Μια συζήτηση με τη Γερμανίδα συγγραφέα Καταρίνα Μπέντιξεν για το βιβλίο της «Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι» και τη ΓΛΔ.
Η Καταρίνα Μπέντιξεν γεννήθηκε στη Λειψία της Γερµανικής Λαοκρατικής ∆ηµοκρατίας το 1981. Είναι υπεύθυνη σύνταξης του λογοτεχνικού περιοδικού «Poetin», αντιπρόεδρος του Λογοτεχνικού Συµβουλίου Σαξονίας και µέλος του Κέντρου PEN Γερµανίας. Μεταφράζει βιβλία για παιδιά και εφήβους από τα αγγλικά και αρθρογραφεί σε διάφορα έντυπα, µεταξύ των οποίων και η µαρξιστική καθηµερινή εφηµερίδα «Die junge Welt». Πριν από λίγο καιρό µεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Αλέξανδρο Κυπριώτη το πρώτο βιβλίο της, «Το δέντρο µε τα µπουκάλια του ουίσκι», το οποίο εκδόθηκε στη Γερµανία το 2009. Πρόκειται για συλλογή διηγηµάτων γραµµένη σε λιτή και αποστασιοποιηµένη γλώσσα, στην οποία βασιλεύoυν το παράλογο και το γκροτέσκο όταν οι ήρωες συντρίβονται από το µη αναµενόµενο.
Από πότε γράφετε;
Πάντα έγραφα. Τις πρώτες µου ιστορίες τις έγραψα στην πρώτη δηµοτικού. Ωστόσο για πολύ καιρό δεν µπορούσα καν να φανταστώ ότι θα γινόµουν συγγραφέας. Εκανα σπουδές στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης και στον ισπανικό πολιτισµό, εργάστηκα σε βιβλιοπωλείο και έγραψα πολλά δηµοσιογραφικά κείµενα. Πάντα πίστευα ότι θα εργαζόµουν κυρίως στην άλλη πλευρά της συγγραφής, ως επιµελήτρια κειµένων σε εκδοτικό οίκο ή κάτι τέτοιο. Ωστόσο χάρη σε διάφορες υποτροφίες το γράψιµο κέρδισε περισσότερο χώρο στη ζωή µου.
Στο βιβλίο σας η ζωή των ανθρώπων αλλάζει µε σοκαριστικό τρόπο. Ετσι συµβαίνει και στην πραγµατικότητα;
Μάλλον οι αλλαγές γίνονται πιο ύπουλα, είναι απαρατήρητες. Ισως όµως να µην είναι τα γεγονότα που περιγράφω δραστικά, αλλά τα λογοτεχνικά µου µέσα. Φυσικά, µια οικογένεια δεν έχει άπειρα παιδιά όπως στο «Στενόχωρο σπίτι µας» και οι υπάλληλοι δεν θάβονται στο υπόγειο του γραφείου όπως στο «Χαίροµαι που λέγοµαι κυρία Ω». Αυτές οι δραστικές εικόνες αντιπροσωπεύουν πράγµατα που διαφορετικά δεν είναι ορατά και προσπαθώ να τα αποδώσω µέσω του σοκ.
∆ιαβάζοντας το βιβλίο σας σκεφτόµουν ότι οι χαρακτήρες, ακόµη κι αν είναι περιτριγυρισµένοι από άλλους, φαντάζουν µόνοι στη ζωή. Ετσι νιώθετε την ανθρώπινη φύση;
Οχι, δεν θα το έλεγα αυτό. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και πως τα καταφέρνει καλύτερα στις κοινότητες. Είναι ίσως ο σηµερινός τρόπος ζωής µας που µε κάνει να γράφω τέτοια κείµενα. Μου φαίνεται ότι υπάρχει µια ισχυρή ώθηση προς τον ατοµικισµό, καθώς και µια πίεση για ανταγωνισµό. Και αυτό µπορεί να κάνει κάποιον να νιώσει µοναξιά ακόµη κι αν είναι περιτριγυρισµένος από άλλους.
