στις προεδρικές εκλογές του 2024. Σε αυτό της το έργο έμοιαζε να την επικουρεί αφενός η ιδιαίτερα ανθεκτική αγορά εργασίας, καθώς τα ποσοστά ανεργίας παραμένουν σταθερά χαμηλά, ενώ εξακολουθούν να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, που υπερσκελίζουν τις εκτιμήσεις των αναλυτών, και αφετέρου το μεγαλεπήβολο σχέδιο προϋπολογισμού του προέδρου Μπάιντεν για το 2024, στο πλαίσιο του οποίου η αύξηση της φορολογίας για τους εξωφρενικά πλουσίους -μερικών εκ των οποίων τα κέρδη απομειώνονται- αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για τη διάσωση του Medicare.
Επιπρόσθετα η είδηση της κατάρρευσης αρχικά της SVB και έπειτα της Signature Bank προκαλεί μια σειρά από αβεβαιότητες που έμοιαζαν, αν όχι να έχουν οριστικά εκλείψει, να έχουν έστω προσωρινά διευθετηθεί. H πρώτη αφορούσε τη βεβαιότητα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας ότι η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να αποτελέσει πανάκεια για την αναχαίτιση του πληθωρισμού. Ήδη η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) νιώθει την την πίεση επενδυτών και αναλυτών, που την καλούν να σημάνει την αρχή του τέλους για τη συγκεκριμένη συλλογιστική, καθώς είναι εμπεδωμένη η εντύπωση ότι οι επιτοκιακές αυτές αυξήσεις έπληξαν ιδιαίτερα τις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, τομέα για τον οποίο οι ιθύνοντες της αμερικανικής οικονομίας διατείνονται ότι παραμένει το συγκριτικό της πλεονέκτημα στον διεθνή ανταγωνισμό.
Μια δεύτερη ανησυχία αφορά την επίπτωση της κατάρρευσης της SVB στις οικονομικές εξελίξεις της Γηραιάς Ηπείρου και τις πιθανές συνδέσεις με τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Καθησυχαστική επιχείρησε να φανεί η ΕΚΤ, πηγές της οποίας σημείωναν πως δεν υπάρχει εκτίμηση για κάποια άμεση επίπτωση στις τράπεζες της Ευρωζώνης από την κατάρρευση της SVB. Το μυστικό ωστόσο κρύβεται στο αιώνιο «ναι μεν, αλλά» που συμπληρώνει παρόμοιου χαρακτήρα διευκρινιστικές δηλώσεις και αναφέρεται στο ενδεχόμενο επέκτασης του χρηματοπιστωτικού κινδύνου σε μεγαλύτερες, πιο συστημικές, τράπεζες της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Πρόκειται για μια δήλωση αντίστοιχη ευχής, δεδομένου ότι οι ευρωπαϊκές τραπεζικές αρχές μοιάζουν ανίσχυρες να κάνουν κάτι περισσότερο από ό,τι έκαναν κατά την τελευταία μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, όταν το δόγμα «wait and see» χαρακτήριζε εν πολλοίς την απόκριση των Βρυξελλών σε ταχύτατα μεταβαλλόμενες ισορροπίες.
Την εικόνα της εμμονής σε ιδεοληψίες τονίζουν αρκετοί, που αντιδρούν στη διαφαινόμενη επιμονή στην αύξηση των επιτοκίων κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής –προεξάρχουσας της Κριστίν Λαγκάρντ– αναμένουν ότι ο δομικός πληθωρισμός θα παραμείνει πολύ υψηλός τα επόμενα χρόνια. Πρόκειται για μια νοοτροπία έκθετη πάντα στις αναταράξεις των αγορών, οι οποίες προς το παρόν δείχνουν εικόνα ανάκαμψης, καθώς οι κυριότεροι χρηματιστηριακοί δείκτες σε Ευρώπη και Αθήνα επέστρεψαν σε θετικά πρόσημα.
Την εικόνα περιορισμένης αισιοδοξίας επιβεβαιώνουν αναφορές διευθυντικών στελεχών της επιχειρηματικής ελίτ των ΗΠΑ, που κάνουν λόγο για περιορισμένη επιβράδυνση της ανάπτυξης χωρίς περαιτέρω συστημικά χαρακτηριστικά, τονίζοντας την περιορισμένη έκθεση άλλων κλάδων της οικονομίας στους κινδύνους της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης.
Η εναλλαγή αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας τροφοδοτείται και από το μικρό ελβετικό «χωριό», αφού η εξαγορά της προβληματικής ελβετικής τράπεζας Credit Suisse από τη UBS μπορεί να απομάκρυνε προς το παρόν τους εφιάλτες για το ελβετικό σύστημα, δεν απέτρεψε ωστόσο ασιατικά και ευρωπαϊκά χρηματιστήρια από το συνεχίζουν να καταγράφουν σοβαρές απώλειες, καθώς αρκετοί επαΐοντες τονίζουν πως ίδια η εξαγορά της Credit Suisse σε τιμή περίπου 60% κάτω από εκείνη του κλεισίματος της Παρασκευής αναδεικνύει το ρίσκο που αναλαμβάνει η UBS.
Το εάν οι αισιόδοξες εκτιμήσεις θα επαληθευτούν στην τρέχουσα οικονομική πραγματικότητα είναι ένα ζήτημα. Ένα άλλο εξίσου ενδιαφέρον ζήτημα αφορά τη διαπίστωση πως η ευρωπαϊκή οικονομία εξακολουθεί να κοιτάζει τι κάνει η Ουάσιγκτον, ώστε να αποφασίσει το είδος και το εύρος των δράσεών της, και εμπεδώνει την αδυναμία της Ζώνης των «27» να αντιμετωπίσει έγκαιρa και αποτελεσματικά τις προκλήσεις.
Υπό αυτή την έννοια, η προοπτική μιας «νέας Lehman Brothers» φαντάζει απείρως πιο τρομακτική για την ανατολική πλευρά του Ατλαντικού, δεδομένου ότι τη διαχείριση ενός πιστωτικού και δημοσιονομικού εφιάλτη θα κληθεί να τη διαχειριστεί μια Ευρώπη σε ενεργειακή κρίση και έκθετη πάντα στην ανισομετρία ισχύος, που ευνοεί, στο τέλος της ημέρας, τον οικονομικό μικρόκοσμο της Φραγκφούρτης, δηλαδή, τα συμφέροντα του Βερολίνου εντός Ε.Ε.
*Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 12ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