Γεννηθήκατε στη Λειψία οκτώ χρόνια πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Πώς θυµάστε τη ζωή σας στη ΓΛ∆;
Eχω µόνο θετικές αναµνήσεις από τη Γερµανική Λαοκρατική ∆ηµοκρατία. Ηµουν οκτώ όταν έπεσε το Τείχος και φυσικά δεν µε ενοχλούσε καθόλου το γεγονός ότι ήµουν πιονέρος στη νεολαία ή ότι στεκόµασταν στο προαύλιο του σχολείου τα πρωινά της ∆ευτέρας για την έπαρση της σηµαίας. H ΓΛ∆ δεν ήταν κακό µέρος για τα περισσότερα παιδιά. Υπήρχαν πολλές δραστηριότητες αναψυχής, πολύ περισσότερος χώρος για τα παιδιά και τις οικογένειες, περισσότερη συλλογική συµβίωση και επίσης περισσότερη ασφάλεια – τόσο κοινωνική ασφάλιση για τους γονείς, που ωφελούσε και τα παιδιά, όσο και πραγµατική ασφάλεια στους δηµόσιους χώρους. Αυτή η ασφάλεια είχε τίµηµα.
Τι θυµάστε από την εποχή που εγκατασταθήκατε µε την οικογένειά σας στο Λάος;
Αυτό συνέβη πριν από την πτώση του Τείχους. Οι γονείς µου δίδασκαν γερµανικά στο Λάος από το 1985 έως το 1988, έτσι ώστε οι µαθητές της χώρας εκείνης να πήγαιναν στη συνέχεια στο αδερφό κράτος της ΓΛ∆ για να σπουδάσουν µε στόχο να επιστρέψουν στο Λάος µε την αποκτηθείσα γνώση. Η αδερφή µου κι εγώ πήγαµε σε γερµανικό νηπιαγωγείο και σχολείο, σε µια ηλικία που τα παιδιά απλώς δέχονται τις περισσότερες καταστάσεις ως έχουν. Αναντίρρητα, συνειδητοποίησα ότι αυτά τα τρία χρόνια ήταν ξεχωριστά – για παράδειγµα, η αδερφή µου κι εγώ είχαµε εντελώς διαφορετικά παιχνίδια από τα παιδιά που δεν µπορούσαν να φύγουν από τη ΓΛ∆, όπως µικρά τηλεσκοπικά παιχνίδια που µπορούσαν να αγοραστούν παντού στο Λάος. Μόνο εκ των υστέρων συνειδητοποίησα πόσο συναρπαστικό πρέπει να ήταν για τους γονείς µου ότι πήγαν σε µια τροπική χώρα µε δυο µικρά παιδιά σε µια εποχή που δεν υπήρχε καν ίντερνετ. Τριάντα µε σαράντα άνθρωποι από τη ΓΛ∆ ζούσαν στο Λάος – πανεπιστηµιακοί λέκτορες, δάσκαλοι, ένας γιατρός, το προσωπικό της πρεσβείας. Ηταν µια µικρή γερµανική προνοµιούχα κοινότητα που ταξίδευε µαζί στη χώρα τα Σαββατοκύριακα και στις διακοπές, που ανακάλυψε µια ξένη κουλτούρα για τον εαυτό της, που διατηρούσε επίσης εντατική επαφή µε τους ντόπιους. Σήµερα οι γονείς µου λένε ότι ήταν η καλύτερη περίοδος της επαγγελµατικής τους ζωής και µπορώ να το καταλάβω.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν την πτώση του Τείχους οι Ανατολικογερµανοί κατάφεραν να αποκτήσουν ίσες ευκαιρίες µε τους ∆υτικογερµανούς;
Οχι, υπήρχαν και υπάρχουν µεγάλες διαφορές, όπως φαίνεται. Οπως, µεταξύ άλλων, το αίτηµα να συσταθεί εξεταστική επιτροπή για να εξετάσει την πολιτεία της επιτροπής εκκαθάρισης – µετά τη «στροφή» (Wende) η επιτροπή εκκαθάρισης ιδιωτικοποίησε τις κρατικές επιχειρήσεις της ΓΛ∆, σε ορισµένες περιπτώσεις πουλώντας τες για ένα συµβολικό αντίτιµο. Κατά τη διάρκεια της «στροφής» πολλές προσωπικές ιστορίες από την Ανατολική Γερµανία υποτιµήθηκαν µέσα σε λίγες εβδοµάδες, κάτι που θεωρώ πολύ προβληµατικό. Υπήρχαν και υπάρχουν ακόµη πολλά να διευθετήσουµε.
INF0
Το βιβλίο «Το δέντρο με τα μπουκάλια του ουίσκι» της Καταρίνα Μπέντιξεν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σκαρίφημα σε μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη